Ο Ληκ (Wil. Martin Leak) Άγγλος στρατιωτικός και αρχαιολόγος (1777 – 1860) περιηγήθηκε πολλές φορές την Ελλάδα κάνοντας τοπογραφικές και αρχαιολογικές έρευνες. Κάποιο τμήμα από το βιβλίο του «Ταξίδι στη Βόρεια Ελλάδα» δημοσιεύτηκε παλαιότερα στον «ΣΚΟΥΦΑ». Αποσπάσματα από την προηγούμενη μετάφραση που αναφέρονται στην Άρτα περιλαμβάνονται παρακάτω.

Σαλαώρα – Άρτα
Ήταν η εποχή που η επικοινωνία με τον έξω κόσμο γινόταν μόνο δια θαλάσσης. Την Άρτα εξυπηρετούσε κυρίως το λιμάνι της Σαλαώρας, κάποιες εγκαταστάσεις του οποίου υπάρχουν και σήμερα δίπλα στο δρόμο προς Κορωνησία.
Για τουλάχιστον οχτώ αιώνες, μέχρι το 1881, εδώ χτυπούσε η καρδιά του Ηπειρώτικου εμπορίου. Από τον όψιμο μεσαίωνα και μετά η Σαλαώρα (Σαλαγόρα) ήταν το κέντρο του Αλατεμπορίου απ’ όπου και η ονομασία της περιοχής. Ιδιαίτερη σημασία θα λάβει η Σαλαώρα την εποχή του Αλή Πασά. Ο Αλής κατάλαβε την ιδιαιτερότητα της Σαλαώρας και θα την κάνει κεντρικό λιμάνι στο πασαλίκι του.
Αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς επισκεύασε το δρόμο από Σαλαώρα για Άρτα και Γιάννενα. Το 1912 είναι τυπικά και πρακτικά το τέλος του λιμανιού της Σαλαώρας. Η Άρτα είχε το δικό της λιμάνι, την Κόπραινα, και η γειτονική Πρέβεζα ήταν ήδη το κεντρικό λιμάνι της Ηπείρου. Περιγράφεται με επιμέλεια στρατιωτικού η πορεία λιμάνι, κάμπος, γέφυρα Αράχθου, Μητρόπολη.
«26 Ιουνίου 1805. Αφήνοντας τη Σαλαώρα με προορισμό την Άρτα κατά τίς 5.45 το πρωί, περνάμε γύρω από το δυτικό άκρο τού λόφου και ακολουθούμε την ατραπό για μισό μίλι, κατά μήκος τής λιμνοθάλασσας. Κατόπιν μπαίνουμε στην πεδιάδα, που μπορεί τώρα να είναι στεγνή, αλλά κατά το μεγαλύτερο διάστημα τού χρόνου είναι τόσο βαλτώδης, ώστε μένει ακαλλιέργητη.
Γρήγορα φθάσαμε σέ κάποιο ψηλότερο επίπεδο, όπου υπάρχουν μερικά χωράφια με καλαμπόκι, ανάμεσα σε έρημα σημεία πού καλύπτονται με χαμομήλι. Περνάμε απ’ το Ανάζι (Ανέζα) και τους Ποστικιούς (Κωστακιούς) (χωριά που ανήκουν στον Μουχτάρ Πασά) μέχρι τις 7.35′. Απ’ τους Ποστικιούς μέχρι την Άρτα η έκταση είναι όλη καλλιεργημένη.
Στις 8.15 διασχίζουμε τον ποταμό της Άρ-τας, που είναι 200 γιάρδες πλατύς, βαθύς, ελικώδης και με γρήγορη ροή. Περνάμε πάνω από μια όμορφη γέφυρα, που λένε ότι την έχτισε κάποιος από τούς Παλαιολόγους (Εποχή Δεσποτάτου).
Κατόπιν, αφού περάσαμε ανάμεσα από κή-πους και σκόρπια σπίτια, φτάσαμε κοντά σε μια εγκαταλειμμένη εκκλησιά, την Παριορίτσα ή καλύτερα Παρηγορήτισσα, και περάσαμε από κοντά κι’ αριστερά της στις 8.20′. Αφήσαμε το κάστρο της Άρτας στα δεξιά μας κατά τις 8.28′ και στις 8.30′ φτάσαμε στη Μητρόπολη.
Οι αποσκευές ήταν τρεις ώρες και τρία τέταρτα στο δρόμο. Ο Επίσκοπος ‘Ιγνάτιος με υποδέχθηκε με μεγάλη ευγένεια. Είναι ένας ιεράρχης, με πολύ ελκυστική προσωπικότητα, καλά πληροφορημένος και έξυπνος στην ομιλία του, αλλά αδικημένος από τη θέση του, η οποία, αντί να του επιτρέπει να καλλιεργεί τη σκέψη ή να συμμετέχει στην κοινωνία (της οποίας είναι φυσικά πλασμένος να είναι το στόλισμα), τον τοποθετεί σέ μια διαρκή κατάσταση φόβου για την ασφάλειά του και τον αναγκάζει, αντίθετα με τίς κλίσεις του και τη συνείδησή του, να εκτελεί τις σκληρές διαταγές ενός εγωιστή και χωρίς αρχές τυράννου».

Περίπατος στην πόλη, Παρηγορήτισσα
Ο Λήκ περιγράφει στη συνέχεια την επίσκεψη στην Παρηγορήτισσα προ δύο και πλέον αιώνων, τον περίπατο στην Άρτα και τα διάφορα μνημεία της αρχαιότητας στην πόλη.
Αναφέρει: «Κατά το απόγευμα ο Άγιος Αρτενός (έτσι αποκαλούσαν με σεβασμό τον επίσκοπο) με συντρόφεψε σ’ έναν περίπατο στην πόλη. Πρώτα πήγαμε στην εκκλησία της Παρηγορήτισσας, ένα ψηλό κτίριο φτιαγμένο κυρίως από πλίνθους, πού είναι σχεδόν κυβικό απ’ έξω, αλλά μέσα περιβάλλεται από πρόστοες και στοές, έτσι ώστε να αφήνει στο μέσο ένα καθολικό πού είναι περισσότερο από δύο φορές ψηλό από ότι είναι η επιφάνεια στη βάση και περιβάλλεται από ένα θόλο γύρω από τον οποίο υπάρχουν έξι μικρότεροι θόλοι γύρω από τις πτέρυγες.
Το παρακάτω είναι μια επιγραφή σε δύο γραμμές γύρω από το ημικυκλικό τόξο τής μεγάλης πόρτας της εκκλησίας στο εσωτερικό. Ο Επίσκοπος πιστεύει ότι η εκκλησία κτίσθηκε από τον Κομνηνό Δούκα πού αναφέρεται, ότι το όνομά του ήταν Μιχαήλ και ότι σε 2 ΜSS, ένα από τα οποία φυλάσσεται στη Λευκάδα και το άλλο στη Μονή Μυρτάρη, στη Βόνιτσα, φέρει τον τίτλο τού Δεσπότη της Άρτας, κόμητα της Λευκάδας και Δούκα τής Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου. Ήταν φανερά ο ίδιος ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός ο οποίος με τον τίτλο τού Δεσπότη της Αιτωλίας ή της Ηπείρου κυβέρνησε όλη τη Δυτική Ελλάδα κατά τούς χρόνους της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους το 1204 μΧ και που εμφανίζεται να είναι ο πιο δυνατός Δεσπότης τής Δύσεως.
Από αυτό συμπεραίνεται ότι ο χρόνος που κτίστηκε είναι περίπου τότε που η Άρτα έγινε επισκοπή της επαρχίας Ναυπάκτου. Στον δέκατο έκτο αιώνα έγινε μητρόπολη και με τη μεταφορά της Ναυπάκτου προς τα δω, ο ιεράρχης πήρε τον τίτλο του επισκόπου της Ναυπάκτου και Άρτας που παραμένει ακόμη.
Από την Παρηγορήτισσα ανεβήκαμε στο ύψωμα πού δεσπόζει στην Άρτα προς ανατολάς και επιστρέψαμε στη Μητρόπολη από το σύγχρονο κάστρο επισκεπτόμενοι διάφορα μνημεία της αρχαιότητας στο δρόμο. Αν και δεν είναι μελετημένο, υπάρχουν ικανά στοιχεία που δείχνουν ότι η Άρτα είναι στη θέση μιας πολύ μεγάλης Ελληνικής πόλεως».

Έξω από την πόλη
Η Άρτα περικυκλώνεται από τον Άραχθο με την σημερινή κυκλική κοίτη, η οποία βγαίνει από ένα άνοιγμα μεταξύ του Πέτα και του βουνού Κελπερίνη (το χαμηλό βουνό πάνω από το Κορφοβούνι). Ανατολικά ένας μακρύς λόφος από βράχια (το Πετροβούνι). Ίχνη από θεμέλια παλαιάς ακροπόλεως και τείχους που αφήνει απ’ έξω το μοναστήρι της Αγίας Φανερωμένης που ξέρουμε σήμερα.
«Προς το βορρά και δυτικά ήταν μισοκυκλωμένη από το ποτάμι το οποίο εξέρχεται από ένα άνοιγμα, όχι σε μεγάλη απόσταση στα βόρειοανατολικά, μεταξύ του βουνού Κελπερίνη, ένα ψηλό βραχώδη όγκο πού εγείρεται μπροστά στην πόλη στα Ανατολικά, και το λόφο του Πέτα, ένα χωριό που βρίσκεται στο τέλος μιας σειράς από βουνά που ακολουθούν την αριστερή όχθη τού ποταμού τής Άρτας σχεδόν μέχρι τις πηγές του.
Πέρα από το Πέτα, νότια, οι λόφοι συνορεύουν με την πεδιάδα της Άρτας μέχρι το Μακ-ρυνόρος, το οποίο είναι μια συνέχεια αυτών των λόφων και τερματίζεται απότομα στον κόλπο. Το ύψος που φθάνει ανατολικά η πόλη είναι το άκρο ενός μακριού λόφου από βράχια, που περιβάλλεται από το ποτάμι στη βόρεια και δυτική του πλευρά και καταλήγει στην πεδιάδα στις δύο άλλες. Ίχνη από μερικά θεμέλια της Ακροπόλεως υπάρχουν στην κορυφή, απ’ όπου το τείχος της πόλεως κατεβαίνει σε μια βόρεια διεύθυνση, έτσι ώστε να αφήνει έξω ένα μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία τη Φανερωμένη. Κι από κει προχωρεί σε μια προεξοχή ψηλή, πού κρέμεται πάνω από το ποτάμι».

Στο κάστρο
Κάπου το κάστρο εμφανίζεται (πιθανόν στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων) χάνεται και επανεμφανίζεται στη γνωστή του θέση. Με-γάλες πέτρες 5Χ2 μέτρα στη μέση του κάστρου που εμφανίζονται και μεμονωμένες σε πολλά σημεία της πόλης.
«Κατόπιν ακολουθεί διεύθυνση παράλληλη προς το ποτάμι, προς το σύγχρονο κάστρο, όπου σε κάποιο μέρος το Ελληνικό τείχος αποτελεί μέρος από αγροικίες, με άλλα λόγια σπίτια με ασήμαντη και κακή κατασκευή, που μόνο θύμισαν τις Αιγυπτιακές καλύβες που υπάρχουν στα ερείπια του Λούξορ ή του Εντφού. Κατόπιν τα αρχαία τείχη ξαναφαίνονται στα χαμηλότερα μέρη του τοίχου του κάστρου, κοντά στο ποτάμι, και εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι αποτελείται από σειρές σχεδόν κανονικές.
Αξίζει να σημειωθεί και η τέλεια εφαρμογή των λίθων, καθώς και το μέγεθός τους. Γενικά έχουν σχήμα τετράγωνο, αλλά μερικοί κλίνουν από τη μία πλευρά. Οι δυο ή τρείς χαμηλότερες σειρές πού είναι πιο στενές από τις άλλες και εξέχουν από το υπόλοιπο τείχος, καθώς συχνά συμβαίνει στον ‘Ελληνικό τρόπο κτισίματος των καλών εποχών, βρίσκονται στον λαξεμένο βράχο.
Ένας από τούς λίθους πού βρίσκεται πιά πάνω είναι 16 πόδια μακρύς και έξι ψηλός. Λίγο παραπέρα το κάστρο συναντά τα λαξεμένα θεμέλια από ένα άλλο τεράστιο τείχος παράλληλο στο προηγούμενο, πού δείχνει φανερά ότι το σύγχρονο κάστρο καλύπτει τη θέση μιας νεώτερης αρχαίας ακρόπολης. Τα τείχη της πόλεως ξαναφαίνονται να υποστηρίζουν την ταράτσα του κήπου τού Επισκόπου, πάνω απ’ το ποτάμι. Και πιο πέρα μερικά ίχνη υπάρχουν τόσο μακριά, όσο η εκκλησία της Παρηγορήτισσας, πέρα από την οπ-οία, στο άκρο του λόφου πίσω από την εκκλησία της Οδηγήτριας τα ερείπια ξαναφαίνονται, καθώς ανεβαίνουμε το λόφο κατ’ ευθείαν προς την Ακρόπολη. Κανονικά τετραγωνισμένα τεμάχια που ανήκουν στα τείχη ή σε δημόσια κτίσματα της πόλεως, υπάρχουν σε κάθε μέρος της σύγχρονου πόλεως, όπου συχνά χρησιμοποιούνται σαν τραπέζια, σκαλιά ή βάσεις στις πόρτες των σπιτιών».

Ο επίσκοπος στην υπηρεσία του Αλή πασά
Ένας άλλος Έλληνας είναι υπεύθυνος έναντι του πασά για την διοίκηση της αστυνομίας και τα οικονομικά της πόλης και της περιοχής Άρτας. Ο επίσκοπος ουσιαστικά τα επιβλέπει, όπως και τις περισσότερο σπουδαίες υποθέσεις όλης της περιοχής.
Γράφει ο Λήκ: «Και όταν ο Πασάς θέλει να στείλει ένα μήνυμα στο Λαό ή κάπου αλλού, ο Ιγνάτιος είναι το πρόσωπο που απασχολείται με το θέμα αυτό. Στη Σαλαώρα η υπογραφή του ήταν στη διατίμηση των εισαγομένων στο τελωνείο. Στην οικία του υπάρχει αξιοθαύμαστος βαθμός ανατολικού μεγαλείου, περισσότερο ίσως από όσο κάθε Μουσουλμάνος θα τολμούσε να έχει κάτω από την επικυριαρχία του Βεζύρη. Αν δεν υπήρχε η έλλειψη κάθε είδους όπλων, με τα οποία οι Τούρκοι ευχαριστούνται να κάνουν επίδειξη και η λιτή μοναστική ζωή που είναι αντίθετη με τα επιδεικτικά ενδύματα των Οθωμανών, το Δεσποτικό θα συγχέονταν με το σπίτι ενός πλούσιου Αγά.
Ο Βεζύρης ενθαρρύνει αυτή την εξουσία στους Έλληνες ιεράρχες, καθώς αυτό τον βοηθάει στις απαιτήσεις και στους πολιτικούς σκοπούς για τους οποίους αυτοί είναι το όργανο, χωρίς αυτό να τους σώζει από τις περιστασιακές απαιτήσεις του, από τις οποίες κανείς δεν ξεφεύγει, ακόμη και οι περισσότερο πλούσιοι.
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο επίσκοπος γνωρίζει περισσότερα για πολιτική παρά για την αρχαία ιστορία και γεωγραφία της Ελλάδας, για τα οποία αρκείται στις γνώμες πού παίρνει από τούς κατοίκους και πού είναι συχνά λαθεμένες, γιατί αυτοί σπάνια αναφέρονται στις αρχικές πηγές από τις οποίες πήραν τις πληροφορίες».

Στη θέση της αρχαίας Αμβρακίας
Προσωπικά σεβάστηκα τον συγγραφέα, παρά τις επιφυλάξεις του επισκόπου, ότι η Άρτα είναι χτισμένη πάνω στη θέση της Αμβρακίας.
«Τα σημάδια της δυνάμεως και του πλούτου είναι φανερά σ’ αυτά τα ερείπια, πράγμα που δεν αφήνει αμφιβολία ότι η Άρτα είναι χτισμένη πάνω στη θέση της Αμβρακίας, αν και, ούτε ο Επίσκοπος Ιγνάτιος συμφωνεί μ’ αυτή τη γνώμη, ούτε ο ιατρός του D R M, από την Κατούνα, ένας διαβασμένος και καλά πληροφορημένος άνθρωπος.
Αλλά το συμπέρασμα αυτό εξάγεται από τα υπάρχοντα ίχνη, από την εύφορη και εκτεταμένη πεδιάδα και την πλεονεκτική θέση της Άρτας, που την κατέστησαν κορυφαία πόλη στη γύρω περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, πράγμα που ήταν η αιτία να δώσει όνομα στον κόλπο, όπως το Αμβρακία της αρχαιότητας».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ