Αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές, Αμφιβολίες τρελές.
Για τους περισσότερους από εμάς είναι μία καθημερινότητα. Ίσως μία ρουτίνα. Πίνουμε καθημερινά το κα- φεδάκι μας. Είτε μόνοι μας, είτε στη δουλειά ανάμεσα σε χαρτιά και συναδέρφους, είτε σε μια καφετέρια με φίλους και γνωστούς.
Έχω την υποψία ότι η αγάπη μας για τον καφέ, δεν οφείλεται τόσο στα αρώματα που αναδύει στη γεύση του ή στην επίγευση που μας αφήνει. Καλό είναι το άρωμα καραμέλας, οι γευστικές νότες πορτοκαλιού, η επίγευση φράουλας ή η οξύτητα ώριμου κρασιού, αλλά υποψιάζομαι ότι ο καφές είναι η αφορμή για να συζητήσουμε. Αντί να πούμε «πάμε κάπου να συζητήσουμε», λέμε απλά «πάμε για ένα καφεδάκι». Επί της ουσίας, οι σημαντικές στιγμές δεν είναι εκείνες που το φλυτζάνι ακουμπά τα χείλη μας, αλλά το τι γίνεται ανάμεσα σ’ αυτές τις στιγμές. Και μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε για εκατοντάδες θέματα. Για ό,τι μας έρθει στο κεφάλι εκείνη την ώρα. Είναι όντως έτσι; Ή απλά έτσι νομίζουμε;
Συζητάμε πραγματικά; Επικοινωνούμε; Ή περιοριζόμαστε από ένα πλέγμα συμπλεγμάτων και κοινωνικών νορμών; Κι αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, δεν επηρεάζει και τις πολιτικές συζητήσεις μας; Εν τέλει δεν περιορίζει την ίδια την παραγωγή πολιτικής; Την ίδια την πολιτική;
Πόσο ελεύθερα μπορούμε να εκφραστούμε σε μία παρέα νέο – δημοκρατών για τις εσκεμμένες παραλείψεις – συγκαλύψεις της κυβέρνησης σχετικά με το δυστύχημα των Τεμπών; Πόσο ελεύθερα μπορούμε να εκφραστούμε σε μία παρέα πασοκ-τζήδων για την αρχή του οικονομικού εκτροχιασμού της χώρας επί Ανδρέα Παπανδρέου; Πόσο ελεύθερα μπορού- με να εκφραστούμε σε μία παρέα ΚΚΕ-δων για τα εγκλήματα του Στάλιν και πολλών γραμ- ματέων μετά από αυτόν;
Σήμερα, ενδέχεται να ζούμε σε μια κοινωνία όπου η ελευθερία της έκφρασης φαίνεται δεδομένη, αλλά η ίδια η κοινωνική πίεση μπορεί να περιορίσει την πολιτική σκέψη και τις συζητήσεις. Η πολιτική ορθότητα, για παράδειγμα, μπορεί να λειτουργήσει ως μια αόρατη δύναμη που υπαγορεύει τις θεμιτές και αθέμιτες απόψεις. Οι άνθρωποι συχνά διστάζουν να εκφράσουν τις απόψεις τους για το φόβο μήπως χαρακτηριστούν ακραίοι, αναχρονιστικοί ή αδιάλλακτοι, ακόμα και αν έχουν την αγνή πρόθεση να συμμετάσχουν σε μια γόνιμη συζήτηση.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ελευθερία λόγου μπορεί να φανεί ψευδής, καθώς οι περιορισμοί που τίθενται από το κοινωνικό και πολιτικό σύστη- μα δεν προέρχονται μόνο από θεσμικούς μηχανισμούς, αλλά και από τις μηχανές της κοινωνικής αποδοχής και απόρριψης. Η ελευθε- ρία λόγου και η συζήτηση, είναι άραγε ένα σταθερό αγαθό ή άλλο ένα πεδίο συνεχούς διαπραγμάτευσης και πάλης; Ποιος είναι ο πραγματικός ρόλος του δημόσιου λόγου στην πολιτική μας καθημερινότητα;
Όπως έχει γράψει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης: «Η αληθινή πολιτική ελευθερία δεν έγκειται τόσο στην αναγνωρισμένη δυνατότητα να εκφέρουμε τις απόψεις μας όσο στην ικανότητά μας να αμφισβητούμε τα υπάρχοντα στε- ρεότυπα και να αναζητούμε νέες μορφές πολιτικής σκέψης. Η ελευθερία του λόγου δεν σημαίνει μόνο την αποδοχή του δικαιώματος να μιλάμε, αλλά και την πρόκληση των συστημάτων που οργανώνουν τις σκέψεις και τις αντιπαραθέσεις μας».
Η πολιτική συζήτηση συχνά αποκλίνει από τον πυρήνα της, διότι υπαγορεύεται από τις στρατηγικές των πολιτικών, τα συμφέροντα των Μέσων Ενημέρωσης και τις έμμεσες κοινωνικές πιέσεις. Όταν, λοιπόν, λέμε ότι έχου- με ελευθερία λόγου, μήπως ξεχνάμε τα άμεσα ή έμμεσα εμπόδια που υψώνονται γύρω μας και μας καθοδηγούν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις;
Η πολιτική συζήτηση, επομένως, δεν είναι απλά το δικαίωμα να μιλάμε, αλλά και η δυνατότητα να σκεφτόμαστε πέρα από αυτά που θεωρούμε δεδομένα. Αυτό το πέρασμα από το προφανές στο άγνωστο, είναι ίσως το πιο δύσκολο βήμα στη διαδικασία της ελευθερίας του λόγου. Όταν εμβαθύνουμε στις πολιτικές συζητήσεις, ξεπερνώντας τα στερεότυπα και τις παγιωμένες αντιλήψεις, τότε πλησιάζουμε στην πραγματική ελευθερία. Εκείνη που δεν εξαρτάται από το αν είναι ή όχι αποδεκτό να εκφράσουμε μια άποψη, αλλά από την ικανότητά μας να αναζητούμε και να διατυπώνουμε διαφορετικές οπτικές σε έναν κόσμο που συχνά φαίνεται να εγκλωβίζεται σε στενούς διαλόγους.
Για να είμαστε πραγματικά ελεύθεροι, δεν αρκεί να μιλάμε – πρέπει και να σκεφτόμαστε ελεύθερα, χωρίς τους περιορισμούς που θέτουν τα στερεότυπα και οι κοινωνικές νόρμες. Αλήθεια, πόσες Αμφιβολίες γεννούνται με το ερώτημα: «Πόσο ελεύθεροι είμαστε για να συζητάμε;».
Όποια κι αν είναι η απάντηση, πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι: «Καλύτερα να συζητήσεις ένα θέμα χωρίς να καταλήξεις κά- που, παρά να καταλήξεις κάπου χωρίς να το συζητήσεις».
Αθώος, λόγω Αμφιβολιών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ