Του Γιάννη Κουτσούμπα*
Τεράστιος χώρος, ατέλειωτος, ο λαϊκός μας πολιτισμός, η λαϊκή μας κληρονομιά. Χώρος γερά δεμένος με τις ρίζες του η περιοχή μας. Με το ένα πόδι στη λαϊκή μας κληρονομιά, με το άλλο στη νέα γενιά, στο σήμερα και το αύριο. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, λέξεις ζωντανές, καθημερινές. Συνδετικός κρίκος η ιστορία, η παράδοση, ο λαϊκός πολιτισμός, τα λαϊκά δρώμενα.
Πρόκειται για μια απίστευτη γνώση. Ζούμε ασφυκτικά δεμένοι από υπαγορευμένα – ξένα πρότυπα συμπεριφοράς και τρόπου ζωής. Ζούμε την καταστροφή του περιβάλλοντος, απειλούμαστε από τη λησμονιά των δημιουργικών δυνάμεών μας, απειλούμαστε από τη λησμονιά της ψυχής και του πνεύματος. Απειλούμαστε από τον κίνδυνο της αλλοτρίωσης του εαυτού μας. Η ανάγκη επιστροφής στις ρίζες μας, στη παράδοση, προβάλλει επιτακτικότερη όσο ποτέ.
Στην ελεύθερη Άρτα (1881)
Στην ελεύθερη Άρτα πρώτη φορά το 1882 οι αποκριές γιορτάστηκαν με απερίγραπτο ενθουσιασμό, με πολύ κέφι και ζωντάνια.
Πλήθος Αρτινών ντύθηκαν μασκαράδες και «γιατρούδες» για να ξεσπάσουν από την καταπίεση αιώνων. Πετούσαν για πολλές ημέρες βεγγαλικά. Έβλεπες στα πρόσωπα όλων των Αρτινών τη χαρά και το γέλιο, όλος ο κόσμος, ντόπιοι και ξένοι, γλεντούσαν. Στο ρωμιοπάζαρο, οι μασκαρεμένοι περνούσαν παρέες – παρέες και τραγουδώντας έφταναν μέχρι το τουρκοπάζαρο. Στον πλάτανο (πλατεία Κακαβά) οι μαγαζάτορες άφηναν την δουλειά τους και ξεχύνονταν με κέφι και ενθουσιασμό ανάμεσα στους μασκαρεμένους, στους Μπαντίδους και στα Γαϊτανάκια, για τα κεράσματα, για να χορέψουν και να τραγουδήσουν.
Στα μετέπειτα χρόνια
Μόλις άρχιζε το Τριώδιο, η Άρτα ξεσηκώνονταν από τα όργανα και τα νταούλια που έπαιζαν στις γειτονιές. Ήταν η έναρξη των Απόκρεων, ήταν οι «Μπαντίδοι» ο προπομπός της Λαϊκής Αποκριάς.
Οι Μπαντίδοι αγαπούσαν τις αποκριές, η συμμετοχή τους ήταν καταλυτική. Συγκροτούσαν τις ομάδες – παρέες τους και ανήμερα του Τριωδίου άρχιζαν τα νταούλια να βαράνε. Κάθε γειτονιά στο πόδι. Πρώτη ξεκίναγε η Αγία Θεοδώρα με τα μεγαλύτερα νταούλια, απαντούσε η Παργιορίτσα. Ακολουθούσε το Πετροβούνι, η Αϊ δήτρια, η Αι Σοφιά, ο Αϊ Γιώργης, ο Άγιος Νικόλαος, οι Ταμπακιάδες με τους κοντραμπατζήδες Μανώληδες, τον Λαχμανέτη, το τουρκοπάζαρο. Βούιζε όλη η Άρτα.
Περνούσαν πρώτα από τις γειτονιές για τα κεράσματα και ύστερα στην αγορά (ρωμιοπάζαρο). Χόρευαν και τραγουδούσαν τα γνωστά αποκριάτικα δίστιχα και τραγούδια. Σ’ όλη την πόλη ηχούσαν τα όργανα και τα τραγούδια. Το κρασί, το ούζο και το τσίπουρο άφθονα. Παντού κυκλοφορούσαν μασκαρεμένοι. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά για να καλοδέχονται τους μασκαράδες και οι νοικοκυρές τους κερνούσαν πίτες και κρασί. Τους περίμεναν να περάσουν από τα σπίτια τους γιατί αλλιώς το θεωρούσαν κακοτυχία. Βασικό ρόλο στο τρελό ξεφάντωμα είχαν οι παρέες των Μπαντίδων. Διάβαιναν την πόλη τραγουδώντας τα δίστιχα της αποκριάς.
Σήμερα το έθιμο των Μπαντίδων παρουσιάζουν ομάδες Αρτινών 10 έως 15 άτομα (μέλη του Συλλόγου «ΣΚΟΥΦΑΣ» κατά κύριο λόγο), ομάδες στις οποίες σήμερα πλέον συμμετέχουν και γυναίκες. Μικροί – μεγάλοι οργανώνονται, γράφουν δίστιχα καλούν κόσμο και εκτός των μελών του Συλλόγου να συμμετέχουν στο έθιμο. Ηλικιωμένοι συμμετέχουν με συγκίνηση.
Το γαϊτανάκι
Το γαϊτανάκι αποτελεί παράδοση για την πόλη της Άρτας και γιορτάζεται την Β΄ Κυριακή της Αποκριάς.
Οι ρίζες του εθίμου φθάνουν στα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης της Άρτας (1881). Λέγεται πως το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα δικά μας τοπικά έθιμα. Η λέξη γαϊτανάκι είναι υποκοριστικό της μεσαιωνικής λέξης «γαιτάνιν» που σημαίνει μεταξωτό κορδόνι.
Σήμερα η παρουσίαση του εθίμου γίνεται από τους Πολιτιστικούς Συλλόγους της Άρτας. Η συμμετοχή από τα γύρω χωριά είχε ατονήσει τα τελευταία χρόνια. Οι προετοιμασίες για τα παραδοσιακά αποκριάτικα δρώμενα με κυρίαρχο το γαϊτανάκι αρχίζουν την πρώτη εβδομάδα της αποκριάς. Ομάδες των μελών του Συλλόγου ετοιμάζουν τις φορεσιές τους, τις προσωπίδες που θα φοράνε για να μην γνωρίζονται (κατασκευάζονται με ιδιαίτερη διαδικασία: χειροποίητες μάσκες από πεπιεσμένο χαρτί, με επένδυση από πανί, το οποίο αλείφεται με κερί για να έχει δροσιά). Η παραδοσιακή μάσκα, που ονομάζεται «προσωπίδα», είναι εντυπωσιακή, με το καλοστριμμένο μουστάκι φτιαγμένο (τα παλιά χρόνια) από τρίχες χαίτης αλόγου, τα κόκκινα μάγουλα, που συμβολίζουν την ζωντανή καρδιά των Ελλήνων και το λευκό για την πολυπόθητη ελευθερία του ελληνισμού.
Η μάσκα είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Γενίτσαρων, το σημαντικότερο εξάρτημα της φορεσιάς του Γενίτσαρου και της νύφης, καθώς και τα στολίδια που θα έχουν πάνω τους. Θα μοιραστούν οι ρόλοι, ποιοι θα είναι γενίτσαροι και ποιοι νύφες, ποιος θα κρατάει το κοντάρι, ποιος θα είναι ο «Αράπης». Θα βάλουνε καινούργιες κορδέλες στο γαϊτανάκι (12 στον αριθμό όσοι και οι μήνες του χρόνου) και θα κάνουν τις απαραίτητες πρόβες με την παραδοσιακή κομπανία που θα τους συνοδεύει.
Θα έρθουν στην πόλη και τα γαϊτανάκια των χωριών. Κάποιοι θα έχουν μαζί τους και την γκαμήλα. Βγαίνουν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης και στις γειτονιές το Σάββατο της Αποκριάς με ζυγιές και με βιολιά, ξεκινώντας από την περιοχή Μουχούστι (καφενείο Μπαϊκούση) όπως παραδοσιακά ξεκίναγε και τα παλιά χρόνια. Κάθε λίγο σταματούν και πλέκουν το γαϊτανάκι, πότε με συρτούς χο- ρούς, πότε με τσάμικα (ιδιαίτερη μελωδία με το όνομα γαϊτανάκι) και στο τέλος με τα μαλώματα των βιολιτζήδων. Η δεξιοτεχνία και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο.
Πιθανόν ο κυκλικός χορός και το πλέξιμο να υποδηλώνουν τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στη λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από τη ζωή στο θάνατο και το αντίθετο. Η προφορική παράδοση θέλει όσο πλέκουν το γαϊτανάκι σε όλη την περαντζάδα, οι γενίτσαροι και οι νύφες να μη αποκαλύπτουν το πρόσωπο.
Επίσης, με τον τελευταίο χορό το γαϊτανάκι να παραμένει πλεγμένο, οι χορευτές να βγάζουν την μάσκα και να κόβουν από την κορδέλα τους ένα μικρό κομμάτι, συμβολικά για τον ερχομό της άνοιξης και για καλοτυχία. Μετά το πλέξιμο στο γαϊτανάκι, ακολουθούν τα αποκριάτικα χορευτικά δρώμενα, όπως ο Χαραλάμπης, ο χορός της νύφης, ο γανωντζής, το πιπέρι και άλλα. Μαζί με το γαϊτανάκι ακολουθούν και άλλες παρέες που τραγουδούν τα αποκριάτικα δίστιχα που σατιρίζουν διάφορα πρόσωπα και κατα- στάσεις μέσα από την ζωή.
Επίλογος
Τα εθιμικά δρώμενα, το «γαϊτανάκι» και οι «Μπαντίδοι», είναι ένας άγραφος θεσμός της τοπικής κοινωνίας της Άρτας, σταθερός που στηρίζεται στη συνεργασία, τη συμμετοχή, την εθελοντική προσφορά, τον σεβασμό και τον μόχθο παλαιών και νέων γενιών.
Τέλος ο Σύλλογος «ΣΚΟΥΦΑΣ» ξεκίνησε την διαδικασία για την εγγραφή των εθίμων (Μπαντίδοι – Γαϊτανάκι] στο Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Είναι ένα βήμα για την κατανόηση, τον σεβασμό, την διαφύλαξη της ουσίας τους και την κατακύρωση της αξίας τους στο Άυλο Πολιτιστικό Κεφάλαιο.
Έθιμο από το μακρινό παρελθόν
(Όταν αναβιώνει ένα έθιμο αναγεννάται η λαϊκή παράδοση και η ιστορική μνήμη που κουβαλάμε μέσα μας).
Ένα έθιμο στην Άρτα που έδινε μεγάλη χαρά σε μικρούς και μεγάλους ήταν οι φωτιές στις γειτονιές. Τις φωτιές αυτές, όπως αναφέρει ο συγγραφέας Γ. Κομζιάς στο βιβλίο του «Αρτινό Λαϊκό χοροστάσι», τις έλεγαν «μπράντζα» και άλλοι παλιοί Αρτινοί τις έλεγαν «τζαμάλες».
Το έθιμο συμβολίζει το πέρασμα από τον χειμώνα στην Άνοιξη, το καλωσόρισμα της Άνοιξης και τον αποχαιρετισμό του Χειμώνα και η υπερπήδηση της φωτιάς για το καλό «της σοδειάς», «για υγεία» και «για καλοχρονιά». Η παράδοση λέει ότι κάθε οικογένεια έφερνε για το άναμμα της φωτιάς ένα παλιό αντικείμενο από το σπίτι για να το κάψει.
Όταν το πετούσε στη φωτιά εύχονταν για την «υγεία και γονιμότητα» (της φύσης, των ανθρώπων, των γεννημάτων). Περνούσαν πάνω από τη φωτιά τρείς φορές, λέγοντας «Ξύλα για τς φωτιές να χορέψουν και οι γριές». Ήταν μια ευχετήρια τελετή για καλοχρονιά. Το έθιμο εντάσσεται στα δρώμενα που κατά την λαϊκή παράδοση σχετίζεται με την γονιμότητα, με την βλάστηση της γης.
Τα παλιά χρόνια οι πρώτες φωτιές που άναβαν την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς ήταν στις συνοικίες γύρω από το κάστρο της Άρτας. Τα βράδια στήνονταν ένα γλέ- ντι, ένα πανηγύρι και οι μεγάλοι γύρω από τη φωτιά τραγουδούσαν τα αποκριάτικα και λέγανε τα σατιρικά δίστιχα και τα περιπαιχτικά. Οι μικροί έπαιζαν και χόρευαν, πηδούσαν την φωτιά, «για να ξορκίσουν το κακό» έλεγαν οι μεγάλοι. Πίστευαν ότι η φωτιά έχει την δύναμη να διώχνει το κακό.
Οι λαϊκές γειτονιές τραγουδούσαν «Στης ακρίβειας τον καιρό επαντρεύτηκα και ‘γώ…». Και οι πλούσιοι (αστική τάξη) στα γλέντια που οργάνωναν στα σπίτια τους τραγουδούσαν «κοίταξε η φύσις γύρω/ μ΄ομορφιές τη γη στολίζει». Οι φωτιές αυτές κρατούσαν μέχρι το πρωί. Βασικό ρόλο έπαιζαν τα παιδιά. Αυτά έφερναν τα ξύλα με την συγκατάθεση των νοικοκυραίων ή όχι και τροφοδοτούσαν τις φωτιές για να μη σβήσουν ώστε να τις κρατήσουν μέχρι το πρωί.
Το έθιμο της φωτιάς αφορούσε όλες τις λαϊκές γειτονιές και όλους τους κατοίκους της Άρτας. Η συμμετοχή ήταν αυθόρμητη και καθολική. Η γειτονιά ήταν αυτή που οργάνωνε τη βραδιά του γλεντιού. Ήταν έκφραση και τρόπος διασκέδασης των ανθρώπων της λαϊκής τάξης. Οι συνοικιακοί εορτασμοί την παλιά εποχή πρόσφεραν χαρά, διασκέδαση, κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.
Σήμερα αναγκαστικά τα βάρη της διοργάνωσης έχουν οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι. Ένας Σύλλογος που έχει έμπειρα μέλη περί την τοπική ιστορία και παράδοση μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην διατήρηση και αναβίωση του εθίμου. Οι οργανωτές θα πρέπει να έχουν πείρα, γνώση, ενδιαφέρον, δημιουργικότητα, διάθεση για εθελοντική προσφορά, συνεργασία, συνύπαρξη. Η προέλευ- ση του εθίμου δεν προσδιορίζεται ερευνητικά. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι έχουν σύνδεση με αρχαίες Διονυσιακές γιορτές.
Άλλοι πιστεύουν ότι ήταν μία λαϊκή έκφραση ψυχαγωγίας, ένας τρόπος διασκέδασης των ανθρώπων της λαϊκής γειτονιάς, λειτουργούσε ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων, τότε που οι κοινωνικές σχέσεις ήταν καθαρές, ανθ- ρώπινες και ειλικρινείς.
Δεν γνωρίζουμε γιατί σταμάτησε το έθιμο της φωτιάς στις γειτονιές της Άρτας. Ίσως γιατί έφυγαν για σπουδές ή για εργασία οι συνεχιστές του εθίμου που ήταν η νεολαία. Κάποιοι άνθρωποι έφυγαν και εγκαταστάθηκαν αλλού και κάποιοι άλλοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη.
Η συσσώρευση ανθρώπων κυρίως από αγροτικές περιοχές επέφερε διάφορες αλλαγές σε κοινωνικό, οικονομικό και το πολιτισμικό παρόν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κοινοτική συνοχή. Έπαψαν να υπάρχουν οι παλιές γειτονιές, οι καθαρές κοινωνικές σχέσεις, η αλληλεγγύη, η φιλία, ο αλληλοσεβασμός και οι άνθρωποι δεν έχουν την επιθυμία και διάθεση γλεντιού.
Να αναβιώσει το έθιμο της φωτιάς
Οπως και να έχει πρέπει να αναβιώσει το έθιμο της φωτιάς στις γειτονιές. Όλοι οι Πολιτιστικοί Σύλλογοι έχουν την υποχρέωση της αναβίωσης με την στήριξη του Δήμου Αρταίων (οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη).
Η αναβίωση του εθίμου της φωτιάς πρέπει να τεθεί από την αρχή σε σωστή βάση (τελετουργία – λειτουργία εθίμου) για να διατηρηθεί και να έχει μακροβιότητα.
Χάθηκε η παλιά αίγλη
Σήμερα τα εθιμικά δρώμενα έχουν χάσει την παλιά τους τελετουργία και λειτουργία, που στόχευε στην καλοχρονιά, στη γονιμότητα, στον ερχομό της νέας εποχής. Παρουσιάζονται ως απλές πράξεις που αποσκοπούν στη διασκέδαση μέσα από την οινοποσία και το ανατρεπτικό κλίμα του καρναβαλιού.
Τα τελευταία χρόνια ο κόσμος διασκεδάζει σε πάρτι μασκέ, σε δημόσιους χώρους ή απλώς παρακολουθούν από τα πεζοδρόμια την παρέλαση των μασκαρεμένων, με αποτέλεσμα να ξεθωριάζει η εικόνα και τα χρώματα της λαϊκής αποκριάς. Είναι ανάγκη να ζήσουμε τα παλιά έθιμα και να δώσουμε το μήνυμα ότι η σύνδεση με τις ρίζες μας συνεχίζει στο σήμερα και δημιουργεί νέο πλαίσιο ζωής για το αύριο.
Τα παλιά αποκριάτικα δίστιχα της Άρτας
• Μωρή π’ αναθεμάσε του χάρου πας και λες/ κι ο χάρος δεν σε θέλει και κάθεσαι και κλαις.
• Πεντ’ έξη βλαχοπούλες ορθές κατούραγαν/ πήραν και μια τζαμάρα και την εσούραγαν.
• Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου παιδί/ εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω φυλακή.
• Τέσσερα πορτοκάλια κι ένα χειμωνικό/ στην πόρτα σου κυρά μου θα γίνει φονικό.
• Αν έρθουν και σου πούνε κυρά μ’ να παντρευτείς/ τον άρρωστο να κάνεις να μην παραδεχτείς.
• Μωρή ταμπλαρουμένη ταμπλάς σε βάρεσε/ τόσα παιδιά στην Άρτα κάνα δεν σ’ άρεσε./ Τέσσερα δεν με μέλει μα την Παναγιά/ είμαστ’ αποφασισμένα πέντ’ έξ οχτώ παιδιά.
• Τώρα σαν ξεκινάμε για άλλη γειτονιά/ στον Πίσπερη να πάμε να πάρουμε μπογιά.
• Πέντ’ έξ οχτώ μπαντίδοι απ΄ την Αγιά Σοφιά/ γανώσαν τους Οβραίους στην κάτω γειτονιά.
• Θα γίνουμε γιατρούδες θα γίνουμε γιατροί/ την Καθαρή Δευτέρα θα φάμε πιταστή.
• Ο Πέτρος ο Παπούλιας κι ο Πάνο Μασαλάς/ τα δυο νοικουκυρόπλα ξενσταζ’ ο μαχαλάς.
• Πάει το μαλακό σ’ Παπούλια μ’, πάει το μεντζικό σ’/ το πήρανε οι μπαντίδ’ Παπούλιαμ’ μ’, το παν’ στο Μονοπλιό.
• Δεν τους γαμάς τη μάνα των κερατάδουνε/ θέλουν να μας βαρέσουνε και πάλι σκιάζουνται.
• Σ’ αρέσουν τα ξενάκια απ’ τον Καρβασαρά/ το ξέρει όλ’ η Άρτα και όλα τα χωριά.
*Ο Γιάννης Κουτσούμπας είναι καθηγητής Φυσικής Αγωγής, συγγραφέας και επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου «ΣΚΟΥΦΑΣ» Άρτας