«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…» (Γιώργος Σεφέρης, ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΣ)

Σήμερα, οι λέξεις μας αδυνατούν να βρουν την αναλογία που τους πρέπει με το χρόνο, με τον τόπο, τα πράγματα, τα γεγονότα, τον προορισμό της ύπαρξης και της ζωής. Είναι κι αυτός ένας λόγος, ίσως, που γλιστρούν, διαχέονται και χάνονται πάνω από το πλαστικό της αδιαφορίας μας αδιάβροχο.
Όμως, στο μικρό – μεγάλο βιβλίο του Δημήτρη (Τάκη) Ντάλα «Στην Κύπρο του ‘74, ήμουν κι εγώ εκεί» οι λέξεις είναι ζυμωμένες από το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και μας πλάθει, και ζυγισμένες με αντίβαρο το πόση τιμή μπορούν να αδράξουν οι δυνατές παλάμες του ανθρώπου. Είναι λέξεις με τους γυμνούς αγγέλους να τρέχουν μέσα στις φλέβες τους και να δίνουν στο αίμα τους φρόνηση στις 54 σελίδες μιας σύγχρονης τραγωδίας, ενός αδιανόητου Βατερλό, όπου το χρέος συγκρούστηκε με την ανοησία, το θάρρος με την προδοσία, η φιλοπατρία μ’ ένα πουκάμισο αδειανό, και οι ανθρωποθυσίες και οι ταπεινώσεις με τις πολιτικές και γεωστρατηγικές σκοπιμότητες.
«Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», έγραψε ο ποιητής. Ο Τάκης Ντάλας έκανε βιαστική την περπατησιά του στα είκοσί του χρόνια για να ξεπληρώσει το χρέος του στην πατρίδα ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς μοίρα, αφού του κληρώθηκε αδίκως να ξεπληρώσει το λογαριασμό ενός άλλου, συγγενούς βουλευ-τή από τα Γιάννενα. Το αποδέχτηκε ως αναπόδραστο. Έκανε το σημείο του Σταυρού και είπε στον εαυτό του «πάμε» σε μια πορεία αχαρτογράφητη, εκεί που η δουλική δικτατορία μιας άστοργης μητέρας πατρίδας έπαιξε την Κύπρο στα ζάρια κι έχασε, αφήνοντας για άλλη μια φορά πίσω της ένα ματωμένο κι αναπάντητο «γιατί».
Ο Γιώργος Σεφέρης που έχει συνδέσει την ποιητική του συνείδηση με τη θαλασσοφίλητη Κύπρο γράφει: «Κάθε άνθρωπος περπατά χωρίς να ξέρει αν άρχισε/ ή αν τελείωσε/ αν πηγαίνει στη μητέρα του στην κόρη του ή στην ερωμένη του/ αν θα δικάσει ή θα δικαστεί/ αν θ’ αποδράσει, αν έχει διαφύγει/ δεν ξέρει». Ο Τάκης Ντάλας περπάτησε χωρίς να ξέρει. Περπάτησε στο όριο, εκεί που όλα φάνταζαν κάτι σαν ζωή και κάτι σαν θάνατος ν’ αναζητεί ένα «δρόμο» μέσα στο φλογισμένο ατσάλι, στα δεκάδες σκορπισμένα διαμελισμένα ανθρώπινα κορμιά, με τις πέτρες και το χώμα του βουνού κοντά του να έχουν πλημμυρίσει από αίμα ζεστό, εκεί στο πεδίο μιας μάχης που δεν έγινε μ’ ένα «γιατί» σαν επιθανάτιο ρόγχο, εκεί πίσω απ’ το βράχο που του χάρισε έναν ίσκιο μετρημένο σαν τη ζωή του, εκεί στις φυλακές των Αδάνων και της Αμάσειας να φέρνει μπροστά του την έρμη τη μάνα του στο πατρικό τους το σπίτι, σιωπηλή με το μαύρο στο κεφάλι μαντήλι και τρεμάμενο χέρι μπροστά στο καντήλι, εκεί στον Πειραιά μετά την απελευθέρωσή του να πλαντάζει στο κλάμα μαθαίνοντας ότι ο καλός του φίλος Δημήτρης Τσαμκιράκης σκοτώθηκε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας από φίλια πυρά.
Στο μικρό – μεγάλο αυτό βιβλίο του φίλου μου Τάκη Ντάλα, ο αναγνώστης αναλαμβάνει τη βαριά υποχρέωση να σταθεί με απόλυτο σεβασμό και ενσυναίσθηση πάνω σε κάθε του λέξη. Γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να παρουσιάσει την περιπέτειά του στην Κύπρο του ’74 με τη σεμνή περηφάνια του Πενταδάκτυλου. Μ’ έναν ηρωικά αντιηρωικό και αφηγηματικά ανδροπρεπή τρόπο, που απευθύνεται στην τιμή, στη συνείδηση και στη μνήμη του καθενός μας:
«Τα συναισθήματα στο καράβι της επιστροφής ήταν ανάκατα και περίεργα. Καμιά χαρά δεν έβγαινε. Η αμηχανία και η σύγχυση γέμιζαν το κορμί μου. Οι έξι μήνες στην Κύπρο και στην αιχμαλωσία της Τουρκίας αιώνες μου φαίνονταν. Πολύ θα ήθελα να αντικρύσω, έστω από μακριά, τον Πενταδάκτυλο.
Σκεφτόμουν ότι αυτός θα στέκεται στη θέση του ατάραχος χωρίς να γνωρίζει από σύνορα κι από φυλές των ανθρώπων. Εγώ επέστρεφα στον τόπο μου με πολύ πικρά αναμνηστικά, ενώ άλλοι συνάδελφοί μου έμειναν μαζί του, εκεί πάνω για πάντα, με το παράπονο, για ποιο λόγο η Πατρίδα τους θυσίασε άδικα».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ