Η ψηφοφορία για την παραπομπή του Χρήστου Τριαντόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο που διεξήχθη την προπερασμένη εβδομάδα δίνει αφορμή για σκέψεις σχετικά με την αυτοϋπονόμευση της αξιοπιστίας των πολιτικών μας.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα iefimerida.gr, την παραπομπή αυτή την αποφάσισε η Ολομέλεια της Βουλής με 190 θετικές ψήφους, προερχόμενες από τη Νέα Δημοκρατία, το Πα.Σο.Κ. και ανεξάρτητους βουλευτές. Από τη διαδικασία απουσίαζε ο Χρήστος Τριαντόπουλος, ο οποίος -σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής- δεν είχε δικαίωμα ψήφου. Την παραπομπή καταψήφισαν 10 βουλευτές, ανάμεσά τους οι έξι της Πλεύσης Ελευθερίας και οι δύο ανεξάρτητοι βουλευτές Ευάγγελος Αποστολάκης και Ιωάννης Σαρακιώτης.
Μετά την κατά πλειοψηφία απόφαση της Ολομέλειας, ο πρόεδρος της Βουλής Νικήτας Κακ- λαμάνης θα αποστείλει στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Γιώργο Φλωρίδη, επιστολή προκειμένου αυτός να στείλει κατάλογο των μελών του Αρείου Πάγου, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας που έχουν τα νόμιμα προσόντα. Στην συνέχεια, σε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής να αναδειχθούν δια κληρώσεως τα πέντε τακτικά και τα τρία αναπληρωματικά μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, καθώς και το μέλος που θα ασκήσει καθήκοντα Εισαγγελέα με τον αναπληρωτή του. Νωρίτερα, προβάλλοντας ενστάσεις επί της διαδικασίας και καταγγέλλοντας μεθοδεύσεις της πλειοψηφίας, αποχώρησαν από τη διαδικασία ΣυΡιζΑ., ΚΚΕ, Νέα Αριστερά, Ελληνική Λύση και ΝΙΚΗ, ενώ λίγο πριν από την ψηφοφορία αποχώρησαν και οι «Σπαρτιάτες».
Το ΠαΣοΚ, αρχικά κατήγγειλε την κυβέρνηση για το γεγονός ότι παρέκαμψε την διαδικασία της προανακριτικής επιτροπής, κίνηση που συνιστά καταστρατήγηση της συνταγματικής διαδικασίας και επιπλέον αποτελεί μία πράξη πολιτικής δειλίας. Στη συνέχεια, όμως, με μια μεγαλοπρεπέστατη πολιτική «κυβίστηση», την οποία προσπάθησε να δικαιολογήσει με μάλλον δικολαβικά και ελαφρώς πολιτικάντικα επιχειρήματα, υπερψήφισε την παραπομπή την οποία λίγο νωρίτερα είχε καταγγείλει! Το επιχείρημα μάλιστα ότι με την παραπομπή αυτή ο κ. Τριαντόπουλος θα δικαστεί από το «φυσικό του δικαστή», προφανώς και δεν στέκει, καθώς, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο παραπεμπόμενος βουλευτής δεν θα δικαστεί από τακτικό δικαστή, αλλά από δικαστικό συμβούλιο το οποίο θα οριστεί από τη βουλή.
Η τέτοια συμπεριφορά θα κριθεί αδιαμφισβήτητα από τους υποστηρικτές του συγκεκριμένου κόμματος, δεν είναι όμως μοναδική στα πολιτικά χρονικά της χώρας μας. Δε χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω για να θυμηθούμε ότι την τακτική της παράκαμψης της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, την οποία ακολούθησε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (προβάλλοντάς την μάλιστα ως κίνηση θάρρους!) την κατήγγειλε ο νυν πρωθυπουργός, όταν ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και μάλιστα προειδοποιούσε με αυστηρότητα την κυβέρνηση συνεργασίας ΣυΡιζΑ – ΑνΕλ να μην τολμήσει να επιχειρήσει την απευθείας παραπομπή στο Δικαστικό Συμβούλιο των εγκαλούμενων τότε.
Αλλά και λίγο νωρίτερα, το 2015, ο αρχηγός τότε του ΣυΡιζΑ δεν εξήγγελλε την κατάργηση των μνημονίων με ένα νόμο κι ένα άρθρο, για να έρθει, μετά από μια μακρά διαδικασία παλινωδιών και ενός δημοψηφίσματος, να ψηφίσει ο ίδιος νέο μνημόνιο; Επομένως η πολιτικές «κυβιστήσεις» δεν είναι προνόμιο μόνο του ΠαΣοΚ, αν και στην παρούσα συγκυρία η στάση αυτή μάλλον θα κοστίσει περισσότερο από άλλες, δεδομένου ότι δείχνει σαν να συναινεί το κόμμα αυτό στην (απ’ ό,τι φαίνεται) επιχειρούμενη συγκάλυψη των ευθυνών για τα Τέμπη, αλλά αποτελούν χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής σκηνής, εδώ και δεκαετίες.
Δεν θα επιχειρήσω να αναζητήσω τις αιτίες αυτής της συμπεριφοράς. Μπορεί να είναι μια αναδυόμενη αλαζονεία που αναπτύσσεται σταδιακά, λόγω της αποκοπής του πολιτικού μας δυναμικού από την πραγματική ζωή και τις ανάγκες της, μπορεί να είναι μια αίσθηση άγνοιας κινδύνου δεδομένου ότι οι ανάλογες συμπεριφορές του παρελθόντος καμία επίπτωση δεν είχαν σε όσους τις εφάρμοσαν (ο κος Τσίπρας, για παράδειγμα, επανεξελέγη πρωθυπουργός το Σεπτέμβριο του 2015), μπορεί να είναι για εγγενείς υποτίμηση του «λαού» (μ’ άλλα λόγια των πολιτών που είναι οι εντολοδότες των πολιτικών) από τους «πορφυρογέννητους» της πολιτικής. Ότι και να είναι δεν ενδιαφέρει τόσο, όσο οι επιπτώσεις που έχει η στάση και η συμπεριφορά αυτή στην πολιτική ζωή εν γένει και ιδίως στη διαμόρφωση πολιτικής αντίληψης εκ μέρους των πολιτών, πολλώ δε μάλλον, εκ μέρους των νέων.
Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό, αλλά απλή στοιχειώδης λογική για να καταλάβει κανείς ότι αυτές οι παλινωδίες, οι «κυβιστήσεις», η αλλαγή θέσης και η υποτίμηση της λογικής των πολιτών στην πραγματικότητα υπονομεύουν την όποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχουν οι πολίτες όχι μόνο προς τα πρόσωπα των πολιτικών, αλλά και γενικότερα προς τους πολιτικούς θεσμούς, μ’ άλλα λόγια τα κόμματα, τη Βουλή, τις δημοκρατικές διαδικασίες κλπ.
Όταν οι δημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν το πρόσχημα επιβολής προειλημμένων αποφάσεων που συμφωνούνται εν κλειστώ και παραβύστω σε κρυφές συναντήσεις ή πολιτικά γραφεία, όταν η Βουλή φαίνεται να μετατρέπεται σε «θερμοκήπιο» επίδοξων ηγετίσκων ή «πορφυρογέννητων» γόνων που απλά θα κληρονομήσουν μια βουλευτική έδρα, όταν έρθει η ώρα τους, όταν τα διάφορα εγκλήματα (όπως αυτό των Τεμπών) γίνεται προσπάθεια να μη διαλευκανθούν, αν οι ευθύνες πέσουν σε ποικίλους ημέτερους, υμέτερους ή σφέτερους (γιατί δεν είναι μόνον η πυρόσφαιρα, αλλά και το πώς στο καλό δυο τραίνα βρέθηκαν αντίθετα στην ίδια σιδηροτροχιά), τότε όχι μόνο διαλύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα κόμματα συλλήβδην, αλλά και προς την αποτελεσματικότητα του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αν φτάσουμε, όμως, να αμφισβητείται κι αυτή, τότε, δυστυχώς, το μέλλον προβλέπεται εξαιρετικά δυσοίωνο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ