Γράφει η Αφέντρα Γ. Μουτζάλη, Βυζαντινολόγος – Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων
Η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ουσιαστικά μετεξέλιξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη, ας μη το ξεχνάμε, ονομαζόταν και Νέα Ρώμη. Οι Ρωμαίοι έχτιζαν δημόσια έργα κοινής ωφελείας όπως υδραγωγεία, λουτρά, ουρητήρια, δρόμους. Σημειωτέον ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Τίτος Φλάβιος Βεσπασιανός (17 Νοεμβρίου 9 έως 23 Ιουνίου 79 μΧ) έμεινε στην ιστορία για τα δημόσια αφοδευτήρια που έχτισε, τις γνωστές βεσπασιανές1. Οι βυζαντινοί συνεχίζοντας την ρωμαϊκή παράδοση μεριμνούσαν, με διάφορους τρόπους για την ευπρέπεια και την καθαριότητα των πόλεών τους, γεγονός που σημαίνει υψηλό επίπεδο πολιτισμού.
Ένα τέτοιο ζήτημα που σχετίζεται με την φροντίδα της δημόσιας υγιεινής των πόλεων στο Βυζάντιο είναι τα αποχωρητήρια δημόσια, μοναστηριακά² και ιδιωτικά. Πληροφορίες για τα αποχωρητήρια στο Βυζάντιο αντλούμε από νομοθετικά κείμενα, στα οποία ρυθμίζονται με πολεοδομικές διατάξεις το χτίσιμο των βόθρων, των αποπάτων, και η αποχέτευση των οικιών, από βίους αγίων, από σποραδικές πληροφορίες ιστορικών και χρονογράφων και αρχαιολογικά λείψανα, όπως αποχωρητήρια σπιτιών, μονών, λουτρών, νοσοκομείων και άλλα. Στο Βυζάντιο τα αποχωρητήρια ονομάζονται: σωτήρια, χρηστήρια, χρείες, αναγκαία, κα- θέδρια, απόπατοι, κοπρώνες, αφεδρώνες και παρακέλλια στα μοναστήρια.
Πρωτοβυζαντινή περίοδος
Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο οι πληροφορίες για σωτήρια, χρείες και αφεδρώνες είναι σπάνιες στις πηγές. Χαρακτηριστικά στο έργο του Προκόπιου, Περί χτισμάτων,³ η μοναδική ίσως πλη ροφορία σχετικά με το θέμα, αναφέρεται στην ανοικοδόμηση της Εφέσου από τον Ιουστινιανό, μετά την καταστροφή της από τους Πέρσες το 540. Ο Ιουστινιανός μερίμνησε εκτός των άλλων για την αποκατάσταση και του αποχετευτικού δικτύου της πόλης της Εφέσου.
Σε παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Άνω Αιγύπτου, όπως για παράδειγμα σ΄ αυτή του Αγίου Συ- μεών Συήνης (Ασουάν), υπήρχαν κατά ρωμαϊκή παράδοση συλλογικά αποχωρητήρια, «κατά παράταξιν». Στις φιλολογικές πηγές της εποχής δεν υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές αποκλειστικά «περί αποπάτων, βόθρων και υπονόμων»⁴.
Στα Πάτρια της Κωνσταντινούπολεως (995) ενώ περιγράφονται διάφορα δημόσια κτίρια, δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτά δημόσια αποχωρητήρια. Φαίνεται ότι τις ανάγκες του κοινού κάλυπταν εν μέρει οι απόπατοι των δημόσιων λουτρών. Στην Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης, κοντά στην οδό Γλαύκου, ο αρχαιολόγος Νάρκισσος Καρύδας⁵ ανέσκαψε το 1999 τμήμα βυζαντινού μονυδρίου, χτισμένου πάνω στα λείψανα παλαιοχριστιανικής οικίας. Από το μοναστηράκι αυτό διεσώθη ο απόπατος, χρεία, τύπου χτιστού θρανίου. Στη Βροντιανή της Σάμου τα αποχωρητήρια του μοναστηριού έχουν το ίδιο μήκος με τα κελιά, καλύπτονται με ημικυλινδρικό θόλο και εξωτερικά καταλήγουν σε ημικυκλική κόγχη. Ανεβαίνοντας κανείς έξι σκαλοπάτια φτάνει στην οπή αφοδεύσεως που βρίσκεται σε ύψος σχεδόν ενός μέτρου από το δάπεδο. Αναμφιβόλως η διάταξη αυτή εξασφάλιζε την αποφυγή της δυσοσμίας. Από το Τυπικό της Μονής Κοσμοσώτηρας μαθαίνουμε ότι «τα σωτήρια των καλογήρων» τα καθάριζαν συχνά με άφθονο νερό, για να αποφεύγεται η μόλυνση και η δυσοσμία. Πρέπει επίσης να ση- μειωθεί ότι γενικώς στα βυζαντινά μοναστήρια υπήρχε μέριμνα για ευπρέπεια και καθαριότητα και σε αυτό συντελούσε η ύπαρξη λουτρών και αποχωρητηρίων εντός του μοναστηριακού συγκροτήματος. Σε ακραίες μορφές μοναχισμού, όπως ο ασκητισμός ή ο στυλιτισμός, όπου οι μονάζοντες ζούσαν σε ασκηταριά εντός σπηλαίων ή πάνω σε στύλους δεν μπορούμε να μιλήσουμε για καθαριότητα.
Ιουστινιάνεια κωδικοποίηση
Στην ιουστινιάνεια κωδικοποίηση, ιδίως του Πανδέκτη, υπάρχουν διατάξεις περί ρείθρων και υπονόμων, όπου ο βυζαντινός νομοθέτης προβλέπει τον απρόσκοπτο καθαρισμό και την επισκευή τους δίχως ιδιαίτερη άδεια από τις αρχές. Στο περί υπονόμων κεφάλαιον διευκρινίζεται ότι υπάρχουν δημόσιοι και ιδιωτικοί υπόνομοι, στην κατηγορία των οποίων υπάγονται οι σωλήνες και οι οχετοί των λυμάτων.
Το έργο της συντήρησης και του καθαρισμού των υπονόμων θεωρείται από τις βυζαντινές αρχές αναγκαίο. Οι ακαθαρσίες των υπονόμων, όπως σημειώνει ο βυζαντινός νομοθέτης, μολύνουν τον αέρα και απειλούν την δημόσια υγεία. Περισσότερες λεπτομέρειες για τους βόθρους και τους υπονόμους βρίσκουμε στις οικοδομικές διατάξεις του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη (6ος αιώνας). Στην Εξάβιβλο του Αρμενόπουλου οι διατάξεις του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη χαρακτηρίζονται ως επαρχιακές, δηλαδή διατάξεις για την τήρηση των οποίων υπεύθυνος ήταν ο ΄Επαρχος της Κωνσταντινουπόλεως. Στο κείμενο του Πρόχειρου Νόμου αναφέρεται ότι οι υπονομιαίοι κάραβοι συνδέουν τα κατά τόπους χρηστήρια. Οι αποχετευτικοί σωλήνες και οι υδρορροές κατά τη βυζαντινή νομοθεσία απαγορεύεται να εκβάλλουν σε πλατείες, αγορές, δημόσιες στοές, δρόμους και άλλα.
Συλλογή Ιουστιανιανού
Η Συλλογή του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη είναι η μοναδική πηγή που αναφέρεται διεξοδικά στα χρηστήρια. Πληροφορίες για αποχωρητήρια σε ανώγεια κτίσματα έχουμε τόσον από τις πηγές, όσον και από την αρχαιολογική έρευνα. Στα αστικά σπίτια του Μυστρά, τα αποχωρητήρια⁶ κτίζονταν μέσα σ’ ένα μυχό του τρίκλινου και αποτελούσαν έναν ξεχωριστό χώρο υπερυψωμένο κατά ένα σκαλοπάτι. Αποχωρητήρια επίσης υπήρχαν και στα αστικά σπίτια του κάστρου της Μονεμβασίας ενσωματωμένα στο κέλυφος του κτιρίου.
Το κτίσιμο κοπροδοχείων, δηλαδή βόθρων, επιτρε- πόταν από τη νομοθεσία εντός των ορίων μιας ιδιωτικής περιουσίας, εφόσον δεν έβλαπτε τους γείτονες. Η απόσταση του βόθρου από τα γειτονικά σπίτια καθόριζε το υλικό και τον τρόπο της κατασκευής του. Η Συλλογή του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη αναφέρει δύο ειδών βόθρους, τους «οικοδομητούς» και τους «ορυκτούς», δηλαδή τους κτιστούς και τους σκαπτούς. Το κάλυμα των κτιστών βόθρων έπρεπε να είναι χάλκινο ή από πλάκα, για την εξασφάλιση της στεγανότητας του κοπροδοχείου. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο εφαρμόζονταν οι διατάξεις αυτές, οι οποίες αφορούσαν εκτός από τη Κωνσταντινούπολη και όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας και η παράβασή τους τιμωρούταν με αυστηρά πρόστιμα.
Οι αρχές των πόλεων ήταν υπεύθυνες για την εφαρμογή των οικοδομικών νόμων και την πληρωμή των προστίμων. Ένα από τα πιο γνωστά πρόστιμα που επέβαλλαν οι βυζαντινές αρχές για τις οικοδομικές παραβάσεις ήταν το αερικόν. Οι διατάξεις περί του αποχετευτικού συστήματος των βυζαντινών πόλεων φαίνεται ότι αφορούσαν αστικά κέντρα που είχαν τη δυνατότητα λόγω της γεωγραφικής τους θέσης να διοχετεύουν τα λύματα και τα όμβρια ύδατα σε κάποιο ποτάμι, λίμνη ή θάλασσα. Μια τέτοια τοποθεσία φαίνεται ότι ήταν και ο Κοπρεών στην Αλεξάνδρεια.
Στρατηγικόν Μαυρικίου
Σύμφωνα με το Στρατηγικόν του Μαυρικίου, στοιχειώδεις λόγοι υγιεινής επέβαλλαν στο βυζαντινό στρατό να μετακινείται από τόπο σε τόπο, για μη μολύνουν την περιοχή οι στρατιώτες εκτελώντας τις προσωπικές τους ανάγκες. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το Στρατηγικόν, πρέπει να επιλέγονται μέρη στρατοπεδεύσεως υγιεινά και καθαρά και να μην παρατείνεται η παραμονή σε ένα τόπο αν αυτός δεν καλύπτει τις ανάγκες από άποψη ατμόσφαιρας και άλλων υγειονομικών προϋποθέσεων, για να μην εκτεθεί το στράτευμα σε κίνδυνο μολύνσεων. Τα αποχωρητήρια πρέπει να βρίσκονται έξω από το στρατόπεδο εξαιτίας της δυσοσμίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι των βυζαντινών πόλεων δεν φρόντιζαν ιδιαιτέρως για την απόθεση των σκουπιδιών τους και των άχρηστων πραγμάτων σε οργανωμένους σκουπιδότοπους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Χάνδακα (Ηρακλείου) τον 14ο αιώνα όπου καθημερινά η αποκομιδή των σκουπιδιών και των ακαθαρσιών γινόταν με κάρα προς τη Μεγάλη Κοπρέα. Οι κάτοικοι της Έμεσας τον 6ο αιώνα χρησιμοποιούσαν ως σκουπιδότοπο ένα χώρο έξω από τα τείχη της πόλεως. Στο Βυζάντιο η καθαριότητα των οδών, η οδοστρωσία καθώς και η φροντίδα των υπονόμων και των υδραγωγείων ήταν υπόθεση του κράτους και οι πολίτες πλήρωναν ειδικό φόρο, το λεγόμενο του κανάλου, της ανακαθάρσεως, των οχετών και άλλα.
Η Έμεσα
Από το Βίο του Συμεών του Σαλού μαθαίνουμε ότι η ΄Εμεσα είχε δύο δημόσια λουτρά, ξεχωριστά, το ένα δίπλα στο άλλο, ένα για άνδρες και ένα για γυναίκες και δεν γίνεται λόγος για δημόσια αποχωρητήρια. Ο Συμεών ο Σαλός συνήθιζε να αφοδεύει δημόσια στην Έμεσα. Κάτι ανάλογο δοκίμασε να κάνει και ο Ανδρέας ο Σαλός στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το βίο του Ανδρέα του Σαλού, που συνέγραψε ο Νικηφόρος ο Πρεσβύτερος⁷ … τήν σωματικήν χρείαν ὄπισθεν καθαροποτίου ποιούμενος ἐνώπιον τῶν διερχομένων… προκάλεσε τον άγριο ξυλοδαρμό του από τον ταβερνιάρη και ένα περαστικό. Σύμφωνα με τη βυζαντινή νομοθεσία απαγορευόταν η ρίψη στους δρόμους άχρηστων αντικειμένων, σπασμένων γυάλινων ή πήλινων αγγείων καθώς και κοπράνων. Επίσης, απαγορευόταν η ρίψη ακαθαρσιών και βρώμικων νερών από τα ψηλότερα στα χαμηλότερα πατώματα των οικιών. Το ίδιο ίσχυε γενικά και περί δυσωδίας. Η παραπάνω απαγόρευση έμμεσα επιβεβαιώνει τη χρήση ουροδόχων αγγείων, τα οποία κάποιοι άδειαζαν από ψηλά στο δρόμο. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσον τον 12ο αιώνα εφαρμόζονταν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις για την καθαριότητα και την υγιεινή. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η αρχή του γειτονικού δικαίου ήταν ότι ο κύριος ενός ακινήτου δεν δικαιούται να επιχειρεί πράξεις που διαταράσσουν την κυριότητα των άλλων ακινήτων γύρω του.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση κάποιου που κατασκεύασε αποχωρητήρια σε μεσότοιχο και ο γείτονάς του απευθύνθηκε σε νομικό ρωτώντας πώς θα μπορούσε να αντιδράσει εξαιτίας της υγρασίας που διαπερνούσε τον τοίχο του⁸. Η απάντηση του νομικού στο ερώτημα, περιλαμβάνεται στα Βασιλικά 58.5.17.2 και έχει ως εξής: «Έάν ό γείτων κοπρῶνα ποιήση παρά τόν τοῖχόν μου καί ὑγράνη αὐτόν, εἰ μέν ἐν δήμοσίῳ τόπῳ τέθεικε, τήν περί παραγγελίας ἀγωγήν κινῶ, εἰ δέ ἐν ἰδιωτικῶ, τήν περί δουλείας ἀγωγήν, εἰ δέ ἐβλάβην, κινῶ τήν περί ζημίας ἀγωγήν».
Επιστολή Ιωάννη Τζέτζη
Σε επιστολή του ο λόγιος, ποιητής και γραμματικός Ιωάννης Τζέτζης (1110 έως 1180 ή 1185) γράφει ότι ζούσε στο μεσαίο πάτωμα μιας τριώροφης οικίας, και από πάνω του έμενε ένας πολύτεκνος παπάς που διατηρούσε και μερικά γουρουνόπουλα. Όταν κατουρούσαν οι από πάνω του ένοικοι παρήγαγαν τόσα πολλά υγρά που σχημάτιζαν για κακή του τύχη «ποταμούς ναυσιπόρους».
Σε αποπάτους συνήθως βρίσκουν τραγικό τέλος αιρετικοί όπως ο Άρειος ή σ΄ αυτούς τους σκοτεινούς και αφιλόξενους τόπους συντελούνται ακόμη και θαύματα.
Στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στην Οξεία, όπου φυλασσόταν το λείψανο του Αγίου Αρ- τεμίου, κατέφευγαν για γιατρειά όσοι έπασχαν από κήλη, ή είχαν καταβαρείς του διδύμους (όρχεις), όπως χαρακτηριστικά γράφεται στα θαύματα του αγίου.
Με την ανάπτυξη και την επέκταση των πόλεων της Πρωτοβυζαντινής περιόδου συνδέονται, κυρίως, οι διατάξεις περί αποπάτων, βόθρων και υπονόμων. Κατά την περίοδο των λεγομένων «σκοτεινών αιώνων», παρουσιάζεται μια κάμψη του αστικού βίου και δεν πραγματοποιούνται πια έργα ευποιίας και αναψυχής. Οι πολεοδομικές διατάξεις της Συλλογής του Ιουλιανού του Ασκαλωνίτη προϋποθέτουν ένα αρκετά καλά μελετημένο ρυμοτομικό σχέδιο, που διασφαλίζει τις πόλεις από αυθαίρετα κτίσματα.
Σύμφωνα με το πρότυπο που προβάλλει η Συλλογή, τα σπίτια κτίζονται σε καθορισμένες αποστάσεις το ένα από το άλλο, το ύψος τους είναι δεδομένο, και η θέση τους δεν εμποδίζει την κυκλοφορία και την διέλευση των πεζών. Οι βυζαντινοί λάμβαναν σοβαρά υπόψη το φυσικό περιβάλλον και τις κλιματολογικές συνθήκες, ως παράγοντες που επηρέαζαν τη διαβίωσή τους. Οι πρωτοβυζαντινές πόλεις διαθέτουν επίσης ένα εκτεταμένο αποχετευτικό δίκτυο που ατονεί κατά την περίοδο των λεγομένων «σκοτεινών αιώνων».
Η νομοθεσία περί αποπάτων
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι απώτερος στόχος του βυζαντινού νομοθέτη είναι να εξασφαλίσει την καθαριότητα και τη δημόσια υγεία προστατεύοντας ταυτοχρόνως, το δίκαιο και την ιδιοκτησία των πολιτών. Ένα τέτοιο μοντέλο ταιριάζει πιο πολύ στις πρωτοβυζαντινές πόλεις που τις γνωρίζουμε τόσον από τις πηγές όσον και από την αρχαιολογική έρευνα.
Η νομοθεσία περί αποπάτων, βόθρων και υπονόμων, σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή βυζαντινής φιλολογίας της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Απόστολο Καρπόζηλο, «αποτελεί μια ξεκάθαρη τομή τόσο στην καθημερινή ζωή του Βυζαντίου όσο και στον γενικότερο υλικό του πολιτισμό». Κατά τους τελευταίους αιώνες ύπαρξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας οι πόλεις παρουσιάζουν μια παρακμή, που δεν συμβιβάζεται με τα αυστηρά πολεοδομικά μέτρα της πρωτοβυζαντινής περιόδου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εγκαταλήφθηκαν οι κανόνες καθαριότητας. Το αποχετευτικό σύστημα εξακολουθεί να υφίσταται και στα ύστερα χρόνια, καθώς και οι αναγκαίοι χώροι των οικιών όπως οι απόπατοι.
Παρά το γεγονός ότι οι πληροφορίες μας για το ύστερο Βυζάντιο σχετικά με το θέμα είναι ελάχιστες, χαρακτηριστική εικόνα παρακμής αποτελούν τα λόγια του Νικηφόρου Γρηγορά9, που μας λέγει ότι: «η κατάντια των άλλοτε λαμπρών κτισμάτων της Βασιλεύουσας ήταν τέτοια που ο κάθε περαστικός μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα ερείπια των αυτοκρατορικών ανακτόρων σαν απόπατο και κοπρώνα». Τελειώνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά σε ένα τόσο καθημερινό θέμα, όπως οι απόπατοι, επισημαίνουμε το υψηλό επίπεδο πολιτισμού του Βυζαντίου προσφέροντας ταυτοχρόνως ειδικές γνώσεις σε ένα πλατύτερο κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία.
Σημειώσεις
1. Βεσπασιανές ήταν τα δημόσια ρωμαϊκά αποχωρητήρια. Αυτού του τύπου τα δημόσια ουρητήρια ονομάστηκαν έτσι διότι από τα χρόνια του αυτοκράτορα Βεσπασιανού οι πολίτες πλήρωναν για τη χρήση τους. Δημόσια ουρητήρια ρωμαϊκών χρόνων σώθηκαν στην Αθήνα κοντά στο Ωρολόγιον Ανδρονίκου του Κυρρήστου, στους Φιλίππους, στην Πριήνη, στην Έφεσο και στην Όστια.
2. Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, Μοναστηριακή αρχιτεκτονική, Αθήνα 1958 λ. Αποχωρητήρια
σελίδες 40 έως 42.
3. Προκόπιος, Περί κτισμάτων, 2.10.22 εκδόσεις Haury, σελίδα 79
4. Αποστόλου Καρπόζηλου, Περί αποπάτων, βόθρων και υπονόμων, Πρακτικά του Α’ Διεθνούς Συμποσίου, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο, εκδόσεις ΚΒΕ/ΕΙΕ Αθήνα 1989, σελίδες 335 έως 352.
5. Α Ε Μ (1999).
6. Αναστασίου Κ. Ορλάνδου, Τα παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά, Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος (ΑΒΜΕ), τόμος Γ΄ (1937) σελίδες 79 έως 80 εικ. 66, 67, 68 και 69.
7. PG 111, 708 D.
8. Σπύρος Ν. Τρωιάνος – Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης, Φυσικό και δομημένο περιβάλλον στις βυζαντινές νομικές πηγές, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθή- να 1998, σελίδα 50.
9. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, Ι, σελίδα 568, 8 έως 11.
Λεξιλόγιο
1. Ασκαλωνίτης, ο κάτοικος της πόλης Ασκάλων. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο η Ασκάλων ήταν πόλη της Συρίας προς την Ιουδαία.
2. Εμεσηνός, ο κάτοικος της Έμεσας. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο η ΄Εμισα ή Έμεσα ήταν πόλη της Φοινίκης Λιβανουσίας.
3. Καθαροποτία (τα): βυζαντινές ταβέρνες, όπου μαζί με καλό φαγητό σέρβιραν και καθαρά, ανόθευτα ποτά, κυρίως κρασί. Πιο λαϊκά καταστήματα του είδους ήταν τα καπηλειά.
4. Κάραβος (ο): οχετός που απομακρύνει λύματα αποπάτων διοχετεύοντάς τα σε μη πυκνοκατοικημένες περιοχές.
5. Κοπροδοχείο: βόθρος.
6. Σαλός: μωρός, ανόητος, τρελός. Σαλότης: η μωρία, η τρέλα. Οι δια Χριστόν Σαλοί ήταν μια ακ- ραία κατηγορία ασκητών αγίων, οι οποίοι εμπλέκονταν άμεσα με την αμαρτία χωρίς να υποκύπτουν σ’ αυτή. Αναλυτικότερα: ο Συμεών ο Σαλός κοιμόταν με πόρνες χωρίς να έχει σεξουαλική επαφή μαζί τους. Άλλοι σαλοί πήγαιναν στις ταβέρνες και στα καπηλειά αλλά δεν έπιναν ποτά. Γενικώς απαξιούσαν τον βίο των πόλεων κάνοντας διάφορες τρέλες όπως δημόσια αφόδευση έξω από τα καθαροποτία, εισβολή σε λουτρά γυναικών και άλλα. Ιστορικά η συμπεριφορά των σαλών ερμηνεύεται ως απαξίωση του αστικού βίου με τις ανέσεις και τους πειρασμούς του συγκριτικά με την απομόνωση της ερήμου.
Συντομογραφίες: 1. ΑΒΜΕ: Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος. 2. ΑΕΜ: Αρχαιολογικόν Έργον Μακεδονίας. 3. Ε.Ι.Ε.: Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών. 4. Κ.Β.Ε.: Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών. 5. P.G.: Patrologia Graeca.