«Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό, βρε Δέσποινα; Δική σου ήταν η ιδέα;».
«Α, αυτόν τον παμπάλαιο νιπτήρα τον βρήκα πεταμένο εδώ στο πατρικό σπίτι τού άνδρα μου. Πολύ τον φλέρταρα και είπα να τον επαναφέρω στη ζωή για άλλη χρήση. Είχαμε κι εμείς στο νησί μας έναν πα-ρόμοιο, αλλά κάπου χάθηκε. Μη φαντάζεσαι ότι είμαι ιδιαίτερα της ζωγραφικής και της διακόσμησης. Αγάπησα αυτόν τον τόπο, τον πολιτισμό του, τους ανθρώπους του και εκτίμησα την αξία των μικρών οικογενειακών κειμηλίων. Τον έχω τώρα έτοιμο μπροστά μου και με γεμίζει υπερηφάνεια, καθώς βλέπεις».
Δεν παρουσιάζει την έμπνευσή της σαν τέχνη η Δέσποινα. Μιλάει με ταπεινότητα για το έργο της, το χαίρεται και το καμαρώνει. Δεν την ενόχλησαν οι ατέλειες και η φθορά του. Τον στόλισε με υπομονή και τον έκανε συναίσθημα. Κάλυψε τις ουλές του χρόνου με ζωντανά χρώματα, τον έβαλε σε περίοπτη θέση και πρόθυμα μας άφησε να πάρουμε κι εμείς ένα αντίγραφο, έστω σε ψηφιακή μορφή.
«Μείνε τώρα λίγο γελαστή μαζί του, σε παρακαλώ, για το «πουλάκι»! Η ομορφιά εδώ θριάμβευσε. Ένα άσπλαχνα εγκαταλελειμμένο οικιακό σκεύος ξαναβγήκε στο φως κι έγινε πορτρέτο. Η φωτογραφική του αλήθεια σε οδηγεί συνειρμικά στις δικές σου αλήθειες. Σε γεμίζει χαμόγελα, πότε πικρά, πότε νοσταλγικά. Χαρτογραφεί μια εποχή, έναν τρόπο ζωής, ένα οδοιπορικό. Γίνεται πρώτη ύλη για να ανασταίνει στιγμές μας. Η δύναμη της εικόνας μάς κάνει ορατά κάποια ξεχασμένα πράγματα, αλλά και τα πενθεί. Πεθαίνουν ένα – ένα όλα τα τεκμήρια της επιβίωσης των ανθρώπων σε δύσκολους καιρούς. Έγινε κανονικότητα δένδρα να ξεφυτρώνουν μέσα από πεσμένες στέγες, κλαδιά να βγαίνουν μέσα από παράθυρα, σαν να θέ-λουν να σκεπάσουν ό,τι απέμεινε από τσιμέντο και πλαστικό.
Δεύτερη ζωή, λοιπόν, κάνει τώρα ο νιπτήρας στα χέρια της Δέσποινας, δίκην γλάστρας, με ζωντανά χρώματα, χώμα του δάσους και φυτρωμένα λουλούδια στα σπλάχνα του. Ωστόσο, ο ίδιος αισθάνεται ευνουχισμένος και τον γεμίζει παράπονο η έλλειψη του ζωογόνου νερού της πηγής. Τα άνθη κέρδισαν τη μάχη μέσα από ιδιαίτερο χώρο. Προσαρμογή και φαντασία πάνε ταίρι – ταίρι.
Η γενιά μου αναγνωρίζει τον εμβληματικό τσίγκινο νιπτήρα φτιαγμένο από μαστορικά χέρια, όχι μόνο σαν καθημερινή ανάγκη, αλλά και σαν αναπόσπαστο μέρος τη ύπαρξής μας. Ήταν κρεμασμένος σε γύ-φτικο καρφί δίπλα στην είσοδο του σπι-τιού κι ας πιτσίλιζε με τις σταγόνες του το πλακόστρωτο. Σπάνια ήταν γεμάτος μέχρι πάνω, γιατί το νερό ήταν λίγο κι έπρεπε να φτάσει στα σπίτια από την πηγή με τη βαρέλα στην πλάτη της μάνας ή της γιαγιάς. Όλη η οικογένεια έπρεπε να προσκυνήσει τη «χάρη» του!
Η κόρη με ξέπλεκα μαλλιά στο γλυκοχάραμα, την ώρα που χανόταν και το τελευταίο αστέρι, άπλωνε τις απαλές παλάμες της για να φρεσκάρει το πρόσωπό της. Ο πατέρας με το σακατεμένο κορμί και τα αβασίλευτα μάτια από το ολονύχτιο πότισμα, έπρεπε να ξεπλύνει τον αρμυρό ιδρώτα από το σκασμένο πρόσωπο βάζοντας και λίγο σαπούνι πράσινο από την σαπουνοθήκη που βρισκόταν υποχρεωτικά στο πλάι. Βουβές μοίρες τούς έστελναν όλους κάτω από τη μεταλλική βρυσούλα για να κινήσει η μέρα.
Ίδιες φιγούρες, ίδιες αντιδράσεις, ίδιες κινήσεις. Μια πετσέτα κρεμασμένη στο σύρμα για όλους. Εκεί ξυρίζονταν οι άνδρες και τα σταλάγματα έφευγαν ελεύθερα… Τα έργα της αποχέτευσης… αρ-γούσαν. Οι οδοντόβουρτσες και οι οδοντόκρεμες δεν είχαν κάνει ως τότε την εμφάνισή τους. Με πολλή οικονομία το νερό, για να φτάσει για όλους. Η σπατάλη ήταν ασέβεια και ύβρις. Η βαρέλα έπρεπε να καλύψει όλες τις υπόλοιπες ανάγκες: ανθρώπων, πτηνών και ζώων. Κι η πηγή ήταν μακριά, με χρόνο αναμονής.
Σήμερα που διανύουμε τις αλλεπάλληλες βιομηχανικές επαναστάσεις και την εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, αβίαστα θα χαρακτήριζε κάποιος τον τρόπο ζωής αυτόν φρικτό και μίζερο.
Ωστόσο, δεν ανήκει στα καταναλωτικά μας υπολείμματα και τις όποιες ασχήμιες. Ευτυχία είναι που ο κόσμος στις δυτικές κοινωνίες άλλαξε και η πρόοδος είναι ασύ-λληπτη. Το νερό μπήκε μέσα στα σπίτια μας σε κρύα ή σε ζεστή μορφή από το κεντρικό δίκτυο ύδρευσης. Μεγάλη ευλογία που οι γυναίκες πέταξαν τις τριχιές και τις βαρέλες.
Μπορεί να γκρινιάζουμε για όλα, όμως είμαστε από ανακαίνιση σε ανακαίνιση. Μπάνια, πλακάκια, νιπτήρες χρηστικοί ξη-λώνονται εν ριπή οφθαλμού. Δεν προλαβαίνουμε να τα χαρούμε και τα αποσύρουμε.
Ας σκεφτούμε λίγο πόσα χρήσιμα και πόσα άχρηστα πράγματα μπήκαν στις ζωές μας. Γέμισαν τα σπίτια μας αγαθά και δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε. Ο αδυσώπητος χρόνος πάντοτε θα συνεχίζει τα καινούργια να τα κάνει παλιά. Τα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι, τα λαογραφικά μουσεία, η ανακύκλωση και η ανθρώπινη αυτοχειρία δεν πρόκειται να σβήσουν.
Ο… παλιός νιπτήρας πήρε άλλη μορφή και εξέλιξη. Η κλιματική μεταβολή, οι παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις με τους πολέμους και τις μεταναστευτικές ροές ίσως χρειαστεί να επαναφέρουν τη ζωή στη φυσική της έκφραση και να ξαναβάλουν στη θέση τους, στην αρχική τους μορφή, τέτοια αντικείμενα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να ψιθυρίσουν τα χείλη μας κάποιους στίχους του ποιητή: εκκλησιά χωρίς εικόνες/ βρύση χωρίς νερό.
Γι’ αυτό θα ήταν όμορφο ο νιπτήρας εκείνος της τρυφερής καλημέρας και της μισής αρχοντιάς να βρίσκεται δίπλα μας, έστω και ως ντεκόρ στην κουζίνα μας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ