Οι μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα, αλλά και σε πολλές πόλεις στο εξωτερικό ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο θέμα αυτού που η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών θεωρεί ότι ήταν έγκλημα των Τεμπών, υπήρξαν πρωτόγνωρες για τη χώρα μας στα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Η συγκέντρωση στην πόλη μας αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα της συσπείρωσης που προκάλεσε η δράση των μελών της κυβέρνησης (αλλά και η στάση τους απέναντι στην προοπτική των συλλαλητηρίων καθώς και στους συγγενείς των θυμάτων) όσον αφορά τη διερεύνηση των αιτίων της σύγκρουσης, αλλά και της επακόλουθης έκρηξης.
Τέτοια συγκέντρωση που να καταλαμβάνει όλο το κέντρο της πόλης, από την αρχή της οδού Σκουφά στο ύψος της πλατείας Μονοπωλίου, μέχρι τη διασταύρωση για Παντοκράτορα, με γεμάτη την κεντρική πλατεία και το ευρυχώριο του Αγίου Δημητρίου, ακόμα και πίσω από την εξέδρα των ομιλητών, δεν θυμάμαι να έχω δει ούτε στα χρόνια της δεκαετίας του 80, όταν για τις πολιτικές συγκεντρώσεις κινητοποιούνταν οι άνθρωποι όλου του νομού ή ακόμα και γειτονικών μας.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι συγκεντρώσεις αυτές κίνησαν το ενδιαφέρον και των ξένων μέσων ενημέρωσης. Χαρακτηριστικά, η βρετανική εφημερίδα Guardian, σύμφωνα με την ιστοσελίδα των ΝΕΩΝ, επισημαίνει ότι συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν σε 200 πόλεις και κωμοπόλεις σε όλη την ελληνική επικράτεια. Κοινότητες της διασποράς, από τον Καναδά έως την Αυστραλία, έχουν εξαγγείλει παρόμοιες διαδηλώσεις σε ένδειξη της οργής που έχει προκαλέσει η καταστροφή. «Η οργή του κοινού για την αντίδραση στη συντριβή – και όχι μόνο για την απόφαση να καθαριστεί γρήγορα ο χώρος και να απομακρυνθούν συντρίμμια που περιείχαν ζωτικά στοιχεία και ανθρώπινα λείψανα – έχει επιδεινωθεί από την αντιληπτή και αυξανόμενη αίσθηση της κυβερνητικής συγκάλυψης», υπογραμμίζει η βρετανική εφημερίδα.
«Οι κατηγορίες για πολιτική ανάμειξη στην έρευνα», συνεχίζει, «έχουν αυξηθεί από τον αργό ρυθμό με τον οποίο αποδόθηκε η δικαιοσύνη: δεν έχει ακόμη διεξαχθεί δίκη και κανένας κυβερνητικός αξιωματούχος δεν έχει αντι- μετωπίσει μομφή ή λογοδοτήσει για την τραγωδία. Μια έκθεση 178 σελίδων, που δόθηκε στη δημοσιότητα από μια ανεξάρτητη ερευνητική επιτροπή την Πέμπτη, διαπίστωσε ότι ενώ τα περισσότερα από τα θύματα πέθαναν ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης – που αρχικά αποδόθηκε σε έναν υπεύθυνο του σταθμού, ο οποίος τοποθέτησε λανθασμένα τα δύο τρένα στην ίδια γραμμή – επτά άνθρωποι αποτεφρώθηκαν στην τεράστια έκρηξη που ακολούθησε».
Παράλληλα, τα ΝΕΑ αναφέρουν ότι μια δημοσκόπηση από την MRB αποκάλυψε ότι το 81,1 % των ερωτηθέντων δεν πίστευε ότι η κυβέρνηση είχε κάνει αρκετά για να ρίξει φως στην τραγωδία, αντανακλώντας την αυξανόμενη δυσπιστία προς τους κρατικούς θεσμούς και τη Δικαιοσύνη. Αυτή ακριβώς η δυσπιστία, η οποία αυξάνεται στο βαθμό που η ανεξάρτητη επιτροπή που έβγαλε το πόρισμα φαίνεται να έχει ως πρόεδρο έναν άνθρωπο ο οποίος συνδέεται (άμεσα ή έμμεσα δεν ενδιαφέρει) με το περιβάλλον του πρωθυπουργού, φέρνει στο νου μας τη βασική και θεμελιώδη αρχή της σύγχρονης δημοκρατίας, με άλλα λόγια την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Στα δημοκρατικά πολιτεύματα της αρχαιότητας δεν χρειαζόταν να θεσπιστεί τέτοια αρχή, δεδομένου ότι η νομοθετική εξουσία ασκούνταν από το λαό άμεσα (το σώμα των πολιτών στην εκκλησία του δήμου ψήφιζε τους νόμους), η εκτελεστική εξουσία ασκούνταν από αιρετούς άρχοντες οι οποίοι εκλέγονταν είτε με κλήρωση είτε με ανάταση του χεριού και η δικαστική εξουσία από σώμα πολιτών το οποίο είχε κληρωθεί να επιτελέσει δικαστικά καθήκοντα. Επομένως η εξουσία ήταν διαμοιρασμένη και έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος απολυταρ- χίας.
Στην περίοδο του Βυζαντίου και των μετέπειτα ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, αλλά και στα κατοπινά εθνικά κράτη που δημιουργήθηκαν, ο θεσμός του αυτοκράτορα ή και του βασιλιά προϋπέθετε απολυταρχική διακυβέρνηση, βασισμένη στη λογική της ενός ανδρός αρχής. Ο ηγεμόνας αποτελούσε την έκφραση της νομοθετικής εξουσίας, εφόσον η όποια βούλησή του αποτελούσε νόμο του κράτους. Είχε στα χέρια του την εκτελεστική εξουσία, δεδομένου ότι ο ίδιος αποφάσιζε για τα κρατικά ζητήματα και ήταν ο επικεφαλής του ανακτοβουλίου (του συμβουλίου δηλαδή που τον συμβούλευε για τα διάφορα κρατικά θέματα).Ταυτόχρονα ασ- κούσε και την ανώτατη δικαστική εξουσία καθώς ήταν εκείνος που αποτελούσε το ανώτατο δικαστήριο της κάθε χώρας (μονοπρόσωπο δικαστήριο, μονομελές και με τελεσίδικη ισχύ στις αποφάσεις του). Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, τέτοια απόλυτη εξουσία εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε υπέρβαση, κατάχρηση εξουσίας και καταπίεση του λαού, ο οποίος στην ουσία αποτελεί τον εντολοδότη κάθε συστήματος κρατικής εξουσίας.
Στη χώρα μας, δυστυχώς αυτή η διακριτή άσκηση των εξουσιών δεν υφίσταται, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που να διασφαλίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς το κράτος. Τα μέλη της κυβέρνησης (δηλαδή οι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας) είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία και βουλευτές (δηλαδή μέλη της νομοθετικής εξουσίας), και νομοθετούν ερήμην της αντιπολίτευσης ό,τι βολεύει τους ίδιους. Οι πολυκομματικές εξεταστικές επιτροπές της βουλής υπακούουν στη λογική της κομματικής βούλησης, με αποτέλεσμα η εκτελεστική εξουσία να μη λογοδοτεί ουσιαστικά σε κανέναν (χαρακτηριστικό παράδειγμα η εξεταστική για τα Τέμπη), οι ανεξάρτητες επιτροπές γίνεται προσπάθεια να ελεγχθούν από διάφορους ημέτερους, ενώ και η ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων επιλέγεται και διορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, δηλαδή τον εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας.
Υφίσταται στην περίπτωση αυτή διάκριση εξουσιών; Πραγματική διάκριση εξουσιών θα υπήρχε αν η κυβέρνηση ήταν εξωκοινοβουλευτική, με ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και αν οι δικαστικοί λειτουργοί εκλέγονταν από το λαό (περίπου όπως γίνεται στις Η.Π.Α.). Το αντέχει αυτό σήμερα η δημοκρατία μας; Η αντίδραση της κυβέρνησης στη φωνή του λαού, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τις συγκεντρώσεις της Παρασκευής θα το δείξει.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ