Τα χαράματα της 16ης Αυγούστου 1943 ο τακτικός γερμανικός στρατός της Βέρμαχτ περικύκλωσε το Κομμένο και το έκανε στάχτη. Το χωριό βρισκόταν στον πρωινό του ύπνο, καθώς την προηγούμενη μέρα, Κυριακή του 15αύγουστου, γιόρταζε το πανηγύρι του και η οικογένεια της Βασιλικής και Θεόδωρου Μάλλιου τελούσε το γάμο της κόρης τους Αλεξάνδρας.
Φεύγοντας το μεσημέρι εκείνης της ματωμένης και ρημαγμένης Δευτέρας οι 120 άν-τρες του 12ου λόχου του 98ου συντάγματος πεζικού της πρώτης μεραρχίας εντελβάις, άφησαν πίσω τους το χωριό τυλιγμένο στις φλόγες και 317 κατοίκους του καμένους και δολοφονημένους, άλλους μέσα στα σπίτια τους κι άλλους στους δρόμους, τις αυλές, τα χαντάκια, τα καλαμπόκια, το ποτάμι… Με-ταξύ των 317 τα 97 θύματα ήταν παιδιά κάτω των 15 χρονών. Και μεταξύ των παιδιών, 36 ήταν βρέφη και νήπια κάτω των 5 ετών!
Κατά καιρούς, αξιωματούχοι του γερμανικού κράτους, απολογούμενοι για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, δεν παραλείπουν να ζητήσουν για λογαριασμό της κυ-βέρνησής τους και του γερμανικού λαού συ-γνώμη γι’ αυτά. Από μια πλευρά υποθέτει κανείς πως θεωρούν ότι δεν τους απομένει κάτι καλύτερο για την περίπτωσή τους να κάνουν, μιας και τα ίδια αυτά τα τραγικά γε-γονότα πλημμυρίζουν την ψυχή καθενός με πολλά σύννεφα θλίψης.
Να δηλώσουν, λόγου χάρη, ευθαρσώς πως ο στρατός τους αναγκάστηκε να σκοτώνει και να πυρπολεί τα χωριά, γιατί οι κατακτημένοι Έλληνες δεν έκατσαν καλά, πως ένα μέρος των Ελλήνων πήρε τα όπλα και στράφηκε εναντίον των δυνάμεων κατοχής, πως τα εγκλήματα κατά των αμάχων ανήκουν στις παράπλευρες απώλειες που συνοδεύουν έναν πόλεμο, πως έχασαν τη ζωή τους στην Ελλάδα και αρκετοί Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί που συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις… και άλλα παρόμοια, που συζητούν ανεπίσημα προκειμένου να μετριάσουν κάπως την κτηνωδία του ναζισμού και να συμψηφίσουν τρόπον τινά τις ευθύνες των τότε στρατιωτικών και πολιτικών αρχών της ναζιστικής Γερμανίας με τις πράξεις αντίστασης των Ελλήνων αν-ταρτών.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα θύματα αυτών των αιματηρών επιχειρήσεων και οι απόγονοί τους δέχονται τη συγνώμη των εκ-προσώπων του γερμανικού κράτους και δη-λώνουν οπαδοί του συνθήματος «περασμένα ξεχασμένα κι ας κοιτάξουμε τώρα μπ-ρ-οστά». Είναι γεγονός πως μείναμε εμβρόντητοι και .άναυδοι όταν ακούσαμε από τα χείλη δύο δημάρχων του τόπου μας να βροντοφωνάζουν στο Κομμένο, ενώπιον εκ-προσώπων τού γερμανικού κράτους σε επίσημο μνημόσυνο των θυμάτων της ναζιστικής κτηνωδίας, την πρόταση «εμείς τους συγχωρήσαμε!» Ποιος τους έδωσε τέτοιο δικαίωμα, μόνο το σαλεμένο τους μυαλό και η παντελής άγνοια τόσο της έκτασης των εγκλημάτων όσο και της τραγωδίας όσων επέζησαν θα μπορούσαν να απαντήσουν.
Θα ήταν τεράστια προσβολή της μνήμης των θυμάτων να δεχτεί κανείς αυτή τη συγνώμη. Η κτηνωδία δε συγχωρείται! Στον τόπο μας, εξάλλου, έχει επικρατήσει να λέγεται πως, από τότε που βγήκε το «συγνώμη», χάθηκε το φιλότιμο. Στον τόπο μας, επίσης, επικρατεί ο ηθικός κανόνας, όταν κάποιος κάνει κακό στον άλλον, είτε εν γνώσει του είτε από λάθος, αφού ζητήσει συγνώμη από εκείνον που έβλαψε, να δεσμεύεται συνάμα να αποκαταστήσει τη βλάβη που του προξένησε. Αλλιώς η συγνώμη του δεν έχει νόημα και συνιστά υποκρισία και ελιγμό προκειμένου να ξεπεράσει τη δύσκολη στιγμή. Και η συ-γνώμη των Γερμανών λέγεται σαν το έγκλημα να ήταν ένα στιγμιαίο λάθος, το οποίο διέπραξαν κάποιοι κακοί στρατιώτες και αξιωματικοί και όχι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας τους.
Η δημόσια, λοιπόν, συγνώμη των Γερμανών αξιωματούχων δεν είναι ούτε αθώα ούτε ειλικρινής. Όταν μάλιστα συνοδεύεται, μαζί με όλα τ’ άλλα, και με τη μονότονη άρνησή τους και δήλωσή τους πως το θέμα των οφειλών της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα έχει κλείσει οριστικά! Και είναι κρίμα που ένα πολιτισμένο ευρωπαϊκό κράτος προσπαθεί με διάφορους τρόπους να βάλει στο αρχείο τα ανομολόγητα και απερίγραπτα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι στρατιώτες του και επιδεικνύει μια ηγεμονική αγερωχία στο αίτημα καταβολής αποζημιώσεων για τα σπίτια που έκαψαν, τις περιουσίες που κατέστρεψαν, τον τρόμο που έσπειραν και τις ζωές – κυρίως αυτές – που αφαίρεσαν!
Το Κομμένο απαιτεί Δικαιοσύνη και Αποζημίωση. Η ελληνική πολιτεία έχει καθήκον να μιλήσει. Και να απαιτήσει. Και το γερμανικό κράτος έχει χρέος ν’ ακούσει. Και να πράξει αυτό που επιτάσσει η ιστορία. Για την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Η καταβολή των οφειλών δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά την Ελλάδα. Είναι ένα ζήτημα που αφορά την ίδια τη σημερινή Γερμανία. Γιατί, συν τοις άλλοις, το ερώτημα που τίθεται δεν είναι κατά πόσο οι απόγονοι των θυμάτων μπορούν -και δικαιούνται- να συγχωρήσουν τα τρομερά εγκλήματα του ναζισμού κι εκείνους που τα οργάνωσαν και τα διέπραξαν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι σημερινοί Γερμανοί -κυρίως οι γερμανικές αρχές- μπορούν και δικαιούνται να συγχωρήσουν τους προγόνους τους για όλα αυτά τα φοβερά και ελεεινά έργα τους με τα οποία καταγράφηκαν στην ιστορία ως κτήνη.
Και η αλγεινή εντύπωση που αφήνουν με την άρνησή τους να αναγνωρίσουν την υποχρέωσή τους και να αναλάβουν τις ιστορικές τους ευθύνες καταβάλλοντας τις αποζημιώσεις, είναι πως αυτοί τούς έχουν de facto συγχωρήσει.
Και το χειρότερο είναι πως με τη στάση τους αυτή ζητούν να τους συγχωρήσουμε κι εμείς! Μόνο που οι απόγονοι των θυμάτων δίνουν τη δική τους απάντηση, το ίδιο μονότονη και πεισματική: δε λησμονούμε τους νεκρούς μας, δε συγχωρούμε τους σφαγείς τους. Και απαιτούμε όχι συγνώμες. Απαιτούμε Δικαιοσύνη και Αποζημίωση.
*Ο Δημήτρης Βλαχοπάνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας, απόγονος θυμάτων ολοκαυτώματος Κομμένου, Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του ΕΣΔΟΓΕ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ