Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής αφήνουν τη γεύση μιας ευρείας νίκης της Νέας Δημοκρατίας με ποσοστό 40,79%, η οποία παίρνει διαστάσεις θριάμβου, καθώς η διαφορά της από το δεύτερο κόμμα του Συ.Ριζ.Α. έφτανε, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, το ύψος του 20,73%, δεδομένου ότι το ποσοστό του Συ.Ριζ.Α. έπεσε στο 20,06% (ποσοστά όπως εμφανίζονται στα σάιτ από την εταιρεία που βγάζει τα αποτελέσματα, με ενσωμάτωση του 98,1% των εκλογικών τμημάτων.
Στο Κοινοβούλιο θα συμμετέχουν επίσης το Πα.Σο.Κ.-Κιν.Αλλ., με 11,5%, το Κ.Κ.Ε., με 7,21% και η Ελληνική Λύση με 4,45% (τα ποσοστά και οι αριθμοί ψήφων προφανώς θα έχουν διαφοροποιηθεί ελαφρώς, με την ενσωμάτωση περισσότερων τμημάτων, αλλά η ουσία δεν αλλάζει ιδιαίτερα). Στο όριο της εισόδου στη Βουλή ήταν (μέχρι τα μεσάνυχτα της Κυριακής) το νεοσύστατο κόμμα Νίκη (2,92%), η Πλεύση Ελευθερίας (2,88%) και το Μέρ.Α. 25 (2,6%). Τα υπόλοιπα κόμματα συγκεντρώνουν το καθένα από 1% και κάτω.
Εκ πρώτης όψεως, αυτό που διακρίνεται είναι η κυριαρχία της πολιτικής πρότασης της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και γενικότερα του ιδεολογικού προσανατολισμού ενός ακραίου φιλελευθερισμού που προβάλλεται ως «κεντρο- δεξιά πολιτική με κοινωνικές αναφορές». Στην πραγματικότητα η Νέα Δημοκρατία, σε σχέση με το 2019, αύξησε το ποσοστό της μόνο κατά 0,94% περίπου και τις ψήφους της κατά 115.000 (σε μια εκλογική διαδικασία στην οποία η αποχή μειώθηκε στο 39,15%, παραμένοντας, πάντως σε αρκετά υψηλά επίπεδα).
Αυτό που αναγνωρίζει κανείς στους νικητές των εκλογών είναι ότι κατόρθωσαν να μην έχουν απώλειες (πράγμα που διασφαλίστηκε και με την απαγόρευση καθόδου αρκετών κομμάτων στην ακραία πτέρυγα της δεξιάς), ενώ έπεισαν ότι η δική τους πολιτική πρόταση είναι η μοναδική που μπορεί να έχει ένα ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο πρόσημο, ξεπερνώντας μια σειρά από προφανή αρνητικά θέματα, όπως οι παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, η πανεπιστημιακή αστυνομία κ.λπ. Αποτέλεσμα αυτού είναι να υπάρχει σήμερα μια αρκετά ισχυρή πλειοψηφία (Ν.Δ. + Ελλ. Λύση + Νίκη =48,2%) με ακροδεξιές απολήξεις και κύριο εκφραστή το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο, ωστόσο, επιχειρεί να υιοθετήσει ένα πιο «κεντρώο» προφίλ (η Ν.Δ. σε κάθε περίπτωση έχει ξεκαθαρίσει πως δεν επρόκειτο να συνεργαστεί με κανένα από αυτά ή και οποιοδήποτε άλλο κόμμα). Όπως φαίνεται, λοιπόν, οδεύου- με προς δεύτερες εκλογές.
Ο Συ.Ριζ.Α. είναι ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών αυτών, δεδομένου ότι χάνει 619,272 ψήφους σε σχέση με το 2019 ή 11.47%. Το ποσοστό αυτό δεν μετακινείται εξ ολοκλήρου προς τα αριστερά, διότι η άνοδος του Πα.Σο.Κ.-Κιν. Αλλ. (3,4%), του Κ.Κ.Ε. (1,91%) και της Πλεύσης (1,41) συγκροτεί ένα ποσοστό της τάξης του 6,72%. Περισσεύει περίπου ένα 5% που θα πρέπει να διερευνηθεί προς τα πού απωλέστηκε.
Ο Συ.Ριζ.Α. δεν κατάφερε να βρει μια πειστική απάντηση στο δίλημμα «αυτοδυναμία ή ακυβερνησία» που πρόταξε το κυβερνών κόμμα και που στο δεύτερο σκέλος του τρομάζει πολύ κόσμο, δεν μπόρεσε να απευθυνθεί στα κοινωνικά στρώματα που το ενίσχυσαν φεύγοντας από το Πα.Σο.Κ. το 2012-2015 και «χάθηκε» σε μια ομίχλη εσωστρέφειας, με πολύτιμο χρόνο να αναλώνεται στη συμμετοχή ή όχι του κου Πολάκη στα ψηφοδέλτια, στις δηλώσεις του Κου Κατρούγκαλου (οι οποίες απ’ ό,τι φαίνεται κόστισαν ιδιαίτερα), στην αναποφασιστικότητα μιας εξαρχής αρνητικής (ή θετικής) στάσης έναντι των προτάσεων του κου Βαρουφάκη και στην ασάφεια των προτάσεων όσον αφορά τη δυνατότητα συνεργασιών με προγραμματικές συγκλίσεις με τα άλλα κόμματα του λεγόμενου «προοδευτικού τόξου».
Στο Πα.Σο.Κ.-Κιν.Αλλ., ο κος Ανδρουλάκης, μαθαίνοντας από τα παθήματα των προκατόχων του και ακολουθώντας (εν μέρει) την τακτική του κου Τσίπρα το 2012, έθεσε νωρίς τα όρια της περιχαράκωσης του χώρου που φιλοδοξεί να επανακτήσει το κόμμα του, αν και δεν κεφαλαιοποίησε όσο θα ήθελε, ίσως, το σκανδαλώδες ζήτημα της παρακολούθησής του. Δικαιούται να επιχαίρει, όμως, με μια άνοδο 3,4% (210.000 περίπου ψήφοι) και μια καθαρή τρίτη θέση. Οφείλει να διαμορφώσει σαφέστερες θέσεις ως προς το κυβερνητικό πρόγραμμα, εν όψει της νέας τετραετίας που προαλείφεται. Το Κ.Κ.Ε., συνεπές πάντα στις ιδεολογικές το αρχές και στην τακτική της μοναχικής του πορείας (μέχρι να ηγεμονεύσει στις λαϊκές μάζες, φαντάζομαι, η πρωτοπορία της εργατικής τάξης), ανταμείφθηκε για την αγωνιστικότητα και αυτή τη συνέπειά του με 120.000 επιπλέον ψήφους (περίπου +2%).
Η συμμετοχή στα ψηφοδέλτιά του, σε πολλές περιπτώσεις, υποψηφίων που δεν προέρχονται αμιγώς από το κόμμα, συνιστά επίσης επιτυχία. Η περίπτωση του κου Βελόπουλου που συγκράτησε τις δυνάμεις του ελαφρώς ενισχυμένες (0,76 ή 49.000 ψήφοι επιπλέον από το 2019) είναι ενδεικτική της δεξιόστροφης πορείας που παίρνει η κοινωνία μας, απομένει να δούμε πώς θα διαχειριστεί το κόμμα αυτό την εκ νέου παρουσία του στη Βουλή.
Δεν θα επεκταθώ σε περισσότερες αναλύσεις προς το παρόν. Θα τονίσω, όμως πως στις εκλογές αυτές φάνηκε καθαρά πως οι ‘Έλληνες εκλογείς, στην πλειοψηφία τους, δεν διαθέτουν κουλτούρα συνεργασιών (όπως π.χ. οι Γερμανοί). Σε μια εκλογική διαδικασία με ένα σύστημα σχεδόν απλής αναλογικής (γιατί δεν είναι καθαρά απλή αναλογική ένα σύστημα που θέτει όριο 3% για είσοδο στη Βουλή, αποκλείοντας μια σειρά από κόμματα), οι ηγεσίες των κομμάτων δεν επέδειξαν διάθεση συνεργασιών, προγραμματικών συγκλίσεων ή έστω διαλόγου.
Κι αν αυτό είναι περίπου αναμενόμενο από το πρώτο κόμμα (και γιατί είναι πρώτο και προσβλέπει στην αυτοδυναμία και γιατί η πολιτική του ατζέντα είναι λιγότερο κεντρώα, ίσως, απ’ ό,τι το ίδιο θέλει να πιστεύει), δεν είναι αναμενόμενη η άρνηση διαλόγου, προγραμματικής σύγκλισης και συνεργασιών στα επόμενα κόμματα, τα οποία, υπό τις παρούσες συνθήκες (αν δε συνεργαστούν) είναι καταδικασμένα να αντιπολιτεύονται. Εκτός κι αν αυτό είναι εξ αρχής ο στόχος. Διότι η αντιπολίτευση είναι εύκολη. Όταν πρέπει να βρεις χρήματα για να κυβερνήσεις έρχονται τα δύσκολα (όπως θα θυμούνται ακόμα στο Πα.Σο.Κ.). Απομένει να δούμε τις εξελίξεις και ο Θεός να βάλει το χέρι Του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ