Κονάκι (το): Αυτοσχέδιο καλύβι από σάλωμα (είδος καλαμιού). Χρησίμευε για καλοκαιρινό κατάλυμα του τσομπάνη, στα ορεινά και τον χειμώνα το εγκατέλειπαν για τα χειμαδιά.
Κάπα (η): Χοντρό πανωφόρι από τραγόμαλλο. Φοριέται τους χειμερινούς μήνες.
Κορύτος (ο): Ξύλινη και μακρόστενη ταΐστρα ή ποτίστρα για ζώα. Σκαφίδα.
Κορφίγκι (το): Βρασμένο, πηχτό γάλα ζώου, το αμέσως μετά τη γέννα.
Κουδουνάδες: Κατασκευαστές κουδουνιών.
Κούρος: Το κούρεμα των προβάτων.
Κρούτα: Προβατίνα ή γίδα με μικρά και με κοντά τα δύο κέρατα.
Λάγια (μπάλια): Κατάμαυρη προβατίνα με μια κηλίδα λευκή στο κεφάλι.
Μαξούλι: (το): Το εισόδημα από το γάλα ή από τα μαλλιά των αιγοπροβάτων.
Μαρκάλλος (ο): Η γονιμοποίηση των θηλυκών από τα αρσενικά για την αναπαραγωγή.
Μαυλάω: Καλώ κοντά μου με ιδιόρρυθμη φωνή οικόσιτα ζώα.
Μπλιόρα (η): Η πρωτογενής γίδα.
Παρμάρα (η): Ασθένεια με συμπτώματα παράλυσης, που εμφανίζεται κυρίως στα αιγοπρόβατα.
Πρατάρης (ο): Ο βοσκός των προβάτων.
Πιτιά (η): Το στομάχι των κατσικιών από το οποίο παίρνουν το πήγμα (ένζυμο), για να πήξουν το γάλα για τυρί.
Ρούσα (η): Προβατίνα ξανθοκόκκινη.
Ρούτα: Προβατίνα με κοντό μαλλί.
Σάισμα (το): Κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι από γίδινο μαλλί.
Σαλαγάω: Κατευθύνω με φωνές τα ζώα.
Σιούτος (ο): Το αρσενικό πρόβατο ή γίδι χωρίς καθόλου κέρατα.
Σταλίζω, στάλος (ο): Η καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ανάπαυση των ζώων κάτω από τον ίσκιο των δέντρων.
Στέρφα (η): Η στείρα θηλυκιά.
Στρούγκα (η): Πρόχειρο μαντρί με κλαδιά ή πέτρες για το άρμεγμα των ζώων.
Τσαντίλα (η): Μεγάλα τουλουπάνια για το στράγγισμα του μόλις πηγμένου τυριού.
Τσιμπουροβύζα (η): Προβατίνα ή γίδα με πολύ μικρό μαστό.
Τσουράπια (τα): Τσοπάνικες κάλτσες φτιαγμένες από μαλλί προβάτου.
Φλόρα (η): Ολόασπρη γίδα.
Η συλλογή έγινε από τον Ι. Πασιά από τον Αιτωλοακαρνανικό Τύπο και από τα Ευρυτανικά Χρονικά του Ηλ. Ζαμπαντιώτη (υπάρχουν επίσης πάρα πολλές λέξεις που κοσμούν το λεξιλόγιο του τσοπάνη αλλά νομίζω ότι αυτές είναι αρκετές).