Με τον Γιάννη Σιμώνη (Τζοβάνι) η γνωριμία μας κρατά από το μακρινό 1991.
Παράτυπος μετανάστης πρώτης γενιάς ο Γιάννης, ήρθε στη χώρα μας από τη γειτονική Αλβανία. Ένας μύθος η Ελλάδα, ένα καταφύγιο, ένα φως που έλαμπε στα μάτια του πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο. Δραπέτης από τη χώρα του, άφησε πίσω τη μακριά γλώσσα του σκοταδιού που έγ-λειφε τον ουρανό της. Η πορεία του αποκτά μια ανθρωπογεωγραφική διάσταση σε κινηματογραφική ροή. Όπως είναι φυ-σικό, κάθε λαό τον σημαδεύει μια ή περισσότερες εποχές.
Πέρασαν από τότε 34 χρόνια. Δεν φαίνονται, κι όμως πέρασαν. Έγινε ισότιμο μέλος της κοινωνίας μας, βαπτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος και του δόθηκε η Ελληνική Ιθαγένεια. Παντρεύτηκε Ελληνίδα και μαζί της απέκτησε δύο κόρες. Με τους κόπους τους και τον ιδρώτα τους έφτιαξαν ένα παραμυθόσπιτο, στημένο μέσα σε ένα ολόκληρο οικοσύστημα.
Κι εκεί που είχε συνηθίσει σε μια καλή ζωή, ήρθε η πτώχευση και τα πράγματα κύλησαν αλλιώς. Μεγάλες οικογενειακές υποχρεώσεις και δάνεια τον έκαναν ξανά μετανάστη σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης. Δέκα χρόνια τώρα ο Γιάννης μακριά από την οικογένεια και τη δεύτερη πατρίδα του.
Σε ένα από τα συχνά ταξίδια του, για να μην αποκόπτεται δια ζώσης από παιδιά και σύζυγο, με ευχαρίστηση δέχθηκε την πρόσκλησή μου να πιούμε έναν καφέ και να τα πούμε με την ησυχία μας. Μας δόθηκε η ευκαιρία να ξετυλίξουμε την πολυτάραχη ζωή του επαναφέροντας εμπειρίες, εικόνες και μνήμες. Προκαταβολικά οφείλω να τονίσω ότι ο αγαπητός Γιάννης έχει ξεπεράσει σε ελληνικότητα πολλούς από εμάς τους ιθαγενείς!
Έντονα συναισθηματικά φορτισμένη η ατμόσφαιρα, χωρίς επινοημένες αλήθειες ή άλλες υπερβολές. Χαμογελαστός, ευχάριστος, με αγαπητική διάθεση και γεμάτος ενέργεια. Πολλές ρυτίδες πλέον αναπαύονται ανάμεσα στα φρύδια του. Ο ανάλγητος χρόνος τού έχει σμιλέψει το κορμί, που ελάχιστα θυμίζει αυτό του νέου που πρωτογνώρισα.
Το βλέμμα του ίσιο και τα ελληνικά του φαρσί, πότε έβγαιναν ποταμός και πότε με κόμπο από συγκίνηση. Ωστόσο, κουβαλούσε έναν ολοζώντανο εσωτερικό κόσμο. Αξίζει να ακολουθήσουμε παρέα τα βήματά του για να δούμε και πώς κι-νείται ο κόσμος επί γης.
Έφυγε βιαστικά από το πατρικό του σπίτι κι ούτε θυμάται μέρα και μήνα. Οπλίστηκε με θάρρος κι έβαλε όλα τα δυνατά του με στόχο να φτάσει και να περάσει τα σύνορα των δύο χωρών. Νηστικός, ξυπόλητος, καταπονημένος, αλλά στα δυο του πόδια φτερά. Περπατούσε μέρα και νύχτα μέσα από μονοπάτια που σαν να περίμεναν ανοικτά από την εποχή του εμφυλίου πολέμου… Ο φόβος της ασέληνης νύχτας υπαρκτός. Στρατιωτικά αποσπάσματα δεν συνάντησε στο δρόμο του. Η μυστική φλόγα της ζωής που κουβαλούσε μαζί του τον κράτησε ζωντανό.
Μόνος και ξένος τριγυρνούσε κοντά στη γέφυρα της πόλης για μέρες χωρίς φα-γητό. Μια περιφρονητική ανοχή τον έλουζε από παντού. Είναι νεοελληνική αυταπάτη ότι ο ρατσισμός δεν ευδοκιμεί στη χώρα μας. Αλλά και τι να σου έκανε ο κόσμος καθώς οι συμπατριώτες του έρχονταν κατά χιλιάδες… Ο Γιάννης απεγνωσμένα αναζητούσε την αναγνώριση της δύναμής του, το οξυγόνο της προσωπικής του ικανοποίησης και επιβίωσης.
Ένας θρήνος τα κρύα βράδια του. Βίωσε την απελπιστική απομόνωση. Έστελνε τακτικά ενθύμια στους γονείς του και τα αδέλφια του με τα αστέρια. Κάποιοι από εμάς τον στηρίξαμε και τον κρατήσαμε όρθιο, σαν ένα φως που λίγοι άνθρωποι μπορούσαμε να δούμε! Η κ. Κούλα τον βόλεψε σε μια οικοδομή – γιαπί με λίγες κουρελούδες. Ο ίδιος σε ύστερο χρόνο ανταπέδωσε αυτή τη φροντίδα με περίσσια γενναιοδωρία.
Διεκδίκησε τη ζωή και βίωσε αισθήματα σκληρά μέχρι να βρει τα πατήματά του. Άπλωνε ταπεινά το χέρι του όχι για ελεημοσύνη, αλλά για απασχόληση. Δούλεψε σκληρά ως εργάτης γης κι αργότερα στην οικοδομή. Το μεροκάματο το έκανε γιορτή και ευλογία. Συνεπής, ακέραιος, ηθικός και ακραία έμπιστος. Τα τραύματα και οι πόνοι που πότισαν το κορμί του και την ψυχή του είναι βαθιά καταχωνιασμένα μέσα του. Εντέλει έχτισε την εικόνα του ως κοινωνικό υπόδειγμα μετανάστη, με ισχυρό πολιτιστικό αποτύπωμα. Τίποτα δεν του χαρίστηκε κι έζησε στον τόπο μας διάφανα. Νιώθει εκατό τοις εκατό Έλληνας και σκέπτεται ελληνικά. Μια μεγάλη ανακούφιση διαπερνά το σώμα του κάθε φορά όταν περνά το τελωνείο και πατά ελληνικό έδαφος. Λέγοντας αυ-τά, τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν και αδέσποτα δάκρυα του ξέφευγαν.
Η ελληνική οικονομική και κοινωνική κρίση τον οδήγησε όπως προείπαμε σε καινούργια μετανάστευση με πόνο ψυχής. Κι εδώ δύσκολα βιώματα, άλλη γλώσσα, άλλοι λαοί κι άλλος τρόπος ζωής. Αναγκάζεται να επικοινωνεί μέσω της θάλασσας του ψηφιακού κόσμου με την οικογένεια στην Ελλάδα. Συναισθηματική επαφή και χάδια πατρικά και συζυγικά μέσω viber και messenger. Ευτυχώς.
Για το τέλος της συνάντησης άφησα δύο σημαντικές ερωτήσεις: τι τον αναστατώνει καθώς μεγαλώνει και εάν άλλοι ομοεθνείς του ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο της συνεχούς μετανάστευσης. Και οι απαντήσεις του: του δημιουργεί ανασφάλεια το συνταξιοδοτικό. Και η συντριπτική πλειοψηφία των ομοίων του, που φιλοξενούσε νόμιμα ή όχι η χώρα μας, έφυγαν για… άλλες πολιτείες! Συνέχισε Γιάννη την προσπάθειά σου κι έχει ο Θεός για όλους μας.
Με πολλή πίεση έκαμψα τις αντιρρήσεις του και μου επέτρεψε να κεράσω εγώ τους καφέδες.



