Για τις αλυκές της Άρτας καθώς και τους αλυκάριους που εργάζονταν εκεί δεν έχει γίνει έως τώρα ιδιαίτερος λόγος και γνωρίζουμε λίγα.
Για τους Μεσαιωνικούς χρόνους ξέρουμε πως η βυζαντινή αυτοκρατορία προμηθευόταν το αλάτι της από τις αλυκές του Αιγαίου, της Αδριατικής και της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, γνωρίζουμε με βάση τον χάρτη αλυκών που έχει παρουσιάσει το ίδρυμα της Αικατερίνης Λασκαρίδου ότι η Άρτα ανήκε στις περιοχές αλυκών, οι οποίες προμήθευαν με αλάτι την Αυτοκρατορία. Το κράτος διατηρούσε δικαιώματα επί της παραγωγής και της πώλησης. Οι αλυκές ανήκαν στον αυτοκράτορα ή στα μοναστήρια, ενώ το διεθνές εμπόριο του αλατιού στη Μεσόγειο πέρασε στα χέρια των Ιταλικών ναυτικών δυνάμεων.
Για τον όψιμο Μεσαίωνα, η Ευστρατία Συγκέλλου και ο Σπύρος Ασωνίτης στην κοινή τους εργασία «Ο Αμβρακικός κόλπος στον όψιμο Μεσαίωνα» κάνουν λόγο για τις αλυκές της Κόπραινας και Σαλαγοράς και μας λέει πως «Οι αλυκές και τα ιχθυοτροφεία του Αμβρακικού παρείχαν σημαντικά έσοδα στους τοπικούς ηγεμόνες, οι οποίοι τα εκμεταλλεύ- ονταν άμεσα ή τα εκμίσθωναν σε ιδιώτες».
Επί οθωμανικής αυτοκρατορίας οι αλυκές ανήκαν στις κατά τόπους κοινότητες και πόλεις ή σε ιδιώτες, οι οποίοι τις καλλιεργούσαν και κατέβαλαν το «αλατιάτικο», κατά κε- φαλήν φόρο, στις Τουρκικές Αρχές. Βέβαια, στην περίπτωση της Άρτας, γνωρίζουμε πως ανήκαν στον Βοεβόδα, ο οποίος τις εκμίσθωνε. Σύμφωνα με τον Λευτέρη Βέτσιο, ο βοεβόδας της Άρτας, στην κυριότητα του οποίου υπάγονταν οι αλυκές, παραχωρούσε την εκμετάλλευσή τους στον εκάστοτε ενοικιαστή – εργολάβο αντί του ποσού των είκοσι πέντε μπορσών το χρόνο (1 borsa = 133, 33 τσεκίνια), δηλαδή 3.333 τσεκίνα, όπου κάθε τσικίνι ήταν χρυσό και ζύγιζε 3,5 γραμμάρια. Δυο αλυκές υπήρχαν στην περιοχή της Άρτας. Μια στο Τσουκαλιό και μια ανατολικά της Κόπραινας.
Παρότι που το αλάτι της Άρτας ήταν, σύμφωνα με τις εκθέσεις των Βενετών προξένων, κατώτερο από αυτό της γειτονικής Βε- νετικής Λευκάδας τον 18ο αιώνα, οι Βενετοί ήταν κύριοι αποδέκτες. Στον 19ο με την απελευθέρωση της Άρτας, στην Κόπραινα συστήθηκε αποθήκη όπου μαζεύονταν το αλάτι της όμορης αλυκής, ενώ της Σαλαώρας άρχιζε να εξαφανίζεται.
Οι αλυκάριοι
Στις αλυκές με μικρή παραγωγή αλατιού, όπως ήταν αυτές της Άρτας, ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, εάν δηλαδή ανήκαν στο δημόσιο ή σε ιδιώτες, εργάζονταν συνήθως άνθρωποι από τους πιο κοντινούς οικισμούς.
Σήμερα με βάση τα Οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα γνωρίζουμε πως για την αλυκή της Λογαρούς / Αλευρής – Τσοκαλούς, όμοροι οικισμοί ήταν της Σαλαώρας. Μάλιστα για τον 16ο αιώνα έχουμε και ονόματα των κατοίκων αλλά και ενός οικισμού που οι Οθωμανοί το κατέγραψαν σαν Παλιοχώρι.
Το Παλιοχώρι βρίσκονταν, για όποιον γνωρίζει την περιοχή, κοντά στο σημερινό χωριό Πολύδροσο. Το Παλιοχώρι εξαφανίστηκε στο χρό- νο. Ίσως να είναι και ο οικισμός Ζαβάκα, που είναι Τουρκική ονομασία και σημαίνει Υδατόφραγμα. Επίσης, αν υποθέτω σωστά, ο αναφερόμενος οικισμός Κούτσι / Kuci να είναι Αλβανική μετάφραση της Βίγλας.
Είναι οι μόνοι οικισμοί που θα μπορούσαν να είναι πάντα παρόντες. Οι κάτοικοι της Σαλαώρας και της Κόπραινας είχαν και τον ρόλο του ναυτικού που μετέφερναν προϊό- ντα μέσω Αράχθου στην πόλη, αλλά και κόσμο καθώς ασχολούνταν και με τα διβάρια /βιβάρια (γβιάρια). Σίγουρα στην αλυκή της Κόπραινας οι κάτοικοι θα ήταν αυτοί στην Συκιά και τους όμορους οικισμούς.
Σύμφωνα με τις πηγές τόσο στον Μεσαίωνα όσο και στην Οθωμανοκρατία οι κάτοικοι αυτοί ήταν απαλλαγμένοι από διάφορες αγγαρείες αλλά και φορολογία. Στα Οθωμανικά χρόνια μάλιστα, στον Ελλαδικό χώρο, έχουν έρθει στο φως φιρμάνια σουλτανικά, όπου οι σουλτάνοι απάλλασσαν τους αλυκάριους έως και πέντε χρόνια από τη φορολογία. Η αμοιβή τους ήταν συνήθως ¼ της παραγωγής, την οποία μεταπωλούσαν σε εμπόρους. Ταυτόχρονα, φρόντιζαν και επεξεργάζονταν το αλάτι για να έχει καλύτερη τιμή. Κύριοι αποδέκτες ήταν οι Βενετοί αλλά και οι κτηνοτρόφοι για τα ζώα τους. Οι συνθήκες ζωής εκεί δεν ήταν και η καλύτερη. Πολλές φορές οι ασθένειες της περιοχής έθεταν εκτός εργασίας τους αλυκάριους με αποτέλεσμα οι υπεύθυνοι των αλυκών να έφερναν άλλους εργάτες. Το ίδιο το αλάτι προξενούσε ατυχήματα στους εργάτες.
Για την Άρτα αν και δεν μας αναφέρουν οι πηγές ότι απασχολούνταν και γυναίκες, θα υποθέσουμε πως και εδώ συμμετείχαν γυναίκες προκειμένου να μην χαθεί το μεροκάματο. Από άλλες περιοχές έχουμε πληροφο- ρίες για την βία που ασκούσαν οι επιστάτες πολλές φορές στους αλυκάριους, ειδικά αν έκρυβαν αλάτι για λογαριασμό τους.
Μια πηγή μας αναφέρει πως οι επιστάτες κακοποίησαν αλυκάριο εργάτη γιατί του βρήκαν ένα κρυμμένο πουγκί με αλάτι. Άλλο ένα πρόβλημα στην περιοχή της Άρτας που αντιμετώπιζαν οι αλυκάριοι της περιοχής ήταν οι ληστές. Γνωρίζουμε από Βενετικά και Γαλλικά αρχεία ότι ληστές έμπαιναν στις αλυκές για να κλέψουν αλάτι. Οι αλυκές, παρότι βρίσκονται μεταξύ των παράκτιων χερσαίων ζω-νών και της θάλασσας, ήταν τμήμα της υπαίθ- ρου. Δηλαδή, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι εργαζόμενοι σ’ αυτές, ταυτίζονταν με εκείνα του υπόλοιπου αγροτικού κόσμου.
Πηγές: Ευστρατία Συγκέλλου και Σπ. Ασωνίτης: Ο Αμβρακικός κόλπος τον Όψιμο Μεσαίωνα. Σεραφείμ Ξενόπουλος: Ιστορικό Δο- κίμιο. Φώτης Βράκας: Άρτα – Οθωμανοκρατία και απελευθέρωση 1449 – 1897. Αγγελική Πανοπούλου: Αλυκάριοι – εργάτες – αγρότες. Ελευθέριος Βέτσιος: Η διπλωματική και οικονομική παρουσία των Βενετών στην Άρτα. Γιώργος Σιορόκας: Το Γαλλικό προξενείο. Aγγελική Πανοπούλου «Oι τεχνικές του αλατιού στην Πελοπόννησο τον 17ο αιώνα. Mε αφορμή δύο ανέκδοτα σχέδια». Μαρία Γερολυμάτου «ή εκμετάλλευση των αλυκών και το εμπόριο των αλιπάστων στο Βυζάντιο των μέσων και υστέρων χρόνων». Κ. Μαχαιράς Η Λευκάς επί Ενετοκρατίας,1684-1797. Ν. Λαμπρόπουλος, Χρυσούλα Κούρτελη: Οι αλυκές της Ελλάδας ως μονάδες παραγωγής αλατιού και ως υγρότοποι ειδικής σημασίας. Γεώργιος Χαριζάνης: Το αλάτι, οι αλυκές και οι αλυκάριοι της Θεσσαλονίκης στα τελευταία βυζαντινά χρόνια. Ιδρυμα Αικατερίνη Λασκαρίδη: Χάρτης βυζαντινών αλυκών. Οι πηγές είναι συνολικά 12.