Είναι μια πάγια συνήθεια που δύσκολα την αποχωρίζομαι. Όταν επισκέπτομαι διάφορα μέρη με φίλους ή φορείς, αποκόπτομαι απ’ τους άλλους και ψάχνω να συναντήσω ανθρώπους του τόπου, με την πεποίθηση πως θα μιλήσω μαζί τους και θα αντλήσω ξεχωριστές πληροφορίες για την ιστορία τους, ιδίως όταν πρόκειται για μαρτυρικά χωριά.
Στο πλαίσιο των εργασιών τού πρόσφατου πανελλήνιου τριήμερου συνεδρίου με θέ- μα «Ολοκαυτώματα… 80 χρόνια μετά…», που διοργάνωσε στο Ρέθυμνο η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Επαρχιακών εφημερίδων Ηπείρου, Πελοποννήσου και Νή- σων (ΕΣΗΕΠΗΝ), με συνδιοργανωτές την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ) και τους δήμους Αμαρίου και Ανωγείων, αλλά και την αμέριστη στήριξη της Περιφέρειας Κρήτης, η ομάδα μας, αποτελούμενη από μέλη των Δ.Σ. ΕΣΗΕΠΗΝ – ΠΟΕΣΥ και εκπροσώπους των μαρτυρικών τόπων της Κρήτης και της ηπει- ρωτικής Ελλάδας, επισκέφτηκε, μεταξύ των άλλων, την Πέμπτη 22 Αυγούστου το μαρτυρικό χωριό Γερακάρι, για να παραστεί στην τελετή του μνημόσυνου και να καταθέσει στεφάνι στη μνήμη των 49 κατοίκων του που εκτέλεσε ο γερμανικός στ- ρατός στις 22 Αυγούστου του 1944.
Το Γερακάρι, σκαρφαλωμένο σε υψόμετρο 700 μέτρων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Κέντρος και σε απόσταση 41 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου, είναι μια εύφορη αγροτική περιοχή που υφίσταται ως οικισμός από τη β΄ βυζαντινή περίοδο. Το 1461, κατά την περίοδο της βενετοκρατίας, ήταν κέντρο επαναστατικών διεργασιών. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, διετέλεσε έδρα γενιτσάρων και διέθετε 93 ιδιοκτήτες γης.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, λόγω της δυσπρόσιτης θέσης του, το Γερακάρι χρησίμευσε ως κρησφύγετο για αποκομμένους Βρετανούς στρατιώτες από τη μάχη της Κρήτης, αλλά και για Βρετανούς πράκτορες. Στις 22 Αυγούστου του 1944, ο γερμανικός στρατός εκτέλεσε 49 κατοίκους και κατέστρεψε το χωριό ως αντίποινα για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε από Βρετανούς κομάντος και Κρητικούς αντιστασιακούς μερικούς μήνες νωρίτερα.
Μετά τα σχετικά της τελετής, τα μέλη της ομάδας ακολούθησαν το πρόγραμμα όπως το κατάρτισαν οι υπηρεσίες του τοπικού δήμου Αμαρίου, στον οποίο υπάγεται το Γερακάρι, και κατέληξαν στην αίθουσα όπου παρασχέθηκε το επίσημο γεύμα. Επέλεξα να μείνω πίσω και να αναζητήσω ανθρώπους του τόπου για να μάθω κάτι το ιδιαίτερο και ατομικό σχετικά με την ιστορία του χωριού. Είχα την τύχη να συναντήσω στην πλατεία, έξω απ’ το σπίτι του, τον Γιώργο Κουτελιδάκη, γεννημένο στο χωριό και κάτοικο της Αθήνας, συνταξιούχο της ΔΕΗ και ακμαίο στο σώμα, στο πνεύμα και στην ψυχή.
Ο Γιώργος Κουτελιδάκης μου αφηγήθηκε με λεπτομέρειες την ιστορία της εκτέλεσης των 49 αντρών του χωριού του. Το πρωί της ημέρας εκείνης οι Γερμανοί κάλεσαν όλους ανεξαιρέτως τους κατοίκους του χωριού να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Κι εκεί άρχισε το μαρτύριο και η αγωνία των αντρών, οι οποίοι πάσχιζαν μες στον πανικό να σοφιστούν τρόπους για να ξεφύγουν. Και μερικοί τα κατάφεραν. Όπως και ο πατέρας τού Γιώργη Κουτελιδάκη Νικόλας ή Καρτσονονικολής, όπως τον φώναζαν στο χωριό, που πολέμησε στο μέτωπο Αλβανίας και επέστρεψε ζωντανός και αρτιμελής στο χωριό. Μα τώρα δεν είχε σκοπό να παραδοθεί στους Γερμανούς και να τους χαρίσει τη ζωή του, που θεωρούσε πως την είχε ανάγκη η πατρίδα. Φόρεσε τα ρούχα και το τσεμπέρι της μάνας τους Αντωνίτσας και μεταμφιέστηκε σε μια τέλεια γριά!
Μαζί μ’ αυτόν γλίτωσαν το απόσπασμα και κάποιοι άλλοι ακόμα συγχωριανοί του, άλ- λοι κρυμμένοι στο ταβάνι του σπιτιού τους, άλλοι ανεβασμένοι στα πυκνόφυλλα δέντρα κι άλλοι βυθισμένοι στις στέρνες δίπλα στις βρύσες. Εξαιρετική είναι η περίπτωση του Ευάγγελου Μανιουδάκη, ο οποίος φόρεσε τα ρούχα της γυναίκας του και ανακατώθηκε με τα γυναικόπαιδα, αλλά τον πρόδωσαν οι τριχωτές του γάμπες και το πληθωρικό του στήθος. Οι Γερμανοί φαίνεται πως το διασκέδασαν, γι’ αυτό και δεν τον εκτέλεσαν μαζί με τους άλλους, με αποτέλεσμα να ζήσει πολλά χρόνια και να πεθάνει στην Αμερική μαζί με τη γυναίκα του Δέσποινα από την Παλαιοχώρα Χανίων.
Ιστορίες! Που μένουν ζωντανές και σπαρταριστές ακόμη στη μνήμη των απογόνων. Ο Γιώργης Κουτελιδάκης ήταν επόμενο να μάθει εν περιλήψει μέσα στη λίγη ώρα που κράτησε ο καφές και η συντροφιά μας και την ιστορία τού Κομμένου. Και συγκλονίστηκε. Ιδιαίτερα όταν πήρε στα χέρια του το βιβλίο «Άη Κομμένο της άσβεστης μνήμης» και διέτρεξε αργότερα τις σελίδες του διαβάζοντας τα κτηνώδη εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί στο Κομμένο, σφάζοντας και ρημάζοντας ολόκληρο το χωριό το πρωί της 16ης Αυγούστου 1943. Ο απολογισμός: 317 θύματα, μεταξύ αυ- τών 36 βρέφη και νήπια, και καμένα όλα τα κτήρια, πλην δύο και της εκκλησίας!
Ιστορίες που ταξιδεύουν και ανταλλάσσονται. Και φέρνουν κοντά τους ανθρώπους και τους κάνουν φίλους μεταξύ τους. Και σφυρηλατούν τη συλλογική μνήμη. Γι’ αυτό και οι συζητήσεις αυτές με θέμα τις σφαγές, τις εκτελέσεις και τα ολοκαυτώματα είναι εντέλει ένα μικρό μνημόσυνο που τελούμε στη μνήμη των προγόνων μας, ευχόμενοι ο ένας στον άλλον «ας είναι αιώνια η μνήμη τους».
* Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης