Η Μαρία και το Λενάκι είναι δύο καλοβαλμένες φιλενάδες, που πέρασαν τα εξήντα. Συναντιούνται τακτικά κι έχουν να λένε, πίνοντας συγχρόνως το καφεδάκι τους. Αυτή τη φορά το Λενάκι είναι πολύ μπερδεμένο. Κάτι της σκίζει την καρδιά και τη γεμίζει φόβο. Αισθάνεται τον κύκλο της ζωής να κλείνει με γοργό ρυθμό.
Τα χρόνια περνούν δύο – δύο. Κολλαρισμένη και σενιαρισμένη φτάνει στην κολλητή της. Το βλέμμα της είναι συννεφιασμένο και το πρόσωπό της κατσούφικο και θυμωμένο. Ανάβουν τσιγάρο γεμίζοντας το καθιστικό με στήλες γαλάζιου καπνού που λάμπουν στις δέσμες του πρωινού ήλιου. Το Λενάκι, νευρικό καθώς είναι, δεν κρατιέται. Τα λόγια της γλιστρούν από το στόμα πριν ακόμα τα τακτοποιήσει στο μυαλό. Προφανώς είναι σε σύγχυση.
«Αχ Μαρία μου, τώρα τελευταία μουδιάζει η ψυχή μου. Χάνομαι τα βράδια μέσα σε λαβύρινθους. Είναι σαν να μη με χωρά ο τόπος. Μπαινοβγαίνουν οι μήνες και τα χρόνια τώρα τελευταία χωρίς να το καταλαβαίνω και νιώθω να χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια μου».
«Πάνω – κάτω το ίδιο συμβαίνει με όλους, αλλά πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία. Καλά κάνεις και τα λες όπως τα νιώθεις. Θα τα κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, αφού πρώτα ηρεμήσεις», είπε η Μαρία θυμίζοντας αρχαία ιέρεια.
«Μαρία μου, ο άδικος χρόνος γλιστράει σαν χέλι μέσα από τα χέρια μας χωρίς να τον προλαβαίνουμε. Τρέχει γρήγορα και δεν μας περιμένει. Περνά από δίπλα μας χωρίς να τον παίρνουμε χαμπάρι. Ε, αυτό με πληγώνει και δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια δυστυχώς μίκρυναν για μας. Εγώ πάντως πήρα τις αποφάσεις μου. Δεν τον βλέπω πλέον για σύμμαχο τώρα που μεγάλωσα, αλλά για εχθρό. Πήρα λίγο φόρα, όμως θέλω να τα πω για να ξεσπάσω».
«Λενάκι μου, σε κατανοώ απόλυτα. Όλοι στην ηλικία μας κάνουμε αυτές τις σκέψεις. Δεν λέμε όμως πόσο μας έχει αλλάξει ο χρόνος. Γεράσαμε κι αυτό είναι που μας πικραίνει. Καμωνόμαστε τις νέες, ωστόσο αυτό μόνο τα μάτια της υπέργηρης μάνας το βλέπουν. Η ανησυχία που μεγαλώνουμε είναι κι όχι η ταχύτητα των δεικτών του ρολογιού.
Ο χρόνος είναι μια σύμβαση με την κοινωνία και μετρά τις μεταβολές. Η ηλικία είναι που μας αναστατώνει, επιταχύνει το χρόνο και μας γεμίζει παράπονα. Ας το αποδεχθούμε αυτό, ρυθμίζοντας τα ρολόγια του νου μας σύμφωνα με την βιολογική μας πορεία. Να τον απλώσουμε όσο μπορούμε και να τον προσαρμόσουμε στα μέτρα μας. Να προσπαθήσουμε μέσα από τον τρόπο ζωής μας να του μειώσουμε ταχύτητα και να τον φρενάρουμε. Ε, δεν θα πεθάνουμε κιόλας μια ώρα νωρίτερα…».
«Καλά μπορεί να τα λες, Μαρία μου, όμως άκου κι εμένα. Περνούν οι μέρες που μας αντιστοιχούν και νιώθω το σκοτάδι να μεγαλώνει και το φως να λιγοστεύει. Μέσα στον αγριεμένο κόσμο περιστρέφεται ο χρόνος ασυγκίνητος, έτοιμος να μας θερίσει. Έχουμε παιδιά και εγγόνια χωρίς να προλαβαίνουμε να τα χαρούμε. Το παρελθόν μου μοιάζει δυνατό, το μέλλον αδύναμο. Νυχτώνει – ξημερώνει, καθηλωμένοι στις μικρές μας φωλιές με τα σημαντικά και τα ασήμαντα. Μας λείπουν πάρα πολύ τα όνειρα. Περνούν τα Σαββατοκύριακα το ένα μετά το άλλο σιωπηλά και απαρατήρητα χωρίς να μας θυμίζουν τίποτα. Δεν χαιρόμαστε τις επετείους των γενεθλίων μας και οι βεβαιότητες έγιναν επικλήσεις».
«Σταμάτα, σταμάτα! Σε βλέπω ασυνήθιστα πεσμένη, αγαπητή μου. Πας ολοταχώς για κατάθλιψη. Φρόντισε να απολαμβάνεις τις στιγμές σου και να κάνεις πέρα ό,τι σε σκοτώνει. Δώσε ποιότητα και ουσία στα χρόνια που απομένουν. Σπάσε τη μονοτονία. Κάθε μέρα που ζούμε είναι ευτυχία και ευλογία. Σκέψου και τους ανθρώπους δίπλα σου που κουβαλούν φορτία πόνου και δυστυχίας. Ζήσε όλες τις εποχές του χρόνου με λαιμαργία σαν να ’ναι οι τελευταίες. Η γενιά μας θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη όπως έζησε. Ο χρόνος δεν έχει ούτε κενά, ούτε ανοίγματα. Μένει πάντοτε ο ίδιος. Η αίσθηση που έχουμε αλλάζει, καθώς μεγαλώνουμε».
«Σε ευχαριστώ, Μαρία, για την ωραία συζήτηση που είχαμε σήμερα. Μπορεί να μου έφτιαξες τη διάθεση, όμως ούτε που κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα… Είναι και η μόνιμη νοσταλγία που μας κυριεύει κι έρχεται να μας θυμίσει πόσα ωραία πράγματα ζήσαμε, ειδικά την περίοδο της νιότης μας. Με έκανες να συνειδητοποιήσω ότι γίναμε παλιοσειρές και το άθροισμα των ημερών που ζήσαμε αισίως αγγίζει τον ασύλληπτο αριθμό των 25000!».
«Να σοβαρευτούμε, Λενάκι, και να μη μελαγ- χολούμε. Να παρακαλάμε να έχουμε χρόνους αρκετούς ακόμα μπροστά μας, να είμαστε υγιείς σωματικά και πνευματικά και ας αφήσουμε τα ρολόγια να κάνουν τη δουλειά τους. Και κάτι τελευταίο: όπως λέγεται, στη μεταθανάτια ζωή ο χρόνος δεν θα τελειώσει ποτέ γιατί θα είναι… άχρονος».
Ένα πλατύ χαμόγελο έντυσε τα πρόσωπά τους κι άναψαν δεύτερο τσιγάρο.
ΥΓ: Μια μικρή επισήμανση: Σε προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας, ο εκλεκτός φίλος, συμμαθητής και βιβλιοκριτικός Κώσ-τας Τραχανάς αναφέρθηκε με θερμά λόγια σε ένα προσωπικό αφήγημα, που κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα τον προηγούμενο μήνα, με θέμα την Κύπρο του 1974 και την εμπειρία μου από την εμπλοκή μου στα αιματηρά και δραματικά γεγονότα εκείνης της εποχής.
Του εκφράζω από καρδιάς τις ευχαριστίες μου. Διευκρινίζω στους αναγνώστες τού «Ταχυδρόμου» ότι η έκδοση είναι ιδιωτική και όχι εμπορική. Απευθύνεται κυρίως στην οικογένεια, τους δικούς μου ανθρώπους και τους φίλους και δεν διατίθεται από τα βιβλιοπωλεία.