Η πρόσφατη ανανέωση της εμπιστοσύνης των βουλευτών προς την κυβέρνηση με τις 157 ψήφους του κυβερνώντος κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας, λίγο μετά τα πολυπληθέστατα συλλαλητήρια σε 300 πόλεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, δημιουργεί δύο προβληματισμούς. Ο πρώτος αφορά το κατά πόσον οι εκπρόσωποι των πολιτών, τουτέστιν οι βουλευτές έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τις διαθέσεις και τη βούληση των εντολέων τους, δηλαδή των ίδιων των πολιτών. Ο δεύτερος σχετίζεται με το πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αυτή η έκφραση εμπιστοσύνης, έτσι όπως γίνεται.
Για το πρώτο σκέλος θα παραθέσω λόγια ενός βουλευτή, του Στέφανου Παραστατίδη, έτσι όπως τα κατέγραψε στη σελίδα του στο φέησμπουκ: «Ακούω συνάδελφους βουλευτές να ασκούν κριτική στους νέους αλλά και στους πολίτες για μειωμένη συμμετοχή, αποχή, ακραίες επιλογές. Αν όμως κοιταχτούμε στον καθρέφτη, θα δούμε ότι η δημοκρατία λιγοστεύει πρώτα εδώ μέσα, στη βουλή. Άδεια έδρανα σχεδόν σε όλους τους ομιλητές. Μη τήρηση της ισηγορίας καθώς οι πρόεδροι των κομμάτων μιλούν χωρίς περιορισμό, οι υπουργοί με την ανοχή του προεδρείου, οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι σε μία συνεχή διαπραγμάτευση και για τους υπόλοιπους βουλευτές τηρείται αυστηρά ο κανονισμός του χρόνου. Τέλος, λείπει η πολιτική όσμωση. Δεν ακούμε τους άλλους. Έχουμε τσιμεντοποιήσει τις θέσεις μας, τις κοινοβουλευτικές μας ομάδες, το κοινοβούλιο. Ερχόμαστε απλώς να χειροκροτήσουμε τους δικούς μας. Έχουμε σηκώσει τείχη και λειτουργούμε λες και είμαστε σε στρατόπεδα. Και η κοινωνία ανάβει φλας και προσπερνά την στασιμότητα, την αβελτηρία».
Σύμφωνα με τα λόγια αυτά, οι βουλευτές μας λειτουργούν ως συντεταγμένες ομάδες δίκην στρατιωτικών αποσπασμάτων που εκτελούν εντολές, σαν να μην έχουν βούληση ή σαν να μην εκπροσωπούν τους πολίτες της περιφέρειας που τους εξέλεξε. Οπωσδήποτε εξελέγησαν με κάποιο κόμμα, το πρόγραμμα του οποίου δεσμεύτηκαν να τηρήσουν και για την εφαρμογή του οποίου ψηφίστηκαν και από τους πολίτες. Όμως, αν το πρόγραμμα δεν εφαρμόζεται ή αν το κόμμα εμφανώς κινείται αντίθετα προς το συμφέρον των πολιτών ή και αντίθετα προς το αίσθημα δικαίου, μπορούν (ή καλύτερα) πρέπει οι βουλευτές να λειτουργούν ως στρατιώτες σε διατεταγμένη υπηρεσία; Αν έχουν συνείδηση της αποστολής που καλούνται να επιτελέσουν θα πρέπει να διατυπώσουν την άποψή τους στα αρμόδια κομματικά όργανα και να απαιτήσουν τη συμμόρφωση του κόμματος στον ορθό δρόμο. Αν κάτι τέτοιο δε συμβεί, τότε οφείλουν να ενημερώσουν τους πολίτες και να ακολουθήσουν τη συνείδησή τους. Υπάρχει κάτι τέτοιο στις μέρες μας; Πολύ φοβάμαι πως όχι, καθώς η πλειονότητα των βουλευτών αποτελείται από γόνους βουλευτικών οικογενειών που δεν γνωρίζουν να κάνουν κάτι άλλο στη ζωή τους, παρά μόνον να εκμεταλλεύονται την ψήφο των πολιτών για να εξασφαλίζουν την παχυλότατη βουλευτική αποζημίωση. Ο φόβος της απώλειάς της είναι τέτοιος που καλύπτει και συνειδήσεις και κριτική ικανότητα και ελεύθερη βούληση και πολλά άλλα.
Για το δεύτερο σκέλος θα πρέπει να θυμηθούμε τι ακριβώς σημαίνει ψήφος εμπιστοσύνης. Για να μην υπάρχει κυβερνητική αστάθεια, στη χώρα μας από το 1875 ισχύει η λεγόμενη «αρχή της δεδηλωμένης». Σύμφωνα με την αρχή αυτή ο ανώτατος άρχοντας οφείλει να δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πολιτικό που έχει σαφώς δηλωμένη εμπιστοσύνη του 50% + 1 των βουλευτών. Σε μια πραγματική δημοκρατία, όπου ισχύει και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (βασική αρχή της δημοκρατίας, καθώς εξασφαλίζει ότι κάποιο πρόσωπο ή κάποια ομάδα ατόμων δεν θα μπορεί να έχει στα χέρια της και τις τρεις ή έστω τις δύο βασικές εξουσίες, νομοθετική και εκτελεστική), την εμπιστοσύνη τους οι βουλευτές θα έπρεπε να τη δείχνουν προς την κυβέρνηση, η οποία, όμως, δεν θα αποτελούνταν από αυτούς τους ίδιους!
Γιατί στη διαδικασία που παρακολουθήσαμε προ ημερών στη Βουλή (και έχει επαναληφθεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν), οι βουλευτές που είναι και μέλη της κυβέρνησης και ο πρωθυπουργός που είναι βουλευτής ψήφισαν για το αν εμπιστεύονται τον εαυτό τους! Αλλά, όταν κάποιος δηλώνει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δε σημαίνει αυτομάτως πως έχει και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας
Οπωσδήποτε θα διατύπωνε κάποιος το αντεπιχείρημα ότι η όλη αυτή διαδικασία είναι απολύτως νόμιμη και έτσι προβλέπεται από το σύνταγμα, τον κανονισμό της βουλής και τους νόμους του κράτους. Θα είχε βέβαια δίκιο όποιος θα έλεγε κάτι τέτοιο και ακριβώς πάνω σ’ αυτή τη νομιμότητα στηρίζονται θριαμβολογίες των μελών της κυβέρνησης.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναλογιστούμε πόσο δημοκρατία είναι αυτή στην οποία η διάκριση των εξουσιών δεν εφαρμόζεται στην πράξη. Γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, τα μέλη της κυβέρνησης (δηλαδή οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας) είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία και βουλευτές (δηλαδή μέλη της νομοθετικής εξουσίας), και νομοθετούν ερήμην της αντιπολίτευσης ό,τι βολεύει τους ίδιους. Οι πολυκομματικές εξεταστικές επιτροπές της βουλής υπακούουν στη λογική της κομματικής βούλησης, με αποτέλεσμα η εκτελεστική εξουσία να μη λογοδοτεί ουσιαστικά σε κανέναν (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξεταστική για τα Τέμπη), οι ανεξάρτητες επιτροπές γίνεται προσπάθεια να ελεγχθούν από διάφορους ημέτερους, ενώ και η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων επιλέγεται και διορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, δηλαδή τον εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας.
Απομένει το ζήτημα της συμπεριφοράς των βουλευτών μας, πολλοί εκ των οποίων θεωρούν ότι μπορούν να μας συμπεριφέρονται όπως οι παλαιότεροι αυλικοί στους υποτελείς τους και όχι όπως ταιριάζει σε αιρετούς εκπροσώπους ελεύθερων πο- λιτών, ενώ, σε κάποιες στιγμές φαίνεται πως νομίζουν ότι μπορούν και να μας κοροϊδέψουν. Σ’ αυ- τούς θα πρέπει να θυμίσουμε τα διδάγματα της ιστορίας. Γιατί, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα η πολιτική ελίτ εμφάνιζε αυτονόμηση από την κοινωνία, η απάντηση ήταν μια γενικευμένη απαξίωση των κομμάτων και μια δυσπιστία προς τα κόμματα συλλήβδην. Κι αυτό σε καμία περίπτωση δεν προοιωνίζεται κάτι καλό για τη συνέχεια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ