Έζησα περιπλανώμενος στα διβάρια κι έτρωγα βατόμουρα για να μπορέσω να ζήσω. Κοιμόμασταν όπου να ’ναι σκεπασμένοι μ’ ένα αντίσκηνο. Ύστερα από δέκα δώδεκα μέρες με βρήκε ο πατέρας μου. Στο σπίτι μου γύρισα μετά από δέκα μέρες. Τι σπίτι; καμένα όλα. Ο πατέρας μου έζησε ενάμισι χρόνο. Πέθανε από στενοχώρια.
Αφήγηση Νίκου Κριτσιμά, οχτάχρονου ορφανού
Το ολοκαύτωμα του Κομμένου (16 Αυγούστου 1943) δεν ήταν μόνο ένα κτηνώδες έγκλημα πολέμου που διέπραξε η διοίκηση της 1ης γερμανικής μεραρχίας εντελβάις σε βάρος άμαχων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Ήταν μια τεράστια γκάφα των στρατηγών και των επιτελικών που έδωσαν τη διαταγή «κάψτε το Κομμένο». Δεν ήταν μια αυθόρμητη αντίδραση κάποιου περίεργου αξιωματικού προκειμένου να τιμωρήσει το χωριό για κάποιο σαμποτάζ που κάνανε οι άντρες του εναντίον του γερμανικού στρατού.
Η σφαγή του Κομμένου καμιά σχέση δεν έχει με τα συνήθη αντίποινα των Γερμανών. Κανένας Γερμανός, ούτε αξιωματικός ούτε καν στρατιώτης, δεν κινδύνεψε στο Κομμένο, κανένας κάτοικος του Κομμένου δεν ήταν ανακατωμένος με τις ένοπλες αντιστασιακές οργανώ- σεις, καμιά εχθρική πράξη δε σημειώθηκε στο Κομμένο κατά των Γερμανών.
Το ολοκαύτωμα του Κομμένου ήταν μια από τις πιο βλακώδεις και παιδαριώδεις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, η οποία ετοιμάστηκε με πολύ μεγάλη επιμέλεια από τα γερμανικά επιτελεία, για να «ελευθερώσουν» τάχα το χωριό από τα χέρια των ληστοσυμμοριτών, δηλαδή των ανταρτών, για τους οποίους πίστεψαν οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, με πρώτον και καλύτερο τον συνταγματάρχη Ζάλμινγκερ, διοικητή του 98ου συντάγματος πεζικού, της μονάδας κρούσης της μεραρχίας, ότι είναι οι κυρίαρχοί του. Και κατέληξε αυτη η εκκαθαριστική επιχείρηση να γίνει ένα αιματηρό γιουρούσι σφαγής 317 ανυποψίαστων κατοίκων, ανάμεσα στους οποίους 36 βρέφη και νήπια, αφού μετέτρεψε σε ερείπια όλα τα σπίτια του χωριού.
Πολλές φορές συλλογίζεται κανείς: προς τι τόση αγριότητα και τόση απίστευτη βία που κατατρόμαξε ακόμη και στρατιώτες του ίδιου λόχου; Τι μπορεί να έπιασε τους Γερμανούς αξιωματικούς και εκπόνησαν ένα τέτοιο σχέδιο αφανισμού ενός ολόκληρου χωριού, μόνο και μόνο γιατί ο αξιωματικός τους είδε στο χωριό όπλα και αντάρτες; Και γιατί δεν συνέλαβαν τον ανδρικό πληθυσμό να τον εκτελέσουν, όπως όριζαν οι διαταγές τους, παρά κατέληξαν πως χρειάζεται κάτι περισσότερο: να παραδοθεί στη σφαγή και στις φλόγες ολόκληρο το χωριό χωρίς αισθήματα ενοχής και εξαιρέσεις;
Θα πει κανείς πως ήθελαν να δώσουν ένα καλό μάθημα στους άμαχους πληθυσμούς που συμπαθούσαν τους αντάρτες και τους προμήθευαν με άντρες και τρόφιμα∙ ή να καταγράψουν μια μεγάλη νίκη εναντίον των ανταρτών και να ανυψώσουν το πεσμένο ηθικό του στρατού τους, σε μια εποχή που τα πράγματα έδειχναν πως έχει ήδη αρχίσει η αντίστροφή μέτρηση και ο κατήφορος για τη Γερμανία και τον Χίτλερ∙ ή να λεηλατήσουν ένα χωριό που οι πληροφορίες τους το κατέτασσαν στα πλούσια μέρη, όπου θα μπορούσαν να προβούν σε αρπαγές χωρίς δισταγμούς, καθώς μάλιστα είχαν το άλλοθι της ύπαρξης σ’ αυτό ανταρτών.
Αλλά επανεξετάζοντας τα πράγματα με τη σοβαρότητα που απαιτεί ένα τέτοιο έγκλημα, καταλήγεις πως δε χρειαζόταν μια τόσο γιγαν- τιαία, σε σχέση με το μέγεθος του τόπου και του κινδύνου, επιχείρηση για τόσο ασήμαντες αφορμές και τόσο ασήμαντα, συνακόλουθα, κέρδη. Οπότε; Οπότε οι Γερμανοί επιτελικοί θα πρέπει, κοιτάζοντας τους χάρτες, να έβγαλαν το συμπέρασμα πως το Κομμένο κατέχει μια στρατηγική θέση, καθώς βρίσκεται δίπλα στον Αμβρακικό κόλπο και κοντά στις εκβολές του Αράχθου. Κατά συνέπεια η παρουσία των ανταρτών στο χωριό θα είχε σχέση με την αναμενόμενη εκείνες τις μέρες απόβαση των συμ- μαχικών δυνάμεων στην Ήπειρο από την πλευ- ρά του Ιονίου πελάγους -και του Αμβρακικού. Ήταν εκεί για να στηρίξουν την απόβαση και να συνεργαστούν με όσους θα έπαιρναν μέρος σ’ αυτή!
Οι Γερμανοί επιτελείς, λοιπόν, ήταν βέβαιοι πως οι αντάρτες που αντίκρισε ο ίδιος ο Ζάλμινγκερ το μεσημέρι της Πέμπτης 12 Αυγούστου στην πλατεία του Κομμένου, κοιμούνται μέσα στα σπίτια του χωριού. Επομένως αρκούσε μια πρωινή αιφνιδιαστική έφοδος της γερμανικής δύναμης στο χωριό για να τους πιάσουν στον ύπνο και να μην τους αφήσουν περιθώρια διαφυγής. Και καλύτερη χρονική στιγμή από τα ξημερώματα της 16ης Αυγούστου, την επομένη δηλαδή του πανηγυριού, δε θα μπορούσε να βρεθεί.
Το κομβικό σημείο σχετικά με το κάψιμο σπιτιών μέσα στα οποία κοιμούνται άμαχοι και γυναικόπαιδα το είχε ήδη λύσει ο ίδιος ο Χίτλερ στον κανονισμό του. Και έλυσε, φυσικά, και τα χέρια των αξιωματικών και των στρατιωτών: «Τα γουρούνια (θέλει να πει οι αντάρτες) βρίσκονται σ’ ένα σπίτι όπου και αμπαρώνονται. Στο ίδιο σπίτι βρίσκονται επίσης γυναίκες και παιδιά. Πρέπει οι δικοί μας να βάλουν φωτιά στο σπίτι; Ναι ή όχι; Αν του βάλουν φωτιά θα καεί μαζί κι ο αθώος. Ε, λοιπόν, στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να γεννάται θέμα! Πρέπει να βάλουν φωτιά στο σπίτι!»
Με τη διαφορά για το Κομμένο πως μέσα στο σπίτι βρίσκονταν μόνο γυναίκες και παιδιά. Αλλά αυτό μπορεί να θορύβησε μόνο κάποιους απλούς στρατιώτες που τους εξαπάτησαν οι αξιωματικοί. Φαίνεται πως η διοίκηση και τα επιτελεία δεν είχαν το ελάχιστο φιλότιμο για να αναρωτηθούν τι τελικά ήταν αυτό που έκαναν. Το αποτέλεσμα της εκκαθαριστικής επιχείρησης κατά του Κομμένου ήταν ο ορισμός γελοιοποίησης της γερμανικής Βέρμαχτ. Έβαλαν τους στρατιώτες τους να σκοτώνουν και να δολοφονούν γυναίκες και παιδιά με την απατηλή ιδέα πως έτσι προσφέρουν υπηρεσία στην πατρίδα τους, καθώς οι γυναίκες και τα παιδιά του Κομμένου θα διευκόλυναν τους συμμάχους να αποβιβαστούν στα πεδινά χωριά της Ηπείρου.
Αν έφτανε μία μόνο πράξη για να τους φτύσει κανείς κατά πρόσωπο, αυτή θα ήταν τρεις μόνο λέξεις: ντροπή σας! Ξεφτιλιστήκατε!
* Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας