Τις δυο δεκαετίες του 1960 και 1970 αρκετοί από τους παλιότερους τις νοσταλγούν και σήμερα και δικαίως θεώρησαν την περίοδο αυτή ως εποχή της αγνότητας και της γνησιότητας. Ακόμα και στην Αμερική την ονόμασαν εποχή της αθωότητας.
Είχε τελειώσει ο πόλεμος μια δεκαετία πριν και η χώρα ανασυγκροτούνταν και στήνονταν σιγά – σιγά στα πόδια της. Έτσι, και στην Άρτα απαλλαγμένοι οι πολίτες της από την απειλή του πολέμου, της πείνας και του εμφυλίου αναζητούσαν δουλειά, αλλά δραστηριοποιούνταν σε νέα επαγγέλματα και άλλα που είχαν ατονήσει και διαρκώς πιστοποιούσαν και επαλήθευαν στοιχεία ευμάρειας. Σήμερα πλέον έχουν ξεχαστεί.
Οι αιτίες είναι πολλές. Η βιομηχανική επανάσταση, οι υπηρεσίες διαδικτύου και οι αυτοματισμοί κυριολεκτικά αφαίρεσαν εργατικό δυναμικό και πήραν τις θέσεις από τον άνθρωπο. Δεν βλέπεις πια στον κεντρικό δρόμο της πόλης δισκοπωλεία να πουλούν δίσκους βινυλίου, ούτε κασέτες μαγνητοφώνου, που μας διασκέδαζαν ως μαθητές στις εκδρομές και γίνονταν αιτία να στήνουμε αυτοσχέδια πάρτι. Σήμερα με μια απλή κίνηση, σε πολύ λίγο χρόνο «γκουγκλάρεις», αντιγράφεις και οικειοποιείσαι κάθε ήχο με μικρές σε όγκο αλλά με μεγάλη χωρητικότητα συσκευές οτιδήποτε. Από μουσική μέχρι μεγάλα αρχεία που χρησιμεύουν παντού.
Για τα καλά και δύσκολα ρούχα υπήρχε ο ράφτης. Το επάγγελμα ήταν σχεδόν οικογενειακό και το μάθαινε ο πατέρας στο γιο και έτσι γινόταν και οικογενειακό επώνυμο. Τα εργαλεία τους ήταν μια δαχτυλήθρα, ένα ψαλίδι, μια μεζούρα και το θηλυκωτάρι (ειδικό άγκιστρο για να κρατεί το ύφασμα από κάπου σταθερό). Σήμερα η παραγωγή ρούχων βιομηχανοποιήθηκε και οι αυτοματοποιημένες μηχανές κόβουν και ράβουν μαζικά χωρίς χέρια. Απλά ένα πρόγραμμα ενεργοποιείται και το ανθρώπινο χέρι κάνει μια απλή απλούστατη κίνηση. Πατάει απλώς ένα κουμπί.
Με το ξύλο και το ψαθί ο καρεκλάς έφτιαχνε ή επισκεύαζε τις παραδοσιακές ψάθινες καρέκλες. Χρησιμοποιούσε ξύλα από πλάτανο και με σχοινιά από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών κατασκεύαζε όλων των ειδών καρέκλες. Σήμερα η καρεκλομάνια στηρίζεται σε επεξεργασμένα υλικά, επίσης μηχανών, που τα συναρμολογούν βγάζοντας μαζικές παραγωγές σε ελάχιστο χρόνο.
Σπάνια συναντάς τον άνθρωπο εκείνον με την ποδιά που άνοιγε και άπλωνε κάθε πρωί τα προϊόντα του σε σακιά που τα διατηρούσαν φρέσκα για την διατροφή μας. Ο γνωστός παντοπώλης δεν υπάρχει πιά που σου έκανε και σκόντο στις τιμές, ή σου τα δοσοποιούσε κάνοντας χρήση του τεφτεριού με τον πολλαπλασιασμό στο πίσω εξώφυλλο στις δύσκολες μέρες του μήνα. Οι υπεραγορές σήμερα, τα γνωστά σούπερ μάρκετ, σου πουλάνε εκτός από αυτά που επιθυμείς και οτιδήποτε άλλο απρογραμμάτιστο για αγορά που σου θαμπώνουν το μάτι. Ο μπακάλης εκτός των άλλων – ενίοτε – γίνονταν και καφετζής σε μια γωνιά του χώρου του σε μικρότερες κοινωνίες με δυο τρία τραπεζάκια για την απόλαυση του φρεσκοκομμένου καφέ, τον οποίο σήμερα τον απολαμβάνεις, αν τον απολαμβάνεις, ρέοντας μέσα από inox μικρά σωληνάρια. Το μπρούτζινο ή το αλουμινένιο μπρίκι είναι πια συλλογικό έκθεμα.
Οι μάστορες της Ηπείρου ή «πετράδες» αποτελούσαν μια κοινωνία ανθρώπων με μεγάλη τεχνογνωσία στην κατασκευή πλήθους παραδοσιακών πέτρινων οικημάτων πολλών χρήσεων που μεγαλούργησε στην Ελλάδα και σ΄ όλο τον κόσμο από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα. Τα Ηπειρώτικα μπουλούκια ή σινάφια έχτισαν αριστουργήματα και η φήμη τους εξαπλώθηκε σ΄ όλα τα Βαλκάνια φτάνοντας έως την Αμερική. Σήμερα η πέτρα που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις, είναι ομοιώματα τύπου πέτρας διαφόρων προσμίξεων υλικών.
Ένα τετράγωνο κουτί στηριγμένο σε τρίποδα ήταν ο σκοτεινός θάλαμος και η κάμερα του πλανόδιου φωτογράφου που απαθανάτιζε καθημερινές, οικογενειακές στιγμές από το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι του τόπου. Σήμερα οι φωτογραφίες είναι αναλογικές των pixels και είναι μόνο ένα εικονοστοιχείο που χάνεται στις μνήμες των κινητών με την πάροδο του χρόνου. Δεν θα καταστεί ποτέ ως αναμνηστικό είδος.
Υπήρχαν οι Συρμακεσήδες, οι χρυσοραφτάδες όπου με τους κεντηστάδες και με τους γουναράδες γνώρισαν μεγάλη ακμή κυρίως στα Γιάννενα. Οι συρμακέσηδες με ασημένια ή χρυσή κλωστή κεντούσαν εικόνες, λάβαρα, κεντήματα για άμφια ιερέων και άλλα εκκλησιαστικά είδη. Οι χρυσοκεντητάδες γνωστοί με το όνομα τερζήδες, άκμασαν χάρη στην ύπαρξη του εμπορίου παραδοσιακής φορεσιάς, στην εισαγωγή πρώτων υλών, στην ύπαρξη εξειδικευμένων τεχνιτών και αξιόλογων εργαστηρίων και βιοτεχνίας με παράδοση ολόκληρων αιώνων. Σήμερα μια ιντερνετική στάμπα επεξεργασμένη στις μηχανές αφάνισε αυτό το επάγγελμα παντελώς.
Ατέλειωτο χρόνο θα χαραμίζαμε αν αναφερθούμε σε όλα αυτά τα επαγγέλματα που εξαφανίστηκαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά από αυτά: Ο ασβεστάς, ο κηροπλάστης, ο σαμαράς, ο πλινθοποιός, ο βυρσοδέψης, ο τροχιστής, ο τσαγκάρης, ο τσαρουχάς, ο βαρελάς, ο βαστάζος ή μεταφορέας, ο χανιατζής στο χάνι ανεφοδιασμού ή ξεκούρασης, ο γανωτής, ο ψαθάς, ο σκαλιστής, ο παγοπώλης, ο πεταλωτής, ο καλαθάς, ο αγωγιάτης, ο σιδεράς κλπ.
*Ο Νικόλαος Καραδήμας είναι συγγραφέας με καταγωγή από την Άρτα