Της Αναστασίας Ξέρα*

Είναι αλήθεια ότι τον 21ο αιώνα, στις αρχές του οποίου είχα την τύχη να γεννηθώ, κυριαρχεί η αντίληψη ότι εκτός της επιστημονικής προόδου σε τομείς όπως αυτόν της υγείας και της επικοινωνίας που έχει επιτευχθεί, έχουμε απαλλαγεί, ως ανθρωπότητα, τουλάχιστον σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι στο παρελθόν από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, που αποτέλεσαν αφορμή για ένα σωρό κτηνωδίες κατά τον προηγούμενο αιώνα.
Ασχέτως, βέβαια, αν αυτή η αλλαγή στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων έχει επιτελεστεί μόνο στον Δυτικό κόσμο, ο οποίος πληθυσμιακά είναι ασύγκριτες φορές μικρότερος από το ευρύτερο σύνολο. Όμως, ακόμα και αν έτσι έχουν τα πράγματα, οφείλουμε όλοι να σκεφτούμε αν και στα πιο αναπτυγμένα μέρη κάτι τέτοιο όντως ισχύει και δεν είναι μονάχα μια δήλωση που απλά κολακεύει τον εγωισμό μας ή εκθειάζει την «ανωτερότητα» του πολιτισμού μας.
Ας το δούμε αυτό με δύο, όχι και τόσο συνηθισμένα παραδείγματα. Σίγουρα κατά καιρούς όλοι μας έχουμε επισκεφτεί κάποιον γιατρό επειδή είχαμε έναν παράξενο πόνο που μας ανησύχησε ή μία ίωση που μας ταλαιπωρούσε. Συνήθως, κανένας από εμάς δεν ένιωσε άβολα να μιλήσει σε συγγενείς ή φίλους για το ότι συμβουλεύτηκε, λόγου χάρη, έναν ορθοπεδικό επειδή τον πονούσε η μέση ή το πόδι. Αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί, ως κοινωνία, έχουμε αποδεχτεί ότι και αυτό είναι μέσα στον κύκλο της ζωής, άρα και «φυσιολογικό».
Άραγε, όμως πόσοι από εμάς θα εκμυστηρεύονταν με την ίδια άνεση ότι για κάποιον λόγο, πολύ ή και λιγότερο σημαντικό, επέλεξαν να λάβουν ψυχολογική ή ακόμη και ψυχιατρική υποστήριξη; Κι αυτό γιατί, υπάρχει συχνότατα ο συνειδητός ή και ασυνείδητος φόβος πως οι άλλοι ίσως σκεφτούν ότι «έχουμε χάσει τα λογικά μας» ή «η κατάστασή μας είναι μη αντιστρέψιμη»!
Ας σκεφτούμε το παράδειγμα της σχιζοφρένειας, μιας ιδιαίτερα σημαντικής ψυχικής νόσου. Πώς, άραγε, η πλειονότητα των ανθρώπων αντιμετωπίζει αυτά τα άτομα, δεδομένου ότι σύμφωνα με υπολογισμούς αυτή η νόσος επηρεάζει το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού (κάτι που οι περισσότεροι αγνοούν), ένα ποσοστό όχι και τόσο αμελητέο; Δεν είναι άραγε αλήθεια ότι στη συνείδηση της πλειοψηφίας ο σχιζοφρενής και ο εν δυνάμει μανιακός δολοφόνος αποτελούν δύο ταυτόσημες έννοιες; Δεν είναι πράγματι παράλογο που αντί να αντιμετωπίζουμε αυτά τα άτομα με ενσυναίσθηση και κατανόηση, ουκ ολίγες φορές τα βλέπουμε ως επίγονους του Τζακ του Αντεροβγάλτη, αγνοώντας παντελώς την πραγματική φύση της νόσου ή το γεγονός ότι ο «πο-λιτισμός μας» έχει επιτύχει μεγάλη πρόοδο στην θεραπεία τέτοιων ασθενειών; Και δεν είναι ακόμα πιο παράλογο που η θεραπεία οποιουδήποτε μέλους ή οργάνου του σώματος, πλην του μυαλού, δεν θεωρείται ταμ-πού, τη στιγμή που το δεύτερο ελέγχει τις λειτουργίες όλων των άλλων;
Ένα ακόμα παράδειγμα αποτελούν τα άτομα της τρίτης ηλικίας. Δυστυχώς, εκτός του ότι συχνά δεν αντιμετωπίζονται με τον ανάλογο σεβασμό, ως γηραιότερα, άρα και ως πιο έμπειρα μέλη της κοινωνίας, πολλές φορές χαρακτηρίζονται από τους νεότερους ως «βαρετά» ή «εκτός εποχής»! Πολλοί, μάλιστα, θεωρούν ότι οι ηλικιωμένοι δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν σε κανέναν τομέα ή ότι οι διανοητικές τους δυνάμεις τούς έχουν εγκαταλείψει και ότι γκρινιάζουν συνεχώς για την παρακμή της εποχής μας.
Όμως τέτοιες αντιλήψεις δεν αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματικότητα κι αυτό γιατί οι ηλικιωμένοι διαθέτουν σε ιδιαίτερα αυξημένο βαθμό την ικανότητα να συσχετίζουν με ευκολία την ήδη συσσωρευμένη γνώση τους με το περιβάλλον, κάτι που αναμφίβολα συμβάλλει σε πιο αυξημένη κριτική σκέψη σε σχέση με τα νεότερα άτομα. Επιπλέον, οι περισσότεροι από αυτούς διαθέτουν υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη κι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στη σχέση που έχουν με τα εγγόνια τους. Πόσες φορές οι γιαγιάδες και οι παππούδες μάς δικαιολογούσαν όταν οι γονείς μάς επέβαλλαν κάποια τιμωρία.
Το συχνά ενοχλητικό για έναν γονέα «Έλα, μωρέ παιδί είναι…», υποδηλώνει ασυνείδητα πως οι ηλικιωμένοι κατανοούν πληρέστερα τη νεανική φύση, αφού έχουν αναθρέψει τα δικά τους παιδιά και κατά το στάδιο της παιδικής ηλικίας, αλλά και αυτό της εφηβείας.
Αυτά είναι μόνο δύο από τα δεκάδες παραδείγματα που αποδεικνύουν περίτρανα ότι όσο και αν προβαίνουμε σε πομπώδεις δηλώσεις περί άμβλυνσης των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, που σχεδόν πάντα δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, συνεχίζουμε να δείχνουμε με τη στάση μας ότι τέτοιες αντιλήψεις δεν εξαφανίστηκαν με την έλευση του 21ου αιώνα και ότι μάλλον είναι αρκετά βολικές, αφού μας επιτρέπουν να κατηγοριοποιούμε με άνεση τους ανθρώπους και να «ενεργούμε αναλόγως».
Και ενώ πολλοί το αναγνωρίζουν, ανάγουν την επίλυση του προβλήματος σε μία συλλογική προσπάθεια που εξαρτάται από έναν σωρό παράγοντες, οι οποίοι υπαγορεύουν έναν ιδανικό κόσμο που δυστυχώς, προς το παρόν δεν υφίσταται. Μήπως, λοιπόν, καθένας μας (και πρώτη εγώ) οφείλει να σκεφτεί τι μπορεί ο ίδιος να κάνει για να σπάσει τα δεσμά αυτών των παγιωμένων αντιλήψεων που χρησιμεύουν μόνο στην υπονόμευση του σεβασμού και της κατανόησης προς τον συνάνθρωπο; Το ερώτημα αυτό, αν και ρητορικό, δεν φαίνεται να έχει βρει την απαραίτητη ανταπόκριση.
* Η Αναστασία Ξέρα είναι μαθήτρια Γ’ τάξης του 3ου λυκείου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ