Έρευνα του Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου – Χημικού

ΜΕΡΟΣ Α΄
Εισαγωγικά: Ένα από τα προβλήματα, που έχουν δημιουργηθεί στη διαχείριση των τοπικών πολιτιστικών μας μνημείων, είναι η αποσύνδεση αυτών από την ιστορία τους και η αντιμετώπισή τους μόνο ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα και αρχαιολογικά μνημεία.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Βυζαντινών μας ναών, η αποσύνδεσή τους από την εκκλησιαστική τους ιστορία συντελεί σταδιακά στην αποϊεροποίησή τους. Κλασσικό παράδειγμα αυτής της τακτικής είναι η Μονή της Παρηγορήτισσας.
Για τους τοπικούς παράγοντες είναι μουσειακός χώρος και έτσι αντιμετωπίζεται.

Η Ιστορική εκκλησιαστικότητα του χώρου του ναού
– Η Παρηγορήτισσα λειτούργησε ως Μητροπολιτικός ναός του Δεσποτάτου της Ηπείρου και αργότερα ως Σταυροπηγιακή Μονή. Αυτό το αποδεικνύουν περίτρανα τα 16 κελιά, που σώζονται. Ως Μονή είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με το ησυχαστικό και ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας. Ως Σταυροπηγιακή μονή είχε άμεση πνευματική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Όταν χρειάστηκε να μετακινηθεί η τότε η ανδρική αδελφότητα, που ασκούνταν εκεί, στην Ιερά Μονή Κάτω Παναγιάς, προκειμένου ο χώρος να διατηρήσει το μοναστικό του χαρακτήρα, ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β με ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟ ΣΙΓΓΙΛΙΟ (1864) την όρισε ως μετόχι της Μονής Κάτω Παναγιάς. Αυτό σημαίνει, ότι κανένας πολιτιστικός φορέας δεν δικαιούται να έχει τον πρώτο λόγο στη διαχείριση του εκκλησιαστικού αυτού ιδρύματος. Tα Πατριαρχικά σιγγίλια είναι ανώτερα σε ισχύ από κάθε νόμο του Κράτους.
Επειδή δεν δόθηκε απ΄ ό,τι φαίνεται η πρέπουσα σημασία και στα δύο αυτά στοιχεία, παραθέτουμε στη συνέχεια απόσπασμα από το Πατριαρχικό σιγίλιο, προκειμένου να αντιληφθούμε όλοι τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Στο σιγίλιο του Πατριάρχη Ιερεμία Β μεταξύ των άλλων γράφονται και τα εξής: «… η μετριότης ημών αποφαίνεται και παρακελεύεται εν Αγίω Πνεύματι δια του παρόντος αυτής σιγιλιώδους γράμματος, ίνα το ειρημένον πατριαρχικόν σταυ- ροπήγιον το λεγόμενον Παρηγορήτισσαωείη υπό την διοίκησινωσκέπην και κυβέρνησιν της πατριαρχικής μονής της Παναγίας της ευρισκομένης κατά την οδόν της βρύσης (σημ. πρόκειται για την Ιερά Μονή Κ. Παναγιάς) και ονομάζεται μετόχιον αυτής εις αιώνας τους άπαντας, έχοντος άδειαν του εκείσε οσιωτάτου ηγουμένου ιερέα ακατάγνωστον εισαγαγείν εν αυτώ, ώστε ιερουργείν και ψάλλειν τω Θεώ, ου μην δε διανυκτερεύει εκείσε ή καθεύδειν όλως εν τοις ένδον κελλίοις… και τον παραβαίνοντα ΑΦΟΡΙΣΜΏ ΑΛΥΤΩ ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΩ καθυποβάλλομεν.΄Ετι δε διοριζόμεθα μηδένα των από μακράν και του κατά τόπον αρχιερέως Ναυπά- κτου και Άρτης τολμάν οψέποτε εναντιωθήναι περί τούτου ή ακλήτως εισελθείν εν αυτή και θέλειν διακρίνειν αμετόχως ΄αφαρπάζειν τι των αφιερωμένων τη μονή ταύτη κτημάτων τε και πραγμάτων, εν βάρει αργίας και αφορισμώ τω από Θεού…». (Α. Ορλάνδου Η ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΣΣΑ ΑΡΤΑΣ. Ολόκληρο το σιγίλιο δημοσιεύεται στις σελ.6 και 7).
Δηλαδή ο Πατριάρχης Ιερεμίας κατοχυρώνει τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της μονής με την υποχρέωση του μεν ηγουμένου της Ι.Μ.Κ. Παναγιάς να ορίζει ιερέα, για να ιερουργεί, του δε επιχώριου Αρχιερέως να μην εναντιώνεται σε αυτά, ούτε να αρπάζει τα περιουσιακά στοιχεία της Μονής. Η παράλειψη αυτών των υποχρεώσεων επισύρει τον αιώνιο αφορισμό σε αυτούς που δεν υπακούσουν.
– Στον αύλειο χώρο της βρίσκονται οι τάφοι των Δεσποτών της Ηπείρου, σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του Γ. Λαμπάκη, του πρώτου αρχαιολόγου – Βυζαντινολόγου, που ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο ναό.
Όταν την επισκέφτηκε για πρώτη φορά στις 15 Ιουνίου 1898 έγραψε τα εξής:
«Ω Θεέ μου, ποίαν δύναμιν πίστεως είχον οι αοίδιμοι του Βυζαντίου αυτοκράτορες και οι της Άρτης Δεσπόται. Νομίζεις φανερά, ότι βλέπεις τον Μιχαήλ, ότι βλέπεις την Θεοδώραν. Αυτά τα χόρτα της αυλής παχύφυλλα, λέγεις ότι είδον τους ιδρυτάς αυτούς. Ότι ούτοι προ μικρού διελθόντες είχον διασαλεύσει τα κινούμενα έτι φυτά, τα φυτά τα πιστά. Οι τάφοι πέριξ έτι πλέον με συνέδεον μετά των αποιχομένων Δεσποτών. Ενόμιζον ότι εκ τούτων εξέρχονται αι φωναί των αιώνων, αι φωναί της χθες, τα παρελθόντα μεγαλεία διηγούμενοι». (Δελτίο ΧΑΕ Τομ.3 1903)
Επίσης ο Α. Ορλάνδος στο έργο του για την Παρηγορήτισσα της Άρτας (Αθήνα -1963) έγ- ραψε τα εξής: «Ο (παλιότερος) ναϊσκος {σημ. βρίσκεται δίπλα στον μεγαλοπρεπή ναό} θα διετηρείτο μέχρι της κατά τα τέλη του 13ου αιώνος ιδρύσεως του νέου ναού της Παρηγορητίσσης, οπότε ή θα κατεδαφίσθη ή θα παρέμεινεν ακόμη επί τινας αιώνας ως τόπος ταφής ανωτέρων κληρικών ή αξιωματούχων της αυλής των δεσποτών της Ηπείρου… Αξιοσημείωτον είναι αι εντός και πέριξ του ναού αποκαλυφθείσαι ταφαί εντός λιθίνων κιβωτιοσχήμων τάφων οίτινες ευρέθησαν, δυστυχώς, πάντες συλημένοι… (σελ.23).
Στις 24 Ιουνίου 1963 επισκέφτηκε την Άρτα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας συνοδευόμενος από τους εξής μητροπολίτες: Δέρκων Ιάκωβο, Πριγκηπονήσων Δωρόθεο, Ρόδου Σπυρίδωνα, Ιωαννίνων Σεραφείμ, Πρεβέζης Στυλιανό και Άρτης Ιγνάτιο Γ.
Χοροστάτησε σε πατριαρχική δοξολογία, που έγινε στο ναό της Παρηγορήτισσας και μετά επισκέφτηκε το ναό της Αγίας Θεοδώρας (Κ. Βάγιας Ενθυμήσεις – περιοδικό Σκουφάς τευχ. 38-39).

«Ναός άπαξ καθαγιασθείς, εσαεί ναός»
Ακόμη και αν δεν γνωρίζει κανείς τους Ιερούς Κανόνες, που προβλέπουν αυστηρές ποινές για όσους μετατρέπουν τους ιερούς χώρους σε «κοσμικά κέντρα», απλές θεολογικές γνώσεις και απλές αρχές ευσεβείας κραυγάζουν, ότι οι Ιεροί Ναοί είναι ιεροί τόποι, και όλα, όσα υπάρχουν μέσα στον Ι. Ναό, είναι ιερά πράγματα.
Μοναδική και αποκλειστική χρήση τους είναι η λατρεία και η εξύμνηση του Θεού και η τέλεση των Ιερών Μυστηρίων. Οι εκκλησιαζόμενοι επίσης μεταβαίνουν στους Ιερούς Ναούς, όχι για να ακούσουν κοσμικά τραγούδια από κοσμικούς τραγουδιστές με κοσμικό περιεχόμενο, αλλά μόνον τα ευαγγελικά λόγια, ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές, ώστε να αποσπασθούν από τα γήινα και να υψωθούν προς τα ουράνια.
Ο Ι. Ναός είναι οίκος του Θεού, είναι ο ουρανός επί της γης. Μπορεί κανείς να τον μεταβάλλει σε κοινό οίκο, σε γη, σε χώρο κοσμικών και γήινων εκ δηλώσεων;
Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη ο προφητικός λόγος είναι πολύ αυστηρός για όσους δεν κάνουν το διαχωρισμό μεταξύ ιερού και βεβήλου· «Οι ιερείς αυτής (της ‘Ιερουσαλήμ) ηθέτησαν΄νόμον μου και εβεβήλουν τα άγιά μου· αναμέσον αγίου και βεβήλου ου διέστελον και αναμέσον καθαρού και ακαθάρτου… και εβεβηλούμην εν μεσω αυτών». Γιʼ αυτό και μετά θείας οργής ο Κύριος εξεδίωξε, όσους είχαν προσβάλλει την ιερότητα του Ναού.
‘Επειδή ο Ιερός Ναός καθαγιάζεται «πολλαπλασιαστικώς και πληθυντικώς» με την εν αυτώ τέλεση των Ιερών Μυστηρίων, την ανάγνωση των ιερών λόγων και την παρουσία ιερών σκευών και εικόνων, μένει εσαεί ιερός, ακόμη και αν εγκαταλειφθεί για ποικίλους λόγους και ερειπωθεί.
Δυστυχώς, τα ανοίγματα και οι αγάπες προς τους Παπικούς και τους Προτεστάντες ασκούν όντως διαβρωτική επίδραση· αυτούς μιμούμαστε, γιατί αυτά εκεί είναι συνηθισμένη πρακτική.
‘Εμείς θα παραθέσουμε απλώς μία φράση του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ο οποίος αναφέρει ότι «Ουκ εστι θέατρον η Εκκλησία, ίνα προς τέρψιν ακούωμεν» καθώς και τον κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου, ο οποίος λέγει ότι τους «αδιακρίτως τους Ιερούς Τόπους κοινοποιούντας… ει μεν κληρικός είη, καθαιρείσθω, ει δε λαϊκός, αφοριζέσθω».

Η σημερινή εκκλησιαστική κατάσταση της Παρηγορήτισσας
Η Παρηγορήτισσα, επειδή δεν λειτουργείται τακτικά ως ναός (με άδεια μόνο δύο φορές το χρόνο), θεωρείται εκκλησιαστικά ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΝΑΟΣ. Στο ιερό Πηδάλιο, που έχει συντάξει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, περιέχεται ο τέταρτος Κανόνας της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος είναι ξεκάθαρος σχετικά με το κλείσιμο των ιερών Ναών. Απαγορεύεται ρητά, σύμφωνα με τον Κανόνα, το κλείσιμο των ιερών Ναών για οποιονδήποτε λόγο και αιτία!
Κανών Δ΄ της Αγίας και Οικουμενικής Εβδόμης (Ζ΄) Συνόδου της εν Νικαία (Απόσπασμα από το «Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων», των Ράλλη – Ποτλή, τόμος Β΄, εκδόσεις «Γρηγόρη»):
«… Ει τις ουν δι΄ απαίτησιν χρυσού, ή ετέρου τινός είδους, είτε διά τινα ιδίαν εμπάθειαν, ευρεθείη απείργων της λειτουργίας, και αφορίζων τινά των υπ΄ αυτόν κληρικών, ή σεπτόν ναόνκλείων, ως μη γίνεσθαι εν αυτώ τας του Θεού λειτουργίας, και εις αναίσθητον την εαυτού μανίαν επιπέμπων, αναίσθητος όντως εστί, και τη ταυτοπαθεία υποκείσεται, και επιστρέψει ο πόνος αυτού επί την κεφαλήν αυτού, ως παραβάτης εντολής Θεού και των Αποστολικών διατάξεων…».
Απόδοση του κανόνα στην νεοελληνική: «… Εάν λοιπόν θα μπορούσε να είχε βρεθεί κάποιος, που να απαγορεύσει την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, απαιτώντας χρυσό ή κάποιο άλλο είδος ή ακόμη για λόγους κάποιου προσωπικού πάθους και μάλιστα να αφορίσει κάποιον από τους κληρικούς, ή αν κλείσει κάποιον ιερό ναό, ώστε να μην γίνονται σ΄ αυτόν οι Θείες Λειτουργίες του Θεού και με αναισθησία επιρρίψει την μανία του με τιμωρίες, είναι όντως αναίσθητος και θα υποστεί και αυτός τα ίδια που έχει κάνει. Ο πόνος που έδωσε, θα επιστρέψει στο δικό του κεφάλι, διότι υπήρξε παραβάτης της εντολής του Θεού και των Αποστολικών διατάξεων…».
Ως εκκλησιαστικό χώρο τον αντιμετώπιζαν οι πρόγονοί μας, αλλά και αλλόθρησκοι Μουσουλμάνοι, επειδή στον ορθόδοξο αυτόν λατρευτικό χώρο τιμάται η Παναγία. Η κύρια Οικοδέσποινα του χώρου ΗΤΑΝ, ΕΙΝΑΙ και ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ η Θεοτόκος και κανένας άλλος φορέας.
Κλείνουμε με τον θεοφώτιστο λόγο ενός μεγάλου πατρός και διδασκάλου της Εκκλησίας μας, του αγίου Συμεών, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ο οποίος σε έργο του με τίτλο: «Περί του θείου Ναού, τι εικονίζει αυτός και τα περιεχόμενα εν αυτώ», γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο ναός λοιπόν, αν και συντεθειμένος από άψυχον ύλην, είναι όμως οίκος Θεού, επειδή αγιάζεται διά της Θείας Χάριτος και με τας ευχάς τας ιερατικάς και δεν είναι πλέον καθώς οι άλλοι οίκοι, αλλά αφιερωμένος είναι επί της γης εις τον Θεόν και πλουτεί την Χάριν του να έχει ένοικον αυτόν τον Θεόν και την δόξαν του εν αυτώ, την δύναμιν και την Χάριν. Επειδή εις το όνομα αυτού του Θεού επωνομάσθη ή συν αυτώ εις όνομα τινός από τους αγίους του …και δεν τον ονομάζομεν πλέον οίκον μόνον απλώς, αλλ’ οίκον άγιον ως ηγιασμένον εκ του Πατρός διά του παναγίου Υιού εν τω αγίω Πνεύματι και ως σκήνωμα ήδη της Τριάδος».

Συνεχίζεται…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ