Αμαθία μεν θράσος, λογισμός δε όκνον φέρει Θουκυδίδη, Β, 40
Οι υπερβολές στην πολιτική σκηνή ταυτίζονται με τις καταχρήσεις. Και η εμμονή ανθρώπων του δημόσιου βίου να αυτοπροβάλλονται μεγαλομανώς, είτε ως άτομα είτε ως ομάδες, με βαρύγδουπους τίτλους, με περίτεχνα κοσμητικά επίθετα και άλλα ηχηρά παρόμοια συνυφαίνεται με την ανασφάλειά τους, αλλά και με την αβάσταχτη ελαφρότητά τους, όταν ιδίως θεωρούν ότι μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και να εμφανίσουν τα έργα και τις ημέρες τους με μεσσιανικούς χρωματισμούς. Και καταντά εντέλει γελοιότητα, καθώς μάλιστα επιχειρούν με τη χοντροκοπιά τους αυτή να σκεπάσουν τις παρανομίες τους και να καλύψουν την ηθική τους γύμνια, βαφτίζοντας την τραγωδία τους θρίαμβο.
Όσοι αντικρίζουν τη σύγχρονη πραγματικότητα όχι ως ένα ξεκομμένο επεισόδιο αλλά ως τη συνέχεια της ιστορίας, κουνούν μελαγχολικά το κεφάλι, καθώς ανεβαίνουν συνειρμικά στο μυαλό τους εικόνες του παρελθόντος που πρόσβαλαν βάναυσα και τρομοκράτησαν με τη βαρβαρότητά τους τον καλοπροαίρετο και ανυπεράσπιστο άνθρωπο. Και δεν προκάλεσαν απλά τη νοημοσύνη των υποψιασμένων. Απαίτησαν με τη βία και την απειλή ή να κλείσουν τα μάτια τους και το στόμα τους ή να συνταχτούν με την εξουσία και να της πλέκουν εγκώμια!
Είναι περισσότερο από βέβαιο πως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που καταγίνονται με την πολιτική, εκείνων ιδίως που προβάλλουν το προνόμιο να τη διεκδικούν και να την καταλαμβάνουν με το δικαίωμα της οικογενειακής χρησικτησίας, δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο –όχι μόνο να διαβάσουν, αλλά ούτε καν– να φυλλομετρήσουν μερικές μόνο σελίδες της ιστορίας. Ίσως τότε να ήταν λίγο πιο φρόνιμοι και να ένιωθαν τι πάει να πει αυτοσεβασμός και αυτοσυγκράτηση. Γιατί η έλλειψη γνώσης φέρνει θράσος στον άνθρωπο, ενώ ο λογισμός δισταγμό. Κι όσοι μιλούν πολύ, δεν έχουν ούτε επίγνωση ούτε λογισμό ούτε, φυσικά, δισταγμό.
Έχουμε περάσει πλέον σε μια νέα ιδεολογική φάση της πολιτικής ζωής. Η επανάκαμψη των αρίστων με τη φούρια τους να καταστήσουν άτρωτο στο διηνεκές το καθεστώς τους ανέσυρε τους ηχηρούς και δοκιμασμένους από παλιά οδοστρωτήρες που ισοπεδώνουν τα προνόμια των πολλών, αλλά πλάθουν ταυτόχρονα με το βόμβο τους το πορτρέτο των διαδόχων και των εκφραστών της ιδιοτέλειας και του γρήγορου πλουτισμού. Ζούμε μέρες ρωμαϊκών πομπών και θριάμβων. Και στεκόμαστε εμβρόντητοι ανάμεσα σε πολίτες που αδυνατούν ν’ ανοίξουν τα μάτια της ψυχής τους και να δουν το σούρουπο του μέτρου και της δημοκρατίας και την εκταφή των λειψάνων του άμετρου και της τυραννίας. Ζούμε σε μια παγκόσμια κοινοβουλευτική δικτατορία. Με τους μισούς πολίτες να απέχουν από τις εκλογές κι ένα μεγάλο μέρος των άλλων να ψηφίζει καθ’ υπαγόρευση των μέσων μαζικής τύφλωσης.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, ηλίθιοι οι πιο πολλοί, δαιμονικοί, βάρβαροι κι άξεστοι, σφετεριστές, καταχθόνιοι, πατροκτόνοι, μητροκτόνοι κι αδελφοκτόνοι, μέθυσοι, αιμοδιψείς κι αιμομίκτες, άπληστοι, ανώμαλοι και διεφθαρμένοι ως το κόκαλο, αυτή η τραγική και τρομακτική κατρακύλα του ανθρώπινου είδους κι η αφόρητη παρακμή της δημόσιας ζωής, καθιέρωσαν τη συνήθεια να κολλούν στ’ όνομά τους πηχυαίους φανταχτερούς τίτλους, για να καταχωρίζονται στο ρημαγμένο υποσυνείδητο των υπηκόων και στις προσωρινές ξεσκισμένες σελίδες της ιστορίας ως παιδιά των θεών ή ως ημίθεοι, αθάνατοι και παντοδύναμοι.
Ο Πομπήιος αναγορεύτηκε εν ζωή Μέγας. Καθώς ο Αλέξανδρος. Αλλά εκείνον τον αναγόρευσαν οι άλλοι μετά θάνατον Μέγα. Η ελληνική κουλτούρα δεν επέτρεπε τέτοιες μικρότητες. Κι ο Ιούλιος Καίσαρας αναγορεύτηκε Θείος. Κι αυτός εν ζωή. Μα τα πράγματα ανεκτά ως εδώ. Γιατί ήταν κι οι δυο τους συγκρατημένοι. Ύστερα ζόρισαν, ώσπου ξέφυγαν εντελώς.
Ο Μάρκος Αντώνιος έγινε Ηρακλής, Διόνυσος, Χαριτοδότης και Μειλίχιος. Ο Οκτάβιος έγινε μονάρχης, αυτοκράτωρ και Αύγουστος. Ο Καλιγούλας Άστρον του Λαού, Πατέρας του στρατού, Δεύτερος ιδρυτής της Ρώμης, Ευσεβέστατος, Άριστος, Μέγιστος, Λατίνος Ζεύς. Ο αιμοχαρής και πυρομανής Νέρων υπήρξε Ολυμπιονίκης, Πυθιονίκης, Νεμεονίκης, Ισθμιονίκης, Απόλλων, μέγας καλλιτέχνης και κιθαρωδός. Ο πατροκτόνος και αδίστακτος Κόμοδος προσαγορεύτηκε Ηρακλής και διέταξε να ονοματιστεί η βασιλεία του Χρυσός Αιών! Και κάποιοι έστησαν τους ανδριάντες τους ή τους ναούς τους για να τους λατρεύουν και να τους προσκυνούν οι δύστυχοι υπήκοοι!
Κι είναι να θλίβεσαι και συνάμα να οργίζεσαι όταν σήμερα διάφοροι γραφικοί τύποι, ως άλλοι ποτέ πραιτοριανοί της ρωμαϊκής αυλής, διατυμπανίζουν πως η τάδε κυβέρνηση είναι η καλύτερη από καταβολής κόσμου κι ο τάδε πρωθυπουργός ο σωτήρας, ο Μωυσής, ο μεσσίας και άλλα βάρβαρα και πονηρά. Τα οφέλη από τις ακρότητες αυτές είναι πρόσκαιρα και προσωπικά. Η ζημία είναι μακροχρόνια και κοινωνική. Ου μην κοινωνική και εθνική.
* Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι
φιλόλογος, συγγραφέας και λογοτέχνης