Σήμερα αγάπη μου γλυκιά, 7η Ιανουαρίου 2023, ημέρα Σάββατο, που είναι η ονομαστική μου εορτή, μόνος μου ύστερα από τόσα πολλά χρόνια, πέρασα τη μεγαλύτερη θλίψη της ζωής μου.
Για πρώτη φορά δεν εκκλησιάστηκα την ημέρα της γιορτής μου. Ένας βήχας φοβερός από το πρωί που ξύπνησα μου τράνταζε τα σωθικά. Από τις 10:30 ως τις 23:00 ώρες κτυπούσαν τα τηλέφωνα, σταθερό και κινητό. Δεν απάντησα σε καμία του κλίση. Δεν μπορούσα να κοροϊδέψω Λενιώκα μου τον εαυτό μου, καθώς εγώ πενθούσα για τον χαμό σου, και να δεχθώ αυτό το τυπικό «χρόνια πολλά».
Έκλαιγα, περίπου όλη την ημέρα. Πού να ήξεραν οι άνθρωποι, που όλους τους αγαπώ, και τους ευχαριστώ για τα τηλεφωνήματά τους, πώς ζούσαμε εμείς τη γιορτή μου! Τι θα μου πρόσφεραν τα «Χρόνια πολλά»; Μόνο σπαραξικάρδιο κλάμα.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν τη χαρά μας και περισσότερο τη δική σου χαρά κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής του αγαπημένου σου Γιάνκου. Ήξεραν αυτοί πώς ζήσαμε εμείς εκείνο το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου του 1971; Έφερα στη μνήμη μου συμπτωματικά κι απροσκάλεστα εκείνο το βράδυ. Τι γνώριζαν αυτοί για τον βραδινό μας έρωτα; Ότι κοιμηθήκαμε ολόγυμνοι και ποιο μέρος του σώματός σου είχα όλη νύχτα για μαξιλάρι; Τίποτα δεν ήξεραν και δεν ξέρουν – όλοι όσοι τηλεφώνησαν από ενδιαφέρον να μετριάσουν το πένθος μου για τον χαμό σου – για την αγάπη μας, τον έρωτά μας, τη χαρά μας την ημέρα της γιορτής μου. Δεν απάντησα σε κανένα τηλεφώνημα.
Η σκέψη μου ήταν σε σένα. Στην κάθε γιορτή μου εσύ πρωτοστατούσες. Έλαμπες και φώτιζες τον χώρο, το νου μου και το πρόσωπό μου. Ακτινοβολούσε στα γλυκά γαλαζοπράσινα μάτια σου η χαρά και η ευτυχία. Ξεχωριστά που η γλυκιά σου φωνούλα ακουγόταν χαρούμενη στα πολλά τηλεφωνήματα που απαντούσες, εσύ και δεχόσουν τις ευχές γιατί δεν προλάβαινα εγώ, που μιλούσα ή στο κινητό μου ή στο σταθερό τηλέφωνο. 148 τηλεφωνήματα μετρήσαμε πέρυσι. Δεν μπορούσα ν’ αντέξω τη δοκιμασία των ευχών ενώ εσύ απουσίαζες. Πενθούσα δεν θα άντεχα θα έκλαιγα.
Τόλμησα μόνον αγάπη μου να πάω με τα παιδιά μας, τη Βιβή, την Κορίνα, τον Παναγιώτη και τον εγγονό μας τον Γιαννάκη που γιόρταζε κι εκείνος για πρώτη φορά χωρίς την παρουσία σου, να φάμε όλοι μαζί στο «Τζίτζικα και Μέρμυγκα» στην οδό Μητροπόλεως.
Μετά το γεύμα τους πήγα στο Θησείο και ξέρεις πού καθίσαμε; Μάντεψε Λενιώκα μου; Μάντεψε; Στο καφέ «Μέντωρα» που έχουμε καθίσει αρκετές φορές μαζί, αλλά μία φορά εσύ την θεώρησες ξεχωριστή και την έγραψες στο ημερολόγιο. Ήταν εκείνη η Τρίτη της 29-9-2009. Τότε που καθώς πίναμε τις πορτοκαλάδες μας, πέρασε κι ένα σχολείο με τους καθηγητές του με προορισμό την Ακρόπολη. Και γράφεις πως σου άρεσαν οι φωνές των μαθητών που ζωντάνεψαν την ατμόσφαιρα και χάρισαν μια ευωδιαστή νότα στον χώρο. Τότε που θυμήθηκες κι εσύ τη δική σου εκδρομή στην Ακρόπολη, με τους μαθητές σου, το 1983. Ήσουν τριανταπέντε χρονών, τότε γράφεις. Επί τούτου πήρα τα παιδιά μας και τα πήγα στον «Μέντωρα» ήθελα να τα θυμηθώ όλα όπως τα γράφεις και τα έζησα κι εγώ για δεύτερη φορά.
Σ’ αγαπώ Λενιώκα μου γλυκιά! Η δυσκολότερη μέρα της ζωής μου, αγάπη μου όμορφη, ήταν η σημερινή ημέρα της γιορτής μου του έτους 2023. Μου λείπεις Λενιώκα! Μου λείπεις πολύ! Δεν την αντέχω την απουσία σου.
Δεν ξέρω γιατί ο καλός Θεός τα ρύθμισε έτσι. Κάτι ήξερε φαίνεται ή μάλλον πολλά ξέρει και με τον δικό του καλύτερο τρόπο τα ρυθμίζει. Ίσως βρισκόσουν σε δυσκολότερη θέση αν έμεινες εσύ κι έφευγα εγώ πρώτος. Το χρόνιο πρόβλημα των ποδιών σου ίσως δεν θα σου επέτρεπε να κινείσαι, εκτός από τη θλίψη που θα σε είχε καταβάλει για τον χαμό μου. Εγώ ευτυχώς κινούμαι αρκετά καλά ακόμη, τα καταφέρω σωματικά, ψυχικά δεν μπορώ να συνέλθω αγάπη μου και όπως πάω δεν πρόκειται να συνέλθω. Θα έλθω θλιμμένος, μου φαίνεται, για να σε βρω.
Θα ’βρω άραγε χαρά όπως εύρισκα όταν σε συναντούσα τότε; Θα δούμε. Πώς είναι άραγε εκεί επάνω; Βρήκες μερικούς; Τη μαμά, τον μπαμπά, τη γιαγιά, τον παππού Νίκο, τους δικούς μου, τους βρήκες Λενιώκα; Ξέρω θα έλθεις στο όνειρό μου και θα μου το πεις. Αν τους βλέπεις να μου τους φιλήσεις όλους. Τους αγαπώ να τους πεις. Κι ακόμη να πεις στους δικούς μου ότι εσένα αγαπώ πιο πολύ απ’ όλους και να μην έχουν παράπονο, όπως τότε που ήταν στη ζωή, ότι τους παραμελούσα. Ζω ένα μαρτύριο αγάπη μου χωρίς τη δική σου παρουσία.
Εδώ μέσα στο σπίτι μας, σε όλα τα άψυχα, βρίσκεται η δική σου παρουσία, αόρατη σε μένα δυστυχώς. Σε όλα αγάπη μου είναι η γλυκιά μορφή σου, τα χαμόγελά σου, η αγάπη μας, ο έρωτάς μας, η ζωή μας Λενιώκα μου. Στα φορέματά σου τα καλοραμμένα, τα ταγιέρ σου, τα πουκάμισά σου, τα εσώρουχά σου.
Πολλά από αυτά καινούργια δεν σου έκαναν. Τι τα κρατούσες αγάπη μου; Μου θυμίζουν, όλα, τα πάντα με λεπτομέρεια. Χθες έδωσα κάποια δικά μου ρούχα στο καθαριστήριο και δυο πολύ ωραία πουκάμισα δικά σου, εκείνο το μουσταρδί και το άλλο το αστερόχρωμο.
Μου θυμίζουν πολλά, θα τα κρατήσω. Όλα τα ρούχα σου τα έχω στις ντουλάπες, σε κρεμάστρες τακτοποιημένα, παλτά, τζάκετ, δερμάτινα, φορέματα, φούστες, παντελόνια, μπλουζάκια, πουκάμισα. Περνάω κάπου – κάπου απαλά το χέρι μου και τα χαϊδεύω νοσταλγικά.
Τόσες φορές ένιωσαν το χάδι μου πάνω τους όταν τα φορούσες. Σε αρκετά απ’ αυτά σε βοήθησα για να ξεντυθείς ή σε έγδυσα για να… Όχι όχι μη με τρελαίνεις σ’ αγαπώ Ελένη, σε λατρεύω. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου για πάντα. Σ’ αγαπώ πολύ. Λατρεύω κάθε δικό σου. Γι’ αυτό ίσως με δοκιμάζει ο Θεός, γιατί σ’ αγαπώ περισσότερο από Εκείνον.
Κι όμως κάθε τόσο του κράζω επίμονα «σ’ αγαπώ Χριστούλη μου, σ’ αγαπώ βοήθησέ με» του το λέγω πολλές-πολλές φορές με το παραμικρό αγάπη μου, μόνο εσάς τους δύο επικαλούμαι και την Παναγιά μας.
Μου είναι δύσκολο Λενιώκα μου να ζήσω χωρίς την παρουσία σου, παρότι την νιώθω τακτικά και μέσα στο σπίτι μας και στους δρόμους που περπατήσαμε μαζί, ειδικά στον δρόμο που βάδιζες μόνη και πήγαινες στο 1ο Λύκειο. Εκεί, στη γωνία Π. Μελά και Μακεδονίας, στέκομαι ευλαβικά και κάνω το σταυρό μου. Κι ακόμη στον δρόμο κάτω από το μικρό γήπεδο του σχολείου που σ’ έναν αγώνα ποδοσφαίρου των καθηγητών, για να εκπληρώσεις την επιθυμία τους, έκανες εσύ το εναρκτήριο λάκτισμα, εκεί στο μέσον του δρόμου ξανασταυροκοπιέμαι προσευχόμενος, «μετά των αγίων ανάπαυσον Χριστέ την ψυχή της δούλης σου Ελένης, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος πρεσβείαις της Παναχράντου σου Μητρός και Πάντων των αγίων σου. Αμήν».