Νύχτωσε γρήγορα αγάπη μου
σύννεφα μαύρα και καταιγίδες
κατέκλυσαν την ψυχή μου.
Γυρίζω τα μάτια και κοιτάζω τον ουρανό
απλώνω τα χέρια μου για να πιαστώ
απ’ του Θεού το χέρι.
Μόνο για σένα θέλω να ζήσω,
όπως για σένα μόνο ζούσα
τότε που ήσουν στη ζωή,
για να σου προσφέρω
και μετά τον θάνατό σου
συλλείτουργο την αγάπη μου.
Θέλω να ξανατραγουδήσω τα κάλλη σου
την ομορφιά της ψυχής σου
τη μεγάλη προσφορά σου
σε μένα, στα παιδιά μας
και στους μαθητές σου.
Θέλω να ζήσω για σένα
για να τιμήσω επάξια τη μνήμη σου
Είμαι χλομός, πολύ χλομός,
κρυώνω! Ήθελα να με σφίξεις
στην αγκαλιά σου να με ζεστάνεις.
Φυσά κι ένας αγέρας παγωμένος.
Ο βασιλικός μαράθηκε
και πολλές γλάστρες ορφάνεψαν.
Είναι εκεί στην ανατολική βεράντα
γεμάτες με ξερόχωμα
και ξερόφυλλα των μαραμένων
λουλουδιών τους.

Βλέπω τα γλυκά μάτια σου στα όνειρά μου
το πρόσωπό σου φωτεινό και μου μιλάς:
«Έλα να παίξουμε με τα κύματα
να τρέξουμε να δούμε τις βάρκες
στο γιαλό που τρέχουν γρήγορα
για ν’ αράξουν στο λιμάνι
γιατί έρχεται θύελλα».
Γυρίζω τα μάτια και σε βλέπω,
σε ακούω που μου μιλάς χαρούμενη.
Συ αγαπημένη μου η νεκρή
μου μιλάς και χαίρομαι στον ύπνο μου.
Όνειρα είναι και τίποτε άλλο.
Κάποτε μ’ αγκάλιαζες. Περπατούσαμε
αγκαλιασμένοι και σαν ψηλότερος
ακουμπούσα στον ώμο σου και πάντα
ακουμπούσα επάνω σου.
Ήσουν το στήριγμά μου.
Τώρα δεν έχω πού ν’ ακουμπήσω
τον πόνο μου, να ξεκουραστεί η ψυχή μου.
Και τι δεν ήσουν εσύ για μένα!
Τα πάντα. Νους, ψυχή, καρδιά, κίνηση.
Μούσα ήσουν και θα είσαι πάντα.
Αυτό το τελευταίο χάρισμα
που μου εμφύσησες θα το κρατήσω
ως τον θάνατό μου για να σε υμνώ·
τ’ άλλα βρίσκονται σε αδράνεια
αφότου χάθηκες, έσβησαν μαζί σου
και τώρα νιώθω πολύ αδύναμος.
Πώς να νιώθω δυνατός;
Το σπιτικό μας έμειν’ ορφανό! Σε ζητάει!
Σε ψάχνει η καρέκλα της κουζίνας μας
που καθόσουν κι έπαιρνες το πρωινό σου.
Σε ψάχνει ο καναπές του σαλονιού μας
που έπαιζες με τον εγγονό μας.
Η καρεκλίτσα στην ανατολική βεράντα
που καθόσουν και κάπνιζες
και χαιρετούσες τους περαστικούς.
Σε ψάχνει το κρεβάτι μας
και το μαξιλαράκι που έβαζες
στον αυχένα σου.
Σε ψάχνουν τα βιβλία σου
και οι γραφές σου.
Μα πιο πολύ σ’ αναζητώ εγώ αγάπη μου
που σ’ αγάπησα κι έμεινα τώρα μόνος
με ραγισμένη την ψυχή μου.
Αναζητώ την ομορφιά σου, την αγάπη σου,
τη συντροφιά σου, τον έρωτά σου.
Το κάλλος σου το ψυχικό που
πιστεύω πως δεν υπάρχει παρόμοιο,
όπως και για το γέλιο σου το γλυκό
και αγγελόστομο.
Αναζητώ τη ζωή μου. Την ψυχή σου!
Αυτά αναζητώ και την αγκαλιά σου
γιατί κρυώνω! Κρυώνω πολύ μόνος
θερμή μου αγάπη. Πυρκαγιά της καρδιάς μου.

Ξέρω πως είσαι μακριά και δεν μ’ ακούς.
Τι θ’ απογίνω δεν ξέρω!
Δεν είναι ζωή ετούτη!
Είναι μαρτύριο μεγάλο
κι όσο περνάει ο καιρός
όλο και πιο πολύ μεγαλώνει
και μου σφίγγει τον λαιμό,
με πνίγει, δεν μπορώ ν’ ανασάνω.
Όχι που λένε -ο λαός, η παροιμία
το λέει, δεν ξέρω- πως «ο χρόνος
είναι ο μεγαλύτερος γιατρός και
όλα τα γιατρεύει». Μωρ’ τι μας
λέτε; Ο δικός μου χρόνος
δεν θα πάρει ποτέ πτυχίο ιατρικής
για να γίνει γιατρός να με γιατρέψει.
Κι αν το πάρει θα είναι πάντα
μικρογιατρός και άπειρος
δεν θα μπορέσει ποτέ να γιατρέψει
τα πάθη που μου προκάλεσε
η στέρηση της παρουσίας
της πρώτης μοναδικής και παντοτινής
αγαπημένης μου.
Γελιέστε πολύ όταν επικαλείστε
σαν γιατρό τον χρόνο.
Δεν ξέρετε τι ήταν η αγάπη μας.
Πώς άρχισε, πού πήγε, πού έφθασε
και πού είναι!
Κρίμα που επικαλείστε τον χρόνο.
Δεν έχετε αγαπήσει. Κρίμα!
Δεν νιώσατε ποτέ σας την ένωση δύο
ψυχών και δύο σωμάτων. Είναι συγκλονιστικό
αυτό το συναίσθημα. Σεισμός
Σταύρωση και Ανάσταση.

Αν το είχαν νιώσει όλοι οι άνθρωποι
δεν θα βρίσκονταν μερικοί να σκοτώνουν
τις γυναίκες τους,
το σώμα τους, την ψυχή τους.
Ασυμφωνία χαρακτήρων, λένε,
ψυχολογικά προβλήματα και παίρνουν
ένα μαχαίρι και το μπήγουν
στην καρδιά της καρδιάς τους
και στις καρδιές των παιδιών τους.
Κρίμα! Σ’ αυτούς! Δεν ξέρουν
τι είναι η αγάπη. Δεν ξέρουν
το μεγαλείο της. Χωρίς αγάπη
χάνεις την ομορφιά σου σωματική
και ψυχική. Κι ακόμα δεν ξέρουν
πως η γυναίκα είναι ό,τι πιο
όμορφο έπλασε ο Θεός για
τον άνδρα κι ότι είναι κάτι
λεπτό, εύθραυστο κι όταν ακόμη
εναντιώνεται είναι αδύναμη,
κατανοείστε το εσείς που παριστάνεται
τους άντρες, μην τις τσακίζετε.
Συγνώμη αγάπη μου, συμβαίνουν
πολλά, στον εδώ κόσμο
όπως συνέβαιναν, το ξέρεις,
γι’ αυτό παρεξέκλινα
για να νουθετήσω
κάποιους δήθεν άντρες
που με τη σκληρή συμπεριφορά τους
πληγώνουν τις γυναίκες τους.
Και τώρα στα δικά μας.
Ποια δικά μας; -Στα δικά μου.
Εσύ καλά αναπαύεσαι.
Εγώ δεν μπορώ να ησυχάσω.
Ήταν μαχαιριά στην καρδιά μου
αυτό που συνέβη Λενιώκα μου.
Άλλα περίμενα εγώ.
Να γεράσουμε πρώτα.
Να ζήσουμε τα γηρατειά μας
και μετά όπως ήθελε ο Θεός μας
-παρότι εμείς θέλαμε να φύγουμε μαζί-
ας γινόταν.
Τώρα όμως έφυγες πρώτη και ξαφνικά
κι έμεινα κατάμονος· χωρίς ελπίδα.
Ποια ελπίδα; Ελπίδα για το μέλλον;
Υπάρχει μέλλον; Κοροϊδευόμαστε;
Ποτέ μου δεν κορόιδεψα άνθρωπο
πόσο μάλλον τον εαυτό μου,
εγώ είμαι ρεαλιστής με ξέρεις.
Δεν υπάρχει κανένα μέλλον.
Παρελθόν υπάρχει και μ’ αυτό ζω.
Το νοσταλγώ, το επιστρατεύω,
το βλέπω, το αφουγκράζομαι
και αντλώ δύναμη να ζήσω λίγο
για να υμνήσω Εσένα Αγάπη μου.
Με το παρελθόν αγκαλιά ζω κι ας κλαίω κι ας
οδύρομαι με τις όμορφες θύμησές του
που τώρα τις στερούμαι Λενιώκα μου,
Γυναικούλα μου Αγαπημένη

Γιάννης Κ. Τσώλης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ