Η πρόσφατη τοποθέτηση του υπουργού Υγείας, σχετικά με τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και η αποστροφή του ότι τα χρήματα αυτά είναι των ευρωπαίων φορολογουμένων και όχι των Ελλήνων, και πως αυτά τα χρήματα έρχονται από την «Ευρώπη», αναδεικνύει το είδος της σχέσης που έχει η χώρα μας με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η σχέση αυτή υπήρξε, από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, προβληματική. Για κάποιο περίεργο και δυσεξήγητο λόγο εμείς θέλαμε να μας εκτιμούν οι ευρωπαίοι, όμως οι ίδιοι δεν τους είχαμε και σε καμία ιδιαίτερη εκτίμηση. Επιζητούσαμε την αποδοχή τους, αλλά «κουτόφραγκους» τους ανεβάζαμε, «κουτόφραγκους» τους κατεβάζαμε. Κάποιος βυζαντινός αξιωματούχος, μάλιστα, είχε φτάσει στο σημείο να διακηρύξει ότι καλύτερο θα ήταν να έβλεπε τουρκικό σαρίκι στην Πόλη, παρά φραγκική περικεφαλαία!
Αυτό, βεβαίως, οφειλόταν στην ακραιφνώς εχθρική στάση που είχαν επιδείξει οι Φράγκοι και οι άλλοι δυτικοί, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και μέρους της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας από τους σταυροφόρους τη Δ΄ Σταυροφορίας. Η περιφρόνηση και νη απαξίωση των Δυτικών προς τους Βυζαντινούς, σε μια εποχή που ο πολιτισμός του Βυζαντίου ξεπερνούσε κατά πολύ τον αντίστοιχο δυτικό, δεν είχαν προηγούμενο στην ιστορία. Όλο αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια συνεχής επιφυλακτικότητα (στην καλύτερη περίπτωση) μεταξύ των δύο πολιτισμών.
Η επιφυλακτικότητα αυτή είχε την έκφρασή της στην εκδοτική προσπάθεια της ΕΟΚ για την εκπόνηση μιας «Ευρωπαϊκής Ιστορίας», από την οποία, όμως, απουσίαζε κάθε αναφορά στο Βυζάντιο! Κι αυτό διότι για πολλούς δυτικούς, το Βυζάντιο δεν υπήρξε ως τμήμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της ιστορίας του.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Otto Mazal, «Οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum,ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης, αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως ‘βασίλειο των Γραικών’ (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας.»
Η αρνητική αυτή στάση βρήκε ευήκοα ώτα στους σύγχρονους Ευρωπαίους οι οποίοι, σε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, θεωρούν τους Έλληνες ως ένα «μάτσο χαραμοφάηδες, τεμπέληδες που απλώς ζουν καλά εις βάρος των σκληρά εργαζόμενων δυτικών ‘’φίλων’’ τους. Παρόλο που αυτό είναι ένας μύθος, όπως έχει αποδειχτεί ακόμα και από έντυπα και Μ.Μ.Ε. ιδιαίτερα σκληρών απέναντί μας χωρών, εξακολουθεί να αποτελεί κοινή θέση μεγάλου μέρους των βορειοευρωπαίων. Χαρακτηριστική είναι η έρευνα οικονομικής γερμανικής εφημερίδας. Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα «Ποιο έθνος της ΕΕ είναι το πιο εργατικό;». Το δημοσίευμα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας επικαλείται σχετική έρευνα της ΕΕ και επισημαίνει: «Οι Έλληνες είναι κατά την αντίληψη της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων ιδιαίτερα τεμπέληδες.
Μία έρευνα της ΕΕ καταδεικνύει ότι αυτό δεν ισχύει. Η ίδια έρευνα αποκαλύπτει επίσης ότι οι Γερμανοί υπάλληλοι δεν είναι οι πιο εργατικοί». Την πρώτη θέση στη λίστα των πιο εργατικών Ευρωπαίων καταλαμβάνουν οι Ρουμάνοι με μέσο όρο 41,2 ώρες εβδομαδιαίως. Τα στοιχεία του ευρωπαϊκού ερευνητικού ινστιτούτου Eiro κατατάσσουν τους Γερμανούς στην 4η θέση με μέσο όρο 40,5 ωρών την εβδομάδα. Το δημοσίευμα κλείνει με την εξής διαπίστωση: «Στην Ελλάδα της κρίσης οι υπάλληλοι είναι προφανώς πιο εργατικοί από ό,τι λέει η φήμη τους. Με 40 ώρες την εβδομάδα τοποθετούνται στη μέση της λίστας και πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 39,6 ωρών εβδομαδιαίως».
Λίγοι είναι αυτοί που συγκινούνται, όμως, από τέτοιου είδους δημοσιεύματα. Οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας δείχνουν με τη στάση τους ότι εννοούν τη συμμαχία και την εταιρικότητα με τον ίδιο τρόπο που οι Αθηναίοι την παρουσίασαν στους Μηλίους λίγο πριν τους κυριεύσουν και τους εξοντώσουν στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθεί κανείς αν αυτή την Ευρώπη είχαν στο νου τους όσοι πρωτοδιαμόρφωσαν την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης.
Δεν πιστεύω πως αυτό ήταν το όραμα εκείνων που, μέσα από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ονειρεύτηκαν μια Ευρώπη χωρίς σύνορα να χωρίζουν τους λαούς της, χωρίς πολέμους (οικονομικούς, οπλικούς, πολιτιστικούς) να τους εκμηδενίζουν. Και δεν ήταν, φαντάζομαι, τέτοια και η θέληση των ελλήνων, όταν εισέρχονταν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινό- τητα.
Άλλα ήταν τα οράματα και οι προσδοκίες από την είσοδο της Ελλάδας τότε. Ότι θα οργανώσει την οικονομία γύρω από τον άνθρωπο, αντί τον άνθρωπο γύρω από την οικονομία. Θα πραγματοποιήσει την ιδέα της πολυδιάστατης αναπτύξεως και θα προαγάγει την ποιότητα της ζωής, ενώ παράλληλα θα υπηρετήσει σε διεθνή κλίμακα την ιδέα της οικονομικής δικαιοσύνης και της προαγωγής των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών. Πιστεύει, αλήθεια κανείς ότι ισχύ- ουν αυτές οι βασικές επιδιώξεις σήμερα;
Σήμερα η ευρωπαϊκή κοινωνία βασανίζεται από την τυραννία της ατομικότητας, που ενισχύεται από τον καταναλωτισμό και τη θεοποίηση της οικονομίας και του χρήματος. Εδώ ακριβώς είναι που η Ευρώπη έχει ανάγκη τον ελληνισμό και την Ελλάδα. Διότι οι έλληνες είναι αυτοί που διδάσκουν, διαχρονικά, την ομαδική δράση, την κοινωνική ενεργητικότητα, αυτή όπου ο καθένας δρα ατομικά με γνώμονα το κοινό συμφέρον.
Είναι η λογική της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης, η λογική της ομαδικής δουλειάς και της συνεργασίας, της οργανωμένης πάλης και της αντίδρασης απέναντι σε όσα και όσους προσπαθούν να μας στερήσουν ό,τι μας απέμεινε: την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια. Αυτά θα πρέπει να έχουμε κατά νου και όχι να προσπαθούμε να υποταχθούμε στη λογική των αριθμών. Μπορούμε να φερθούμε και να αποδειχ- θούμε «ωραίοι σαν έλληνες»; Η πορεία μας θα το δείξει.