Σήμερα θα ασχοληθούμε με την γλώσσα των τσοπάνηδων μια και πρόσφατα λόγω των ημερών του Πάσχα ήρθαμε σε επαφή με κάποιες από αυτές τις λέξεις, συνεχίζοντας το λεξιλόγιο της ελληνικής υπαίθρου.
Αγγειό (το): δοχείο, σκεύος.
Ανάρμεγος: το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. Είναι ανάρμεγο το κοπάδι.
Απλάδι (το): Κλινοσκέπασμα από προβατίσιο μαλλί.
Αρβάλι (το): Χάλκινο ή τσίγκινο στρογγυλό δοχείο με χερούλι για το άρμεγμα των ζώων.
Αρνάδα: Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή.
Ασαλάγητος: Αυτός που δεν παίρνει από ορμήνιες, που κάνει ό,τι του κατέβει στο μυαλό.
Βάκρα: Προβατίνα με άσπρο τρίχωμα στο σώμα της και μαύρες κηλίδες μόνο στο μούτρο της.
Βετούλι (το): Κατσίκι ενός έτους.
Γαλάρια (τα): Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν (έχουν) γάλα. Σε αντίθεση με τα στέρφα που δεν έχουν.
Γάστρα (η): Σιδερένιο θολωτό σκέπασμα. Στη γάστρα ψήνονταν το ψωμί, ορισμένα φαγητά και ολόκληρα αρνιά ή κατσίκια.
Γκιόσα (η): Γίδα με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και λευκές ρίγες στο πρόσωπο.
Γκισέμι (το): Τραγί ή κριάρι μεγαλόσωμο, οδηγός του κοπαδιού που φέρνει το μεγαλύτερο κουδούνι.
Γκλίτσα: Ποιμενική μαγκούρα με σκαλιστή λαβή.
Ζλάπι (το): Η φράση «παρουσιάσκη ζλάπι» σημαίνει ότι εμφανίστηκαν στα πέριξ λύκοι ή τσακάλια και πρέπει να προσέχει ο τσοπάνης.
Ζυγούρι (το): Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.
Ζωντανά (τα): Τα πρόβατα και τα γίδια συνολικά. Αλλιώς τα πράματα.
Κακαράντζα (η): Τα περιττώματα, η κοπριά των ζώων.
Κάλεσα: Προβατίνα με σώμα άσπρο, αλλά με μάτια, μύτη και αυτιά μαύρα.
Καραμάνικη (η): Προβατίνα άσπρη με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και φαρδιά ουρά.
Καρδάρα (η): Ξύλινο στρογγυλό δοχείο για το άρμεγμα του γάλακτος.
Κάτσενα: Άσπρη προβατίνα με κόκκινο πρόσωπο.
Κλαπάτσα (η): Αρρώστια των προβάτων.
Κλαρίζω: Κόβω τα κλαδιά δένδρου.
Κολόκουρος (ο): Το πρώιμο μερικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου. Συνήθως γίνεται στο τέλος του Μάρτη.