Κι αυτές οι νύχτες ατέλειωτες,/αγεφύρωτες με την ημέρα,/ δεν μ’ αφήνουν να περάσω/αντίπερα και ν’ αντικρίσω τον ήλιο
Ο Γιάννης Τσώλης ομολογώ πως με ξάφνιασε με την τελευταία του ποιητική συλλογή που κυκλοφόρησε πριν δύο μήνες από τις εκδόσεις «Αττικός» και φέρει τον τίτλο «Στην αγκαλιά της νύχτας». Και με ξάφνιασε ευχάριστα. Πρώτον για τη λιτότητα και τη λακωνικότητα των ποιημάτων του. Μέσα σε λίγους στίχους κάθε ποιήματος, μετρημένους στα δάχτυλα, καταφέρνει να περικλείσει μεγάλα νοήματα, τα οποία απαιτούν συνήθως μακροσκελείς περιγραφές για να αποτυπωθούν. Τα σύντομα ποιήματα λειτουργούν κατ’ ανάγκη ως αποφθέγματα και ρητά. Γράφει ο ποιητής για τον ήλιο στη σελίδα 16: «Όταν ο ήλιος μοιραστεί,/ τότε θα φτιάξει η ανθρωπότητα». Και συνεχίζει στη σελίδα 26: «Κάντε κάτι να σταθεί ο ήλιος/ μη γεμίσει σκοτάδι η γη». Ή γράφει στη σελίδα 60: «Στέρεψε η δεξαμενή της σκέψης/ κι άφησε άνυδρο τον λόγο».
Με ξάφνιασε, επίσης, και με την επιλογή του να παραθέσει αντικριστά στη σελίδα κάθε ποιήματος τη μετάφρασή του στα αγγλικά. Και είναι όντως αυτό ένας εξαιρετικός συνδυασμός που αποκαλύπτει και τη δύναμη αλλά και την ανάγκη της λογοτεχνίας να ξεπερνά τα στενά όρια του τόπου και να ανοίγει φτερά για την οικουμενικότητα και τη διαχρονικότητα. Και μπορώ να πω πως είναι πραγματικά υπέροχη η απόδοση από τον λογοτεχνικό μεταφραστή και ζωγράφο Αντώνιο Ζαλώνη.
Ο Γιάννης Τσώλης, είτε με τον πεζό είτε με τον ποιητικό του λόγο, κάνει κάθε φορά ένα βήμα προς τα εμπρός. Η μακρά θητεία και μαθητεία του στον ποιητικό λόγο δηλώνεται τόσο με τη θεματογραφία του όσο και με την ωριμότητα του στίχου του. Στη νέα του ποιητική συλλογή ο Γιάννης Τσώλης δίνει έμφαση στο νόημα, επιμένει στο θέμα του και στέκεται στο ρήμα. Κέντρο της είναι ο άνθρωπος του πόνου και της υπαρξιακής αγωνίας. Ο άνθρωπος και της καρτερικότητας και της νοσταλγίας. Αλλά και ο άνθρωπος της καταγγελίας, της πίστης, της ελπίδας και της αγάπης. «Γιατί απελπίζεσαι;/ Είμαι εδώ μαζί σου,/ ακούμπησε πάνω μου/ κι εγώ θα σε περάσω/ στην απέναντι όχθη», γράφει στη σελίδα 48.
Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει τη συλλογή είναι η μνήμη και το αίσθημα της απουσίας. Η αγκαλιά της νύχτας είναι η αγκαλιά της μνήμης και της αναπόλησης. Είναι η αγκαλιά του προσωπικού πόνου και της νοσταλγίας. Οι ώρες αυτές είναι χρόνος ιδιωτικός. Πολύτιμος και ανεκτίμητος χρόνος. Είναι χρόνος επικοινωνίας μ’ εκείνους που λείπουν, μ’ αυτούς ομόρφυναν τη ζωή μας, με τα πρόσωπα που πλούτισαν την ύπαρξή μας. Πρέπει να έχει πλημμυρίσει από πολλή μοναξιά το δωμάτιο για να γράψεις στίχους όπως αυτοί της σελίδας 32: «Θυμάσαι τότε/ που χαμηλώσαμε τον ουρανό/ και τον στηρίξαμε;» Ή όπως αυτοί της σελίδας 36: «Στέρεψαν όλες οι ελπίδες/ και μόνο μια μου μένει,/ μήπως με βρει εκείνη/ όπως με βρήκε στη ζωή/ στα παιδικά μου χρόνια/ που ’ρθε χαρούμενη/ κι έλαμψε η ψυχή μου».
Αλλά ο Γιάννης Τσώλης είναι γενικώς ένας λυρικός χαρακτήρας. Είναι ένας άνθρωπος με βαθιά ευαισθησία. Η ποίησή του είναι λυρική και εικονογραφική. Οι στίχοι του πηγάζουν απ’ την αγάπη του για τη φύση κι απ’ την ένταση του συναισθηματικού του κόσμου. Κι είναι οι στίχοι του αυτοί πολύ δυνατοί. Γράφει ση σελίδα 28: «Παρότι ήρθε η άνοιξη,/ δεν άνθισαν ακόμη/ τα δένδρα, τα λουλούδια/ και τα χορτάρια των αγρών/ μείνανε δίχως άνθη./ Μοσχομυρίζουμε τα παλιά/ τα μαραμένα». Και λίγο πιο κάτω στη σελίδα 34: «Μη σπέρνεις άλλους/πικρούς σπόρους,/ έχω πολλές πικρές ρίζες να ξεριζώσω απ’ την ψυχή μου».
Κι ο τόνος γίνεται ακόμη πιο δραματικός όταν έρχεται η ώρα της διάψευσης και της απογοήτευσης: «Οι λέξεις μου/ κάποτε είχαν φως./ Σκέφτηκα πως μπαίνοντας/ στα βάθη τ’ ουρανού/ θα γίνουν ήλιος./ Πόσο γελάστηκα;/ Θύελλες συνάντησα/ κι οι λέξεις μου έσβησαν/. Δεν άντεξαν /για να φωτίσουν τον ουρανό».
Παρά τη λυρική του φύση, ο Γιάννης Τσώλης στη νέα του ποιητική συλλογή γέρνει προς την πλευρά του δωρικού στίχου. Το επίθετο μοιάζει να έχει εξοβελιστεί και να κάνει διστακτικά την εμφάνισή του μόνο εκεί που δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Όπως για παράδειγμα στο ποίημα της τρίτης ενότητας στη σελίδα 48, όπου οι «μεγάλοι», τραπεζίτες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, αυτοί με άλλα λόγια που απαρτίζουν την ολιγαρχία, καταγγέλλονται ως αλύγιστοι και χοντρόπετσοι. Και ενώ κρατά την υπόγεια επικοινωνία του με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που εισχωρεί ανεπαίσθητα στα ποιήματα όλης σχεδόν της συλλογής -«Το σεληνόφως άφαντο/ χαμένο στο σκοτάδι», «Παρότι ήρθε η άνοιξη/ δεν άνθισαν ακόμη», «και τα χορτάρια των αγρών/ μείνανε δίχως άνθη», «τι τώρα πια σκοτείνιασε/ χαρά, ο χωρισμός σου», σε πολλά σημεία ο στίχος του γέρνει προς τον υπερρεαλισμό: «Από ήλιο πεινάει ο κόσμος», «θα κλάψει κι ο ουρανός/ και θα φυτρώσουν δάκρυα στη γη», «Η μέρα μελαγχόλησε./ Χλόμιασε απότομα».
Ο Γιάννης Τσώλης είναι ένας τρυφερός αφηγητής. Κατοικεί μέσα του η απλότητα και η ακατέργαστη καλοσύνη των ανθρώπων του μόχ-θου, του πόνου και της ελπίδας. Και αναδύονται απ’ τα βάθη του τα πρόσωπα και τα πράγματα ενός κόσμου που πάλεψε κι έσπασε πολλά φράγματα για να περάσει στην απέναντι όχθη. Μα κατοικεί περισσότερο απ’ όλα ο ποιητής.
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας