Η Πέμπτη που μας έρχεται συμβαίνει να είναι και η πρώτη μέρα του Μαΐου, μ’ άλλα λόγια η γνωστή, χιλιοτραγουδισμένη και πολύ αγαπητή σε όλου μας πρωτομαγιά. Κατ’ αρχάς οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι στο ξεκίνημά της η Πρωτομαγιά, όπως λέει και το γνωστό τραγούδι, «δεν είν’ αργία είν’ απεργία».
Πράγματι οι εορταστικές εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς ξεκίνησαν από τα εργατικά συνδικάτα παγκοσμίως με σκοπό να τιμηθούν οι νεκροί της πανεργατικής απεργίας που είχε κηρύξει την 1η Μαΐου 1886 η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας για την εφαρμογή του 8ώρου σε εθνική κλίμακα στις ΗΠΑ. Επίκεντρο της απεργιακής μάχης έγινε το Σικάγο, όπου 350 εργάτες ήρθαν σε σύγκρουση με την έφιππη αστυνομία, η οποία είχε διαταγή να καταστείλει την απεργία. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν και νεκροί μεταξύ των εργατών, οι οποίοι όμως δεν λύγισαν και κατόρθωσαν να επιβάλουν στις ΗΠΑ το 8ωρο αποτελώντας την αρχή και για άλλες χώρες. Σε ανάμνηση της μεγαλειώδους αυτής στάσης καθιερώθηκε η Πρωτομαγιά ως μέρα γενικής απεργίας παγκοσμίως.
Αν και αρχικά οι διάφορες κυβερνήσεις προσπάθησαν να αποτρέψουν αυτές τις εκδηλώσεις, στη συνέχεια επιχείρησαν να διαστρεβλώσουν το νόημα της γιορτής ταυτίζοντας την ημέρα αυτή με τον ερχομό της άνοιξης και προτρέποντας τους εργαζόμενους να εκμεταλλεύονται την περίσταση για μαζικές εξόδους στην εξοχή. Σε συνδυασμό με την περικοπή μισθού σε όσους απεργούσαν, έλπιζαν ότι θα καταβάλουν το φρόνημα των εργαζομένων, ούτως ώστε να μην διατηρούν στη μνήμη τους το αρχικό διεκδικητικό πνεύμα της μέρας. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις όμως δεν επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο κι έτσι καθιερώθηκε η Πρωτομαγιά ως μέρα άτυπης αργίας, δεδομένου ότι, αν και πρόκειται περί απεργίας, ποτέ τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια δεν συνέβη να περικοπεί μισθός εργαζομένου για τη συμμετοχή του σ’ αυτήν.
Εδώ όμως έρχεται να αναδειχθεί και η ευθύνη των ίδιων των εργαζομένων, που με τη στάση τους τα τελευταία χρόνια έδωσαν δικαιώματα να θεωρείται η Πρωτομαγιά μέρα επανάπαυσης κι όχι μέρα διεκδικήσεων. Κάθε χρόνο γινόμαστε μάρτυρες εορταστικών εκδηλώσεων με φθίνουσα συμμετοχή με ελάχιστες εξαιρέσεις, με μονότονο περιεχόμενο (αν και το Εργατικό Κέντρο Άρτας έχει κατά καιρούς προσπαθήσει να «ανοίξει» κάπως και να επεκτείνει το νόημά τους), που τις καθιστά πεπαλαιωμένες κι όχι ελκυστικές για το μέσο εργαζόμενο, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για συνδικαλιστικές καρέκλες ή κομματικά οφίτσια, αλλά απαιτεί το σεβασμό και την προσοχή που δικαιούται από τους εργοδότες του, τους εκπροσώπους του και την πολιτεία.
Η αναγκαιότητα συσπείρωσης και ενίσχυσης των εκδηλώσεων της Πρωτομαγιάς και εν γένει των σωματείων είναι πολύ μεγαλύτερη στις μέρες μας, αλλά και τα ίδια τα σωματεία θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν τα νέα μεγάλα προβλήματα που θα προκύψουν στο χώρο της εργασίας στο άμεσο αλλά και το απώτερο μέλλον. Δεν αναφέρομαι μόνο στην αύξηση της παράνομης εργασίας, των απλήρωτων υπερωριών, της ανασφάλιστης εργασίας ή της μερικής απασχόλησης, των απαράδεκτων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης νέων που αναγκάζονται να πάνε για «σεζόν» σε πολλά νησιά. Αναφέρομαι και στη δυνατότητα του εργάζεσθαι, η οποία κινδυνεύει να χαθεί για τους ανθρώπους από την έλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης. Είναι χαρακτηριστικές οι απόψεις του παγκοσμίως γνωστού ιδρυτή της Μάικροσοφτ, Μπιλ Γκέιτς, όπως διατυπώνονται στην ιστοσελίδα alfavita.gr: «Ο Μπιλ Γκέιτς, […] στις αρχές του 2025, παρουσίασε μια τολμηρή -και για πολλούς ανησυχητική – προοπτική για τον αντίκτυπο της τεχνητής νοημοσύνης στον κόσμο της εργασίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, μέχρι το 2035, η AI (Τεχνητή Νοημοσύνη) θα έχει αντικαταστήσει πολλούς επαγγελματικούς ρόλους, ξεκινώντας από εκείνους που απαιτούν εξειδίκευση όπως η ιατρική και η εκπαίδευση. «Οι σπουδαίες ιατρικές συμβουλές και τα σπουδαία μαθήματα θα είναι δωρεάν. Αυτό δεν είναι απλώς τεχνολογική καινοτομία. Είναι κοινωνική επανάσταση». […] Ίσως η πιο “μαύρη” πτυχή των προβλέψεων του Γκέιτς είναι η αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της εργασίας: «Οι δουλειές είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα που προέκυψε από την έλλειψη. Σε έναν κόσμο αφθονίας, πρέπει να επανεφεύρουμε τον σκοπό». Όταν φτάνει να αμφισβητείται η ίδια η έννοια της εργασίας, τότε θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικές προτάσεις και διέξοδοι, χωρίς βέβαια να απεμπολείται από τα σωματεία η παραδοσιακή λειτουργία τους, δηλαδή η διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ωστόσο θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη νέα εποχή, στην οποία θα πρέπει να ληφθούν γενναίες αποφάσεις, για τις οποίες οι παγκόσμιοι πολιτικοί εντολοδότες δε φαίνονται ούτε διατεθειμένοι ούτε έτοιμοι. Σύμφωνα με τον Γκέιτς, αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει ως εναλλακτική είναι «ένα νέο κοινωνικό μοντέλο, με λιγότερες εργάσιμες ημέρες, μεγαλύτερο ελεύθερο χρόνο και ενδεχομένως καθολικό βασικό εισόδημα». Αυτή η προοπτική, αν και φιλόδοξη, απαιτεί βαθιές μεταρρυθμίσεις τόσο σε οικονομικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο.
Δυστυχώς η πραγματικότητα στη χώρα μας κάθε άλλο παρά φιλική προς τους εργαζόμενους μπορεί να χαρακτηριστεί. Όπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα της ΑΔΕΔΥ (ομοσπονδίας των δημοσίων υπαλλήλων) «η θέσπιση ουσιαστικά των 13 ωρών εργασίας μέσω δυνητικής παράλληλης εργασίας, η θεσμοποίηση της εξαήμερης εργασίας (δικαίωμα του εργοδότη), η κατάργηση της υποχρέωσης των εργοδοτών για προαναγγελία υπερωριών, τα ζητήματα που προκύπτουν από τους τύπους συμβάσεων που προτείνονται και οι οποίοι ενισχύουν δραματικά τις διάφορες μορφές εργασιακής “ευελιξίας”, οι ρυθμίσεις που καθιστούν δυσχερέστερο το εργασιακό περιβάλλον στο πεδίο των υπερωριών και των απολύσεων συμπληρώνονται από την εμφατική ποινικοποίηση απεργίας και της συνδικαλιστικής δράσης».
Υπό το πρίσμα αυτό, η ανάγκη ενίσχυσης των συνδικαλιστικών φορέων γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, όσο εξίσου μεγάλη γίνεται και η υποχρέωση των φορέων αυτών να αναζητήσουν τρόπους ενίσχυσης της μαζικότητάς τους, αλλά και πειστικές προτάσεις για λύσεις στα προβλήματα που αναπόφευκτα θα προκύψουν στο μέλλον.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ