Σήκω καημένε Ντάικο/ να δεις το γιόκα σου,/ πως είναι μεθυσμένος/ έξω απ’ τη πόρτα σου./ Ο Ντάικος θέλει χορό/ τα βιολιά δεν ειν’ εδώ,/ ποιον να στείλω να τα φέρει/ μ’ ένα τάλιρο στο χέρι./ Δώδεκα χρόνια ο Ντάικος/ κάτω στη Βλαχιά,/ μόνο μια λίρα φέρνει/ κι αυτή για τα βιολιά./ Αχ! Αχ! Ο μαύρος τι θα γίνω/ τι ‘ναι ετούτα που παθαίνω;
Τραγούδι προερχόμενο από την Πωγωνήσια παράδοση. Αναφέρεται στον μερακλή τον άνθρωπο που αναζητεί τα βιολιά για να χορέψει, παρόλο που τα λεφτά του δεν είναι αρκετά. Η επιθυμία του μερακλή για χορό, όμως, δεν σκοντάφτει στα χρήματα, γιατί η δύναμη της ψυχής του και το μεράκι του, είναι ανώτερα από αυτά. Οι οργανοπαίχτες κάποιες φορές όταν μπαίνουν και αυτοί στα μεράκια, παίζουν για τους μερακλήδες και χωρίς χρήματα, γιατί το μεράκι είναι κοινό τους γνώρισμα, που είναι πιο πάνω από τα χρήματα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ