Κάτω από την σύγχρονη πόλη της Άρτας κρύβεται η ιστορία δύο αιώνων και πλέον.
Αναμφισβήτητα στο σημείο που είναι κτισμένη σήμερα η πόλη, στο πεδινό σημείο που περικλείεται από τα βουνά της που ορθώνονται τριγύρω, κάποιοι άλλοι, μεγαλούργησαν. Δημιούργησαν τον πολιτισμό τους, ανέπτυξαν το εμπόριό τους και έζησαν τη ζωή τους. Είναι θαμμένη ή αρχαία Αμβρακία και συνεχώς αποκαλύπτεται με τις ανασκαφές. Η σημαντικότερη αποικία των Κορινθίων στην βορειοδυτική Ελλάδα.
Ήταν το τέλος του 7ου πΧ αιώνα, όταν ο Γόργος ίδρυσε την πόλη. Ο νόθος απόγονος του τυράννου των Κορινθίων Κύψελου, έφτανε ως εκεί με τα στρατεύματά του. Το όνομα πιθανόν το δανείστηκε κατά μία εκδοχή από τον Άμβρακα, τον γιό του Θεσπρωτού. Κατά μια άλλη εκδοχή, από την κόρη του Μελανέα, την Αμβρακία. Τέλος η άποψη που έχει και τις λιγότερες πιθανότητες στην ονοματολογία προέρχε- ται από την Αμπρακιά. Την πετρώδη ακτή που ανεμοδέρνεται πανταχόθεν.
Στην ίδια ακριβώς θέση προϋπήρχε ο οικισμός των Δρυόπων από τον 9ο πΧ αιώνα. Για περισσότερο από 100 χρόνια ντόπιοι, Δρύοπες και άποικοι συνυπήρχαν μέχρι την ίδρυση της Αμβρακίας. Τα πλεονεκτήματα για την ίδρυ- ση μιας τέτοιας πόλης στα δυτικά ήταν πολλά και οι Κορίνθιοι ως διορατικοί το διείδαν. Το στρατηγικό σημείο δίπλα στον πλωτό ποταμό Άραχθο αξιοποιήθηκε για το εμπόριο της μητρόπολης. Ήταν άλλωστε ο μοναδικός δρόμος από τα νότια προς την ηπειρωτική ενδο- χώρα με αποτέλεσμα η ανάπτυξη της Αμβρακίας να είναι ραγδαία.
Υπήρξε πνευματική άνθηση στην περιοχή και υιοθετήθηκε η γραφή. Η γλυπτική τέχνη έπαιρνε την δικιή της μορφή που ξεχώριζε από την συνηθισμένη. Αναπτύχθηκε η μεταλλοτεχνία και κόπηκαν τα πρώτα ασημένια νομίσματα, σύμφωνα με τα Κορινθιακά πρότυπα κατά τον 5ο πΧ αιώνα. Δημιουργήθηκε στρατός και στόλος και η πόλη ήταν πλέον υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη και δύσκολα οι επιβολείς αποκτούσαν συνείδηση άλωσης. Συμμετείχε με δική της αποκλειστική δύναμη στους Περσικούς πολέμους και στον Πελοποννησιακό πόλεμο η βοήθεια προς την μητρόπολη ήταν αμέριστη.
Το 342 πΧ αντιστάθηκαν Αμβρακιώτες και Κορίνθιοι και δεν υποτάχθηκαν όπως άλλες κοντινές περιοχές στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας που την πολιόρκησε επί μακρόν χωρίς αποτέλεσμα. Η πόλη γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή της επί βασιλέα Πύρρου των Μολοσσών που την έχρισε και πρωτεύουσά του το 295 πΧ. Την στόλισε με ναούς, δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα και πολλά έργα τέχνης και βελτίωσε την πολεοδομική της οργάνωση.
Οι διάδοχοί του κυβέρνησαν μέχρι το 232 πΧ, οπότε η πόλη έγινε μέλος της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Το 189 πΧ ο Ρωμαίος ύπατος Μάρκος Φούλβιος την πολιόρκησε και εγκαταστάθηκε πλέον Ρωμαϊκή φρουρά. Τότε, πλή- θος αγαλμάτων, τιμητικοί ανδριάντες και πίνακες ζωγραφικής μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Η πόλη αν και διατήρησε κάποια αυτονομία, έχασε την αίγλη και τη σημασία της. Το τελικό, πάντως, πλήγμα δέχθηκε το 31 πΧ, οπό- τε με την ίδρυση από τον Οκταβιανό της γειτονικής Νικόπολης, οι κάτοικοί της υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν εκεί.
Ωστόσο, η πόλη δεν εγκαταλείφθηκε πλήρως, αλλά συνέχισε να κατοικείται σποραδικά έως και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Στη συνέχεια χάνεται ιστορικά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να εμφανιστεί ξανά στους βυζαντινούς χρόνους με την ονομασία Άρτα.
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άρτας (ΑΜΑ) στεγάζεται σε ένα σύγχρονο καλαίσθητο κτήριο, που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Άρτας, δίπλα στην ανατολική όχθη του Αράχθου, σε μικρή απόσταση από το ιστορικό Γεφύρι και είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην Αμβρακία, την αποικία που ίδρυσαν οι Κορίνθιοι.
Η έκθεση του ΑΜΑ, που εστιάζει στην παρουσίαση της αστικής ζωής, οργανώνεται σε τρεις κύριες θεματικές ενότητες, «Τα εν δήμω», «Τα εν τάφω» και «Τα εν οίκω», αφιερωμένες αντίστοιχα στη δημόσια ζωή, τα νεκροταφεία και τις οικίες και την καθημερινή ζωή στην Αμβρακία.