Συνηθίζουμε κάποτε τις αστείρευτες πηγές της δύναμης που μας στηρίζει σα φυλή, σα λαό, να τις χωρίζουμε σε δύο μεγάλα κομμάτια και μάλιστα ξεκομμένα το ένα από το άλλο: την παλιά μας ιστορία – το μοναδικό κι αξεπέραστο αστραποβόλημα των αρχαίων μας προγόνων – και την ιστορία μας την κατοπινή, αυτή που γεννήθηκε μετά την έλευση και το αγκάλιασμα της διδασκαλίας του Χριστού, από το Βυζάντιο κι ύστερα.
Δεν είναι σωστό όμως να γίνεται τέτοιος διαχωρισμός. Γιατί στην ιστορία τίποτε δε γεννιέται από μόνο του. Χρειάζονται οι ενωμένες προσπάθειες των λαών και η πρωτοπορία των φωτισμένων μυαλών για να προκύψει, μέσα από την αχλύ του παλιού, το φως του καινούριου.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που ένωσαν έτσι άρρηκτα τις γενιές και συνέβαλαν καταλυτικά στη συνέχεια του ελληνισμού αξεχώριστα συνδεδεμένου με την ορθοδοξία συγκαταλέγονται τρεις άγιες μορφές που τιμούν κάθε 30η Ιανουαρίου από κοινού η χριστιανική ορθοδοξία όπου γης και ο κόσμος των Γραμμάτων, οι τρεις Ιεράρχες, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Οι Τρεις Ιεράρχες τιμώνται από κοινού, από την εκκλησία μας (και ίσως θα ‘πρεπε απ’ όλον τον ελληνισμό), όχι γιατί έκαναν κάτι από κοινού ή διότι μαρτύρησαν μαζί ή επειδή βρέθηκαν κάποια θαυματουργή στιγμή στο ίδιο μέ- ρος. Τους χωρίζουν κάποια χρόνια και αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα. Τιμώνται οι Τρεις Ιεράρχες γιατί είχαν το ίδιο περίπου πνεύμα, τον ίδιο τρόπο σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων.
Διότι υπερασπίστηκαν την Ορθοδοξία από τις ποικιλόμορφες και ποικιλώνυμες αιρέσεις της εποχής τους, ενώ ταυτόχρονα προχώρησαν στην εντυπωσιακά μοναδική σύζευξη του χριστιανισμού με τον αρχαιοελληνικό τρόπο σκέψης διακρίνοντας, πρώτοι αυτοί, τα κοινά τους χαρακτηριστικά.
Ως επίσκοπος Καισαρείας ο άγιος Βασίλειος έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του λαού που αποτελούσε το ποίμνιό του. Οι φτωχοί, οι πονεμένοι, οι πάσχοντες γενικώς ήταν το αντικείμενο των συνεχών φροντίδων του. Σε μια ομιλία του προς τους πλούσιους έλεγε: «όταν μπω στο σπίτι ενός νεόπλουτου ανθρώπου και το δω υπερβολικά στολισμένο, καταλαβαίνω ότι αυτός δεν έχει τίποτε πολυτιμότερο από τα υλικά αγαθά και στολίζει τα άψυχα, ενώ έχει αστόλιστη την ψυχή του.»
Ενώ ο Βασίλειος παρέμεινε σε όλη του τη σταδιοδρομία στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου για 12 χρόνια ήταν Πατριάρχης. Μετά το τέλος της θητείας του πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ναζιανζό, όπου ασχολούνταν με τη γεωργία και τη συγγραφή. Είναι από τους πρωτοπόρους της ισότητας των δύο φύλων, καθώς στον Τριακοστό έβδομο λόγο του γράφει: «Αυτοί που νομοθετούσαν ήταν άντρες και γι’ αυτό η νομοθεσία ήταν εις βάρος των γυναικών. Ο Θεός όμως δεν είπε έτσι, αλλά: “Να σέβεσαι τον πατέρα σου και τη μητέρα σου για να ζήσεις καλά”. Βλέπετε την ισότητα της νομοθεσίας.
Ένας είναι ο δημιουργός του άντρα και της γυναίκας και οι δύο έγιναν από ένα χώμα. Πώς λοιπόν απαιτείς τη συζυγική πίστη από τη γυναίκα σου, αλλά δεν την αντιπροσφέρεις;» Ο Ιωάννης εξάσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου. Οι λόγοι του διακρίνονται από εκπληκτικό ύφος, γνώσεις και πλήθος εκφραστικών μέσων. Ο ίδιος υπήρξε παράδειγμα λιτής ζωής, σεμνότητας και ταπεινότητας επιβάλλοντας περικοπές στην ίδια του την αρχιεπισκοπή. Δε δίστασε να ελέγξει ακόμα και την αυτοκράτειρα Ευδοξία για την επιλήψιμη ζωή της, κάτι που του στοίχισε καταδίκη σε εξορία.
Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα το μέγεθος της προσφοράς των Τριών Ιεραρχών, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν. Είμαστε στα μέσα του 3ου αιώνα μΧ. Η νέα θρησκεία έχει εξελιχθεί σε επίσημη θρησκεία του εκτεινόμενου Βυζαντινού κράτους και σε συνεκτικό κρίκο της Αυτοκρατορίας που πρόκειται να δημιουργηθεί. Είναι λοιπόν σα- φές ότι θα υπάρχουν διαφωνίες, διενέξεις, αντιπαραθέσεις για τη συγκρότησή της, ιδεολογικά, αλλά και τη διαμόρφωση του τυπικού της και, κυρίως, τη δογματική της θωράκιση.
Στους καιρούς αυτής της μεγάλης σύγχυσης, κατά ευτυχή συγκυρία, γεννήθηκαν οι Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι είχαν την ευλογία να μαθητεύσουν κοντά σε μεγάλους δασκάλους τόσο της εκκλησίας όσο και της ελληνικής φιλοσοφίας. Μπόρεσαν έτσι να διακρίνουν αυτό που φάνταζε αδιανόητο στα μάτια των συγχρόνων τους. Ότι δηλαδή η αρχαία ελληνική σκέψη και στάση ζωής με κέντρο τον άνθρωπο, απαλλαγμένη από τα αναχρονιστικά και φοβικά πλέγματα της μυθολογίας και του δωδεκάθεου, όχι μόνο ανταποκρινόταν, αλλά ήταν και η πιο κατάλληλη για να εφαρμόσει τη βασικότερη διδασκαλία του Χριστού: «Αγαπάτε αλλήλους»! Χάρη σ’ αυτούς η μελέτη, η αντιγραφή και η διάδοση των αρχαίων ελληνικών και της φιλοσοφίας διαδόθηκε στο Βυζάντιο, για να αποτελέσει, αιώνες αργότερα, την αναγεννησιακή πηγή μιας φωτισμένης κίνησης που οδήγησε στην αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα νεώτερα χρόνια.
Σε μια εποχή όπου η ανοχή στο διαφορετικό και το αλλότριο και, κυρίως, σε ό,τι θύμιζε την παλιά λατρευτική αντίληψη του δωδεκάθεου ήταν εξοβελιστέα, οι άγιοι αυτοί πατέρες, με την κλασική Παιδεία που είχαν, αντιλήφθηκαν ότι ο αρχαιοελληνικός ανθρωπισμός μπορεί να είναι η βάση στην οποία θα στηριχτεί η εκπαίδευση που θα έπρεπε να προσφέρει η νέα θρησκεία της οποίας κύρια εντολή είναι η αγά- πη και η αλληλοκατανόηση.
Όταν ο απλός λαός γκρέμιζε τα αρχαία μνημεία ή τα έλιωνε, γιατί έτσι υποτίθεται ότι πρόσταξε ο Χριστιανισμός, οι τρεις Άγιοι εκμεταλ- λεύονταν τις δυνατότητες της αρχαιοελληνικής σκέψης και συνδιαμόρφωσαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ελληνοχριστιανικό» πολιτισμό. Για το λόγο αυτό καλό θα ήταν να στηρίζεται από την πολιτεία η γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Γιατί λαός που δεν γνωρίζει τις ρίζες και την ιστορία του δε μπορεί να σχεδιάσει με επάρκεια ένα καλύτερο μέλλον.