Στον πατέρα μου άρεσε, εκεί κοντά στα ενενήντα του χρόνια, να πηγαίνει τους χειμερινούς μήνες στην Αθήνα και να μένει στης αδελφής μου το σπίτι.
Όταν μια μέρα τον ρώτησα πώς περνάει σε έναν τόπο χωρίς φίλους, εκείνος μου απάντησε. «Α, δεν έχω κανένα πρόβλημα, μια χαρά τη βγάζω. Σε ένα [καφέ] της γειτονιάς τούς έκανα όλους φίλους!» Κι όταν τον ξαναρώτησα πώς τα κατάφερε και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρόνο, εκείνος συνέχισε: «Άκου. Φόρεσα ένα καλό κουστούμι, έβαλα γραβάτα, κασκόλ, τραγιάσκα και φυσικά το παλτό μου. Επέλεξα ένα καλό [καφέ] που να έχει κόσμο, άνοιξα την βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκα. Είπα μια καλημέρα και χτύπησα δυο τρείς φορές το μπαστούνι μου στο δάπεδο. Υπήρχαν δυο μεγάλες συντροφιές ηλικιωμένων. Περίμενα κάποια ανταπόδοση, αλλά με αγνόησαν. Έ, ορέ πατριώτες, όλοι κουφοί είστε εδώ μέσα; Είστε όλοι της πρωτεύουσας, δεν είναι κανένας από επαρχία; Μπήκε ένας χριστιανός στο μαγαζί και εσείς δεν του δώσατε καμία σημασία! Αυτό ήταν. Ένα γέλιο έντυσε τα πρόσωπά μας και σαν παλιοί γνώριμοι δώσαμε τα χέρια και ήπιαμε αντάμα το καφεδάκι. Έκτοτε [το καφέ] έγινε και δικό μου στέκι».
Έτσι ήταν οι γενιές αυτές στην πλειοψηφία τους και έτσι λειτουργούσαν. Χωρίς κοινωνικές φοβίες και ανοιχτοί στον κοσμικό περίγυρο. Τη φωνή τους την έκαναν δύναμη και την αυτοπεποίθηση σύμμαχο. Έδιναν ευκαιρίες στις μέρες τους και την απομόνωση στη «γωνία» δεν τη γνώριζαν. Κουβαλούσαν θετική ενέργεια και ήταν δοτικοί. Είχαν πάντα μαζί τους τις προσωπικές τους αλήθειες και ήταν ο εαυτός τους. Δεν προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν, και η ανάγκη για επικοινωνία ήταν ο ριζωμένος πολιτισμός τους. Στοιχεία της προσωπικότητά τους ήταν ο αυθορμητισμός, η ειλικρίνεια και η ανθρωπιά. Η εύκολη επικοινωνία έκανε καλό στην ψυχική τους υγεία και η αλληλεπίδραση είχε ουσία και άμεσα αποτελέσματα. Ο αείμνηστος πατέρας μου δεν τελείωσε σχολές και δεν πήρε πτυχία. Μόνο στο Πανεπιστήμιο της ζωής είχε φοιτήσει.
Σε αντίθεση σήμερα, η ανοιχτή κοινωνική συναναστροφή είναι σε ελεύθερη πτώση. Πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις «περίεργος» ή να φας «πόρτα»! Κατάντησε μεγάλη πολυτέλεια να σου αφιερώσει κάποιος την προσοχή του, πολύ δε περισσότερο να σε ακούσει, αφήνοντας στην άκρη κινητά και Google. Είναι «αλ- λού» οι άνθρωποι και είναι δύσκολο να σε δεχθούν για να ανταλλάξεις δυο κουβέντες. Χάθηκαν οι ζωντανές επαφές μας και καμία κοινωνική δεξιότητα δεν μπορεί να σπάσει το χάσμα με τον έξω κόσμο. Γνωρίζω ανθρώπους στη μικρή μας κοινωνία που δεν πρόκειται να σου αφήσουν περιθώριο να τους πλησιάσεις, ακόμα και να είσαι ο… Πλανητάρχης.
Και στις μόνιμες παρέες τα λόγια έγιναν ρηχά. Δύσκολα απλώνονται τα συναισθήματα και δεν μοιράζονται ειλικρινείς απόψεις και γνώμες. Δεν ακούν τα άτομα για να ακούσουν, αλλά ακούν για να απαντήσουν. Τα ενδιαφέροντα χάθηκαν, όπως και το κοίταγμα βαθιά μέσα στα μάτια. Δυστυχώς, χαμήλωσαν όλες οι αξίες. Ακόμα και η μεγαλύτερη: ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος! Το αγνό φλερτ στο δρόμο ή οπουδήποτε αλλού με χαριτωμένες κουβέντες είναι είδος προς εξαφάνιση. Στήθηκαν γερά αναχώματα μη «παρενόχλησης» ανάμεσα στα δυο φύλα.
Μήπως είναι καιρός να ξαναανακαλύψουμε τις καλές μας συνήθειες και να αφήσουμε κατά μέρος την εσωστρέφεια και τη μόνιμη καχυποψία; Ας μη δηλητηριάζουμε όλες τις επαφές μας. Τις επαφές που μας κρατούν σε επαφή με τον έξω κόσμο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ