Η θεατρική περίοδος για το θεατρικό εργαστήρι του «ΣΚΟΥΦΑ» ξεκίνησε με το κωμικό θρίλερ του Γάλλου Ρομπέρ Τομά, «Η παγίδα». Ο Τομά, ως συγγραφέας, σχεδόν από την αρχή, γοητεύτηκε από ένα περίεργο είδος, το οποίο και βοήθησε να επινοηθεί: το comédie policière ή το θρίλερ κωμωδίας. Το 1960 ο Τομά σημείωσε εξαιρετική επιτυχία με την «Παγίδα», ένα χιουμοριστικό μυστήριο δολοφονίας, που έγινε επιτυχία στο Παρίσι μέσα σε μια νύχτα.
Τα έργα του Τομά δεν ήταν ποτέ μοντέρνα και συχνά απορρίφθηκαν από Γάλλους κριτικούς και διανοούμενους. Αλλά το κοινό του τον αγάπησε και το καλύτερο δείγμα της δουλειάς του είναι κομψό και καλά κατασκευασμένο. Είναι επίσης διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο, στην περίεργη αντιπαράθεση της έντασης και του γέλιου.
Στην «Παγίδα», όλα ξεκινούν όταν σε ένα σαλέ, στο Σαμονί των Γαλλικών Άλπεων, ένας πανικόβλητος άνδρας δηλώνει την εξαφάνιση της γυναίκας του, η οποία μετά από έναν καβγά τους, χάνεται μέσα στη νύχτα. Ο τοπικός αστυνόμος αναλαμβάνει δράση, όμως η υπόθεση κλείνει μόνη της, όταν η εξαφανισμένη γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της μετά από παρότρυνση ενός ιερέα. Όμως κάτι παράξενο συμβαίνει. Ο άντρας αντιδράει, ισχυριζόμενος πως αυτή δεν είναι η γυναίκα του. Πως εξαπατούν και αυτόν και την αστυνομία. Μιλάει για μια καλοστημένη πλεκτάνη. Θα καταφέρει να αποδείξει την αλήθεια ή θα χάσει τα λογικά του και θα πέσει μέσα στην «ΠΑΓΙΔΑ»;
Γραμμένη το 1960, η «Παγίδα» έκανε διθυραμβική πρεμιέρα για να ακολουθήσουν αμέτρητες παραγωγές σε όλον τον κόσμο μέχρι σήμερα. Και όχι αδικαιολόγητα, αφού το έξυπνο κείμενο, το απολαυστικό χιούμορ, οι διαρκείς ανατροπές και η έντονη αγωνία παγιδεύουν τον θεατή από το πρώτο κιόλας λεπτό μέχρι το απρόσμενο και τραγικό φινάλε.
Τα παραπάνω χαρίσματα του έργου του Ρομπέρ Τομά αναδεικνύονται κατά τον μέγιστο βαθμό στην «Παγίδα» του «ΣΚΟΥΦΑ», σε μια παραγωγή που σέβεται τον θεατή από κάθε άποψη. Σε αυτή την τόσο γοητευτική και παράδοξη ισορροπία μεταξύ δυο θεατρικών κόσμων, στέκει και ο σκηνοθετικός στόχος του ανεβάσματος. Θέλει να αναδείξει το τόσο διαφορετικό ύφος και τις μεθόδους, που κάνουν το έργο αξιαγάπητο και αξεπέραστο στο χρό- νο. Ο Τομά θέλει το κοινό απόλυτα συμμέτοχο στη σκηνική του δημιουργία. Παρασύρει τον θεατή σε μια μοναδική μονομαχία και θέλει να συμμετέχει διαρκώς στον αγώνα για τη λύση του αινίγματος, που του βάζει.
Δημιουργεί εντυπώσεις για να τις ανατρέψει μετά. Μπλοφάρει ο συγγραφέας και φτιάχνει ένα συνεχές πάρε – δώσε με το μυαλό και την ψυχή του θεατή – συμπαίχτη. Διασκεδαστική και πολυσύνθετη «Η Παγίδα» ξέρει να δημιουργεί συνεχώς «θέατρο εν θεάτρω», έτσι που τίποτα να μην είναι αυτό που φαίνεται. Έτσι, που όλα και όλοι να ’ναι διπλά. Οι αθώοι, ένοχοι, το δράμα, κωμωδία, η λογική, τρέλα και φαντασία.
Η σκηνοθεσία της Έλλης Μάνθα κατορθώνει να υπηρετήσει την πολυσύνθετη δομή του έργου και να αναδείξει όχι μόνο το στοιχείο το μυστηρίου, αλλά και υα κωμικοτραγικά χαρακτηριστικά του, τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, τις «σκιές» των χαρακτήρων αλλά και το «θέατρο» στο οποίο κινούνται υποκρινόμενοι. Στο σημείο αυτό, με τη βοήθεια της Ειρήνης Νάκου (βοηθού σκηνοθέτη και σχεδιάστριας των κοστουμιών)εισάγει στο παιχνίδι και τα κοστούμια. Τα ρούχα των χαρακτήρων μοιάζουν σαν να μην είναι ακόμα έτοιμα, σαν να είναι απλώς φορεμένα για μια πρόβα, γεγονός που τονίζει την ύπαρξη του «θεάτρου εν θεάτρω». Παράλληλα καθοδηγεί τους ηθοποιούς με τρόπο που ενισχύει την αγωνία και την περιέργεια του θεατή για την τελική λύση του μυστηρίου.
Οι ηθοποιοί ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις των χαρακτήρων που υποδύθηκαν με τρόπο άψογο και σχεδόν επαγγελματικό. Η Γεωργία Φωτακοπούλου και η Μαριάννα Καραγιάννη κινούνται στη σκηνή με την τυπικότητα και τη μεθοδικότητα που απαιτείται από αστυνομικούς υψηλού επιπέδου και με το σοβαρό ύφος που χρειάζεται ο ρόλος τους.
Η Στεργιανή Βερνιώτου, ως νοσοκόμα που αποτελεί κλειδί για τη λύση του μυστηρίου πλάθει έναν χαρακτήρα έξοχο μέσα στις διακυμάνσεις και τις φαινομενικές αντιφάσεις του. Οι κινήσεις του προσώπου της είναι επαγγελματικού επιπέδου. Ο Γιώργος Σταύρος ως ζωγράφος πλάθει τον μποέμ αλλά και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα του με άνεση και ικανότητα να μεταπηδά από την έκπληξη στη σχεδόν παιδική αφέλεια χωρίς κανένα πρόβλημα. Ο Στέφανος Μασούρας, ως εφημέριος, πείθει απόλυτα για τις εναλλαγές του ρόλου του. Μετακινείται από τη σοβαρότητα στη δολοπλοκία και τη σοβαροφάνεια με απόλυτη φυσικότητα και επαγγελματική άνεση. Τόσο οι κινήσεις του, όσο και η εκφορά του λόγου δείχνουν έμφυτο ταλέντο και επαγγελματική αφοσίωση.
Η Φωτεινή Τσαδήμα, ως σύζυγος που επιστρέφει για να βρεθεί αντιμέτωπη με την αμφισβήτηση από το σύζυγό της, διεκπεραιώνει έναν πολυσύνθετο ρόλο με την άνεση και τη σιγουριά που θα ταίριαζαν σε καταξιωμένη ηθοποιό με πολλά χρόνια στο θέατρο. Κινησιολογία και εκφραστικότητα φτάνουν σε σεμιναριακό επίπεδο.
Ο Γιώργος Παπαβασιλείου, ως αστυνόμος που αναλαμβάνει να διερευνήσει την καταγγελία του Άνδρα ότι το πρόσωπο που εμφανίζεται ως σύζυγός του έχει βασικό στόχο τη δολοφονία του και την αρπαγή της περιουσίας του αποδίδει με φυσικότητα τη σοβαρότητα και την επιδεξιότητα το χαρακτήρα. Ο Φώτης Παπαφώτης ως άνδρας που ξεκινά από έντονη ανησυχία και φτάνει να παραπαίει μεταξύ λογικής και τρέλας διαμορφώνει αριστοτεχνικά το ρόλο του, με φυσικότητα και απλότητα χωρίς να σε προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει.
Η μουσική επιμέλεια του Ορέστη Τσαμπά εντείνει το σασπένς του έργου, τα σκηνικά των Σωτήρη Γούσια και Χρήστου Παππά με την αφαιρετικότητα και τη λιτότητά τους αναδεικνύουν τις ερμηνευτικές ικανότητες των ηθοποιών, τα κοστούμια της Ειρήνης Νάκου συμ- βάλουν καταλυτικά στην ολόπλευρη ερμηνεία του έργου. Πρόκειται για μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσει κανείς.