Οι επικείμενες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που προγραμματίζονται για τις 28 Φεβρουαρίου (ημέρα μνήμης των 57 θυμάτων της ολέθριας σύγκρουσης δύο τραίνων στα Τέμπη) και που καταδεικνύουν την όλο και περισσότερο διαδεδομένη άποψη ότι επιχειρείται μια συγκάλυψη ενός εγκλήματος ή τουλάχιστον υπάρχει μια απόπειρα παρεμπόδισης να αποδοθεί δικαιοσύνη, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο προβληματισμού για μια σειρά από ζητήματα που έρχονται συνεχώς στο προσκήνιο, όπως η εμπιστοσύνη ή όχι των πολιτών στους θεσμούς, η ανεξαρτησία ή μη της δικαιοσύνης στη χώρα μας, η εξάρτηση ή όχι των πολιτικών και κυβερνητικών κέντρων από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και άλλα ων ουκ έστι αριθμός, τα οποία θα μπορούσε κανείς να τα αναλύσει σε κάποια ογκώδη κοινωνιολογική μελέτη.
Αναδεικνύεται, όμως, και ένα άλλο ζήτημα το οποίο εμφανίζεται εντονότερα στο προσκήνιο όσο περισσότερο φαίνεται πως η 28η Φεβρουαρίου αποτελεί ημέρα συσπείρωσης ενός ευρύτερου (πολυκομματικού ή και ακομμάτιστου, πάντως έντονα πολιτικοποιημένου) κοινού. Πρόκειται για το ζήτημα της δημιουργίας γεγονότων μέσα από τη διαδικασία της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, μ’ άλλα λόγια μέσα από τη διαδικασία της προαναγγελίας ενός γεγονότος, το οποίο, στη συνέχεια, τεχνηέντως δημιουργείται, δικαιώνοντας αυτόν που το προέβλεψε.
Το φαινόμενο αυτό το περιέγραψε λεπτομερώς ο καθηγητής Γεώργιος Κουμάντος σε άρθρο του με τίτλο «Κατασκευαστές γεγονότων» στην εφημερίδα Καθημερινή (19/5/2002), ως εξής: «Η κύρια μέθοδος κατασκευής γεγονότων παίρνει συχνά τη μορφή πρόβλεψής τους. […] Ας πάρουμε, για παράδειγμα, μια αναγγελλόμενη απεργία ή μια αναγγελλόμενη πορεία κάποιου ορισμένου κλάδου, από τις συνηθισμένες, ας πούμε «ρουτίνας».
Ως ένα μεγάλο βαθμό, η επιτυχία της εξαρτάται από τη δημοσιευόμενη πρόβλεψη της επιτυχίας ή της αποτυχίας: η είδηση ότι «καθολική αναμένεται η συμμετοχή στη σημερινή απεργία» ή «μεγαλειώδης προβλέπεται η αυριανή πορεία» μπορεί να αποτελέσει σημαντική παρακίνηση για τους κάθε λογής διστακτικούς. Και έπειτα υπάρχουν οι γκρίζες περιοχές που βρίσκονται ανάμεσα στην είδηση, τη φήμη, την καλόπιστη εντύπωση και τη θελημένη μεθόδευση. Πού κατατάσσεται η εμπιστευτική πληροφορία που προέρχεται από κάποιους έγκυρους κύκλους ότι ένα κόμμα βαδίζει προς τη διάσπασή του; Πού κατατάσσεται η διαπίστωση ότι «κατά γενική εντύπωση» μια κυβέρνηση (ή μια αντιπολίτευση), δεν μπορεί να παραγάγει έργο (ή πολιτικό λόγο) γιατί είναι κουρασμένη ή γιατί ασχολείται μόνο με τα εσωτερικά της προβλήματα; Όπως όμως και να χαρακτηρισθεί, ένα τέτοιο δημοσίευμα μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην επέλευση της κατάστασης που περιγράφει – και έτσι να βγει αληθινό».
Στην τακτική αυτή οδεύουν, ηθελημένα ή εν αγνοία τους πολλά από τα δημοσιεύματα που σχετίζονται με τις κινητοποιήσεις της 28ης Φεβρουαρίου. Γνωστός δημοσιογράφος γράφει στην ιστοσελίδα Liberal: «Να μου το θυμάστε, θα γίνουν τέτοια επεισόδια σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις (για τα οποία φυσικά θα κατηγορηθεί η κυβέρνηση), που θα ανοίξει νέος φοβερός κύκλος αντιπαράθεσης και μίσους». Ανάλογο είναι το ύφος και στην ιστοσελίδα Parapolitika: «Συναγερμός έχει σημάνει στην ΕΛ.ΑΣ. ενόψει της γενικής απεργίας της 28ης Φεβρουαρίου και της συγκέντρωσης για τη συμπλήρωση των δύο ετών από την τραγωδία στα Τέμπη. Την ώρα που στα social media γίνεται χαμός με αναρτήσεις που κάνουν λόγο για οργανωμένα επεισόδια και κυκλοφορούν εμπρηστικές αφίσες που καλούν τον κόσμο στη συγκέντρωση με το σύνθημα «να ανατρέψουμε τους δολοφόνους», η Μαρία Καρυστιανού απευθύνει κάλεσμα για ειρηνική διαμαρτυρία».
Τι άλλο μπορεί να καταλάβει κανείς αν όχι αυτό που περιγράφεται στο άρθρο που είδαμε πιο πάνω; Η τακτική της αυτοεκπληρούμενης προφητείας είναι απλή. Σε μια ειρηνική διαδήλωση, κάποιοι «άγνωστοι» παρεισφρέουν και δημιουργούν επεισόδια (ονομάζονται και προβοκάτορες), τα οποία με τη σειρά τους είτε εντείνονται από την αυθόρμητη αντίδραση των συμμετεχόντων είτε προκαλούν την απάντηση της αστυνομίας, με αποτέλεσμα, συνήθως, τη γενίκευσή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όποιος προέβλεψε ότι θα γίνουν σοβαρά επεισόδια, αποδεικνύεται προφητικός. Μπορεί, όμως, να είχε απλά σχετική πληροφόρηση.
Όλα αυτά τα είχε διαβλέψει και αναλύσει ο σπουδαίος φιλόσοφος, σημειολόγος και συγγραφέας, Ουμπέρτο Έκο, στο τελευταίο του μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Φύλλο Μηδέν», ένα «εγχειρίδιο κακής δημοσιογραφίας» που καταδεικνύει τη σημερινή εξαχρείωση του κίτρινου τύπου και γενικότερα των Μ.Μ.Ε., τα οποία με τις πρακτικές τους υποσκάπτουν τη σύγχρονη δημοκρατία διαστρεβλώνοντας τα γεγονότα και την πραγματικότητα εν γένει.
Πιο ανησυχητικό από όλα, σύμφωνα με τον Έκο, είναι η άκριτη πρόσληψη της πληροφορίας από το κοινό. Όπως τονίζει ένας από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου, διευθυντής μιας υπό έκδοση εφημερίδας: «Σήμερα για να αντικρούσεις μια κατηγορία, δεν χρειάζεται να αποδείξεις το αντίθετο, αρκεί να απαξιώσεις εκείνον που σε κατηγορεί» «Οι εφημερίδες διδάσκουν στον κόσμο πώς πρέπει να σκέφτεται. Ο κόσμος στην αρχή δεν ξέρει τι τάσεις έχει, μετά του λέμε εμείς και συνειδητοποιεί ότι όντως τις έχει».
Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να υποταχθούμε στη βούληση των διαμορφωτών της κοινής γνώμης; Προφανώς όχι. Θα πρέπει, όμως, να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε με κριτική ματιά οτιδήποτε μας προβάλλεται ως δεδομένο ή ως αναμενόμενο και να προσπαθούμε να εμποδίζουμε την εκπλήρωση της οποιασδήποτε επίδοξης αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ