Του Δημήτρη Βλαχοπάνου*
Αποχαιρετήσαμε την περασμένη Πέμπτη στον ιερό ναό Αγίας Κυριακής της γενέτειράς του, Κλειδί Άρτας, τον φίλο μας και συναγωνιστή μας Λάμπρο Μάλλιο. Τον άνθρωπο που σήκωσε στους ώμους του με λεβεντιά και αξιοπρέπεια το σταυρό του μαρτυρίου του και κοιμήθηκε και ξύπνησε με τον θάνατο πολλές φορές τα δύο τελευταία χρόνια. Και αναμετρήθηκε μαζί του με όρθια την ψυχή του, δηλώνοντας κάθε μέρα πως στο τέλος θα νικήσει ο θάνατος. Ο δρόμος μας προδιαγεγραμμένος. Αποχαιρετήσαμε μια ιδιαίτερη μορφή της δημοσιογραφίας και των γραμμάτων. Έναν σεμνό και ανήσυχο άνθρωπο που ενσάρκωσε τον νόστο. Κι έκανε το μικρό του χωριό τη δική του Ιθάκη, που τον περιέθαλπε και του ψιθύριζε ιστορίες και μύθους απ’ το υπερπέραν.
Ο Λάμπρος Μάλλιος μπορεί να βίωσε την αρχή και τη διαδρομή του τέλους του∙ αλλά δεν κλείστηκε στον εαυτό του, δεν έψαξε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για να απομακρύνει και να ξορκίσει το κακό. Αντίθετα αποκα- λύφτηκε με τη δύναμη και την τόλμη που ταιριάζει σ’ έναν πνευματικό άνθρωπο, όταν το κουβάρι της ζωής του αρχίζει και ξετυλίγεται με γρήγορους ρυθμούς. Γιατί ο Λάμπρος Μάλλιος συμφιλιώθηκε με το θάνατο. Όχι με την ιδέα του θανάτου του μόνο, αλλά και με το γεγονός του θανάτου του. Και τον αντιμετώπισε σαν ίσος προς ίσον, δίνοντας τις μά- χες του ως τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και σμιλεύοντας στίχους που αποτύπωναν αυτή την αναπόδραστη πορεία προς τον θάνατο.
Ο Λάμπρος αποδέχτηκε τη μοίρα του κι έφτασε στο τέλος αυτού του ταξιδιού του «σαν έτοιμος από καιρό», αντικρίζοντας τη ζοφερή πραγματικότητα «όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα», αλλά με το θάρρος και το πείσμα που κυριεύει τον ακέραιο άνθρωπο, όταν έχει διαμορφώσει μέσα του την πεποίθηση πως σημασία δεν έχει μόνο πώς ζεις, αλλά σημασία έχει και πώς πεθαίνεις. Κι ενσάρκωσε όλη τη φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου, όπως αποτυπώνονται στους υπέροχους στίχους του Γιώργου Σεφέρη: «Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται∙ πώς πεθαίνει ένας άντρας;/ Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλο/ και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή».
Ο Λάμπρος κέρδισε το θάνατό του. Όπως έβαλε στη ζωή του τη δική του σφραγίδα, την ίδια σφραγίδα έβαλε και στο θάνατό του. Και κέρδισε μ’ αυτή τη στάση ζωής του όχι μόνο την αιωνιότητα, αλλά και την κοινωνία ολόκληρη. Κέρδισε τον άνθρωπο που έχει μάθει να χαμογελά ακόμη κι όταν νιώθει πως έχει φτάσει το τέλος. Ο Λάμπρος επέλεξε να γεμίσει τα τελευταία του χρόνια με τη μαγεία και την παρηγορία της ποίησης. Την έκανε τη μεγάλη του ερωμένη, την τρυφερή σύντροφό του, την απίθανη και αστείρευτη εκείνη δύναμη που φυτεύει φτερά στις πλάτες τού δημιουργού και τον στέλνει έξω απ’ τον νοητό κόσμο για να συναντήσει ιδανικές μορφές κι αγαπημένες.
Στον ύπνο μου έρχεται ο πατέρας μου./ Και τον ρωτάω/ πού θα βρω πηγή με καθαρό νερό/ για να ποτίσω τ’ άλογο./ Δεν έχεις άλογο, μου λέει./ – Και συ, πατέρα;/ Δε βλέπεις το κατάμαυρο άλογο; Και μέσα στο βαθύ μου ύπνο,/ εκεί που τ’ όνειρο στρώνει τραπέζι/ στις επιθυμίες, ακούω τη μάνα μου,/ από τις πύλες του ανύπαρκτου,/ να μου ψιθυρίζει./ -Το πότισα εγώ το άλογο./ Εσύ ξεκουράσου.
Ξεκουράσου, φίλε μου αγαπημένε Λάμπρο. Ξεκουράσου τώρα στο φως της μάνας σου, που τόσους στίχους έγραψες γι’ αυτή. Ήρθε ο καιρός που έπρεπε να φύγεις, που ήθελες να φύγεις. Γιατί έβλεπες πλέον πως δε βολεύεσαι μέσα σε μιαν άνοιξη που λιγοστεύει το φως της. «Λιγότερο και φέτος το φως της άνοιξης./ Μόνο τα χελιδόνια φέρνουν/ το μακρινό της φως και τη χαρά/ στους ουρανούς./ Και όταν φεύγουν,/ παίρνουν μαζί τους τη σκιά του κι ένα όνειρο».
θα ’θελα να σε αποχαιρετήσω με τους δικούς σου στίχους. Να κάνουμε εδώ μέσα, στον ιερό αυτό χώρο της ανθρώπινης απλότητας και του ανθρώπινου μεταφυσικού φόβου, μια ποιητική τελετή τέτοια που να ταιριάζει στην πολιτεία σου και την παρακαταθήκη που μας αφήνεις. Θα ’θελα να συνομιλήσω μαζί σου με στίχους δικούς σου. Γιατί, Λάμπρο μου, έμεινε η διαδρομή σου στη μέση. Κι είχες τόσα να πεις ακόμα για τις πλημμύρες που κατέκλυζαν την ψυχή σου και σε στέλνανε σαν τον Νώε να περιπλανιέσαι με τη δική σου σχεδία σε μυστικές θάλασσες, σε κρυφές λίμνες και σε κλειστούς κόλπους.
Δεν θα σ’ αφήσει έτσι η μικρή σου πατρίδα. Θέλω να σου πω πως οι πνευματικοί άνθρωποι που ακόνισαν τη σκέψη τους και το λόγο τους κι έφεραν με τον προσωπικό τους αγώνα στην επιφάνεια τα μεγάλα και σπάνια δώρα τού ταξιδευτή και του ξενιτεμένου, είναι μια μεγάλη και ανεκτίμητη τιμή για τον γενέθλιο τόπο. Κι αυτοί που μένουμε πίσω και μας έλαχε ο κλήρος της συνέχειας και της διάρκειας, δε θ’ αφήσουμε να ξεθωριάσει ο λόγος σου. Είναι ζήτημα τιμής για όλους μας να κρατήσουμε ζωντανή την ποίηση και τη μνήμη του Λάμπρου Μάλλιου. Γιατί ξέρουμε πως το μέλλον θα γίνει ακόμη πιο στεγνό κι άνυδρο χωρίς τους ποιητές και την ποίηση.
* Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης