Απ’ όταν πάτησε το πόδι του ο Αλή πασάς στην περιοχή της Άρτας όλα τα χωριά σιγά – σιγά άρχισαν να γίνονται τσιφλίκια δικά του και της οικογένειας του.
Το κόλπο ήταν απλό. Ανέβαζε τους φόρους, οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν, πολλάκις τους δάνειζε για να πληρώσουν αλλά επειδή και πάλι δεν έβγαιναν έκανε τα χωριά νόμιμα τσιφλίκια του. Όμως κάποιοι μουσουλμάνοι μπέηδες που κατάλαβαν τι… παίζει προσπαθούσαν να βρουν δικαιολογίες αλλά τελικά τους έτρωγε το μαύρο φίδι, που ήταν και μια συνηθισμένη φράση του Αλή, όταν απειλούσε.
Κάποτε το 1996 μάλλον θα ήταν στον Καντζά, όπως μου διηγήθηκε ένας παππούς στο καφενείο μια ιστορία, που την είχα θεωρήσει μια απ’ όλες αυτές που διηγούνται στα χωριά και καμιά φορά είναι ιστορίες του καφενέ. Τον αδίκησα μάλλον τον παππού. Χρόνια αργότερα βρήκα την ίδια ιστορία στον Λαμπρίδη και διαβάζοντας τον Σπύρο Αραβαντινό την βρίσκω και σ’ αυτόν.
Τα τσιφλίκια του Λούρου και του Καντζά ήταν δυο πλούσια τσιφλίκια. Ο Λούρος στην Λάμαρη και ο Καντζάς στο στόμα της Μικρής Λάκκας. Ο Καντζάς (σήμερα Στεφάνη) είναι ένας οικισμός που φαίνεται να κατοικείται από την προϊστορική περίοδο. Αυτά δείχνουν και τα ευρήματα της περιοχής. Τον συναντάμε με διαφορετικά ονόματα όπως Μπότσικα ή Μπομπότσικα (Αγριοκρέμμυδο) τον 16ο αιώνα, σαν Σαχίν Μπέη στα 1670 και από το 1695 σαν Κάντζα ή Καντζά.
Αρχές 19ου αιώνα μπέης των χωριών αυτών ήταν ο Ταχήρ πασάς. Τα χωριά αυτά μπήκαν στο μάτι του Αλή. Έτσι έστειλε ανθρώπους του να αναγκάσουν τον μπέη να «πουλήσει» αυτά τα τσιφλίκια στον Αλή. Αυτός δεν δέχτηκε. Ο Αλής ξανάστειλε ανθρώπους με έτοιμα χαρτιά και το μόνο που απέμεινε ήταν να βάλει ο μπέης, δηλαδή ο Ταχήρ πασάς, την βούλα του προς έγκριση.
Ο Ταχήρ στην αγανάκτησή του και να μην υπογράψει, κατάπιε την σφραγίδα. Προφανώς πρέπει να τον περιποιήθηκαν οι άνθρωποι του Αλή. Τον ανάγκασαν να ξαναφτιάξει σφραγίδα και να μην διαφέρει της προηγούμενης και έτσι υπό καθεστώς βίας τα παραχώρησε. Να πούμε πως ο Αλής έδινε συμβολικά ποσά, που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματική αξία και τόνιζε πάντα πόσο μεγαλόκαρδος ήταν και δεν ήθελε να ζημιώσει κανέναν.