Γεννήθηκε στα Πιστιανά Π.Ε* των Τζουμέρκων (το σημερινό Δίστρατο) σε συνθήκες ελεύθερου ελληνικού κράτους, δοθέντος ότι η περιοχή – δεξιά του Αράχθου – απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς-Τούρκους το 1881.
Αντίκρισε το πρώτο φως σε ένα χαμηλό πέτρινο σπιτάκι, χωρίς εσωτερικούς και εξωτερικούς σοβάδες, με τζάκι για λίγη θέρμανση, μικρά παράθυρα σαν πολεμίστρες (παραθύρες τα λέγανε) και ξύλινη πόρτα με γύφτικη κλειδαριά. Είχε σωστό προσανατολισμό και ήταν κάτω από το σημερινό. Το 1943 μετακόμισε όλη η οικογένεια στο καινούργιο πέτρινο διώροφο που έχτισε ο πατέρας μου σε ηλικία μόλις 18 ετών. Μέχρι τον θάνατό του συγκατοικούσε με τους γονείς μου.
Μέσα από τη ζωή του ξετυλίγεται όλη η ιστορία της Ελλάδας στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Η ταραγμένη περίοδος με τους δυο παγκόσμιους πολέμους, τους Βαλκανικούς, τον εμφύλιο, τον Εθνικό διχασμό, τις δικτατορίες και την ακραία φτώχια. Δεν βγήκε ποτέ έξω από τα σύνορα του νομού. Τα πιο μακρινά ταξίδια – όπως οι περισσότεροι της γενιάς του – τα έκανε στην πόλη της Άρτας και στο πεδινό χωριό Αγία Παρασκευή. Εκεί ο πατέρας μου είχε αγοράσει δυο περιβολάκια και ο παππούς βοηθούσε στην καλλιέργειά τους. Αγαπήθηκε πολύ από τους κατοίκους της και κατέκτησε τον απέραντο σεβασμό ως βουνίσιος μπάρμπα – Λάμπρος. Τα καλοκαίρια έφευγε κάθε μέρα από το αγροτόσπιτο του μπαχτσέ (όσο έμενε εκεί) και πήγαινε πεζή στην κεντρική αρτεσιανή βρύση του χωριού για φρέσκο και κρύο πόσιμο νερό.
Η υγεία του ήταν εύθραυστη από τη νεανική ηλικία, με συνέπεια να έχει μια οδυνηρή πορεία μέσα στο χρόνο. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο λόγος που δεν επέτρεψε στον παππού να στρατευτεί. Απεναντίας, ο αδελφός του Νικόλας έλαβε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Παρά τη σωματική του υστέρηση, δεν ένιωσε ποτέ την περιφρόνηση από τη μικρή κοινωνία τού χωριού και δεν έζησε σαν ασήμαντος. Αν κρίνουμε από τη μυοσκελετική του διάπλαση, πρέπει να προσβλήθηκε από παραμορ- φωτική αρθρίτιδα σε σοβαρή μορφή. Κύρτωσαν τα δάκτυλά του και το κορμί του, με το βάδισμά του να είναι ιδιαίτερο. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσε να ανταποκριθεί στις δυσκολίες των αγροτικών εργασιών, που ήταν και η μοναδική του κύρια δραστηριότητα. Για κάποια χρόνια έκανε και τον μυλωνά ως βοηθός του αδελφού του Θανάση. Το κοντινό δάσος με τα αγριοκλάρια κατάφερε με τη σκληρή δουλειά και τις πολλές πεζούλες να το κάνει εύφορο έδαφος. Να φυτρώσει ζωή στα «πλάγια» για να ζήσει η φαμιλιά. Στη λευκή του κεφαλή φορούσε πάντοτε ένα μαύρο σκουφί και στο κορμί του τη χαρακτηριστική τραχηλιά (λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά).
Αγαπούσε τον κόσμο όλο και κακό λόγο δεν ξεστόμιζε. Η μόνη του βρισιά για εκτόνωση ήταν «γαμώ την ψυχή του». Ταπεινός, δίκαιος, λιπόσαρκος, ολιγαρκής, πράος, γλυκός και ήρεμος. Ζούσε τον καιρό του μέσα στις μικρές δικές του ιεροτελεστίες. Έμαθε να διαβάζει συλλαβιστά, παρά το γεγονός ότι δεν πήγε ποτέ σε σχολείο. Είχε αχώριστο σύντροφο τον Καζαμία, που τον ανανέωνε κάθε χρόνο. Άλλη του αγάπη ήταν το τσιμπούκι, που δεν ήθελε για κανένα λόγο να το αποχωριστεί. Έκοβε με υπομονή τα ξερά φύλλα του καπνού πάνω σε ένα μικρό σκαμνάκι με τις ώρες. Και στην τσέπη, μαζί με το ρολόι και τον σουγιά, είχε μόνιμα το τσακμάκι, την ίσκνα και τον πριόβολο.
Ποτέ δεν άκουσα από τον ίδιο κι ούτε έμαθα για τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τους καημούς του. Κρυφό ημερολόγιο η ψυχή του. Δεν του άρεσε να μιλά για πολιτική κι ούτε για τα αφανέρωτα του εμφυλίου πολέμου. Μολόγαγε πολλές ασπρόμαυρες ιστορίες μέσα από της μνήμης τα στενά, για ανθρώπους που έζησαν μαζί του σε εκείνη τη φτωχική, αλλά αξιοπρεπή άκρη του κόσμου. Δεν ήταν μια ανάλαφρη πτήση η ζωή του. Μεγάλωσε με την γιαγιά μου τέσσερα παιδιά με στοιχειώδη εισοδήματα. Δηλαδή, με λίγα στρέμματα χωραφάκια, ένα άλο- γο, μια αγελάδα και λίγες κατσίκες! Πράγματα ασύλληπτα για την εποχή μας. Θύμωνε πολύ όταν ξυπνούσαν μέσα του μνήμες από τη γερμανική κατοχή. Δεν μπορούσε να συγχωρήσει τους βάρβαρους «Γερμαναράδες», καθότι ξεσπίτωσαν την οικογένεια και έκαψαν πολλά από τα σπίτια του χωριού μαζί με την εκκλησιά.
Τον θυμάμαι κάτω από το αλώνι, γερμένο πάνω σε μια μεγάλη πλάκα να ατενίζει νοσταλγικά τους λόφους του χωριού και τις κορφές των βουνών. Να νιώθει τις μυρωδιές από την ασάλευτη ατμόσφαιρα γύρω του. Τον θυμάμαι να ακούει τους μελωδικούς ήχους από τα κουδούνια του μικρού «κοπαδιού του» πέρα στα μπαΐρια, να ακούει τον θόρυβο από το μουρμουρητό των φύλλων και πότε – πότε κανένα δημοτικό τραγούδι από το αγαπημένο του τραν- ζίστορ. Τον θυμάμαι πάνω στο αλώνι και κάτω από τον δικό του καθάριο ουρανό, με δανεικά άλογα να αλωνίζει το καλαμπόκι της νέας σοδειάς. Τον θυμάμαι δίπλα στο παραγώνι να πίνει τον αχνιστό καφέ, τα μεγάλα κούτσουρα να καίνε ασταμάτητα στο χτιστό τζάκι για να ζεστάνουν λίγο το αίμα, και το άγριο αγιάζι να σπρώχνει με δύναμη το ρηχό τζάμι για να μπει ορμητικά μέσα στο χειμωνιάτικο γεροντομοίρι του.
Θυμάμαι το αχυρένιο στρώμα του κρεβατιού και του μαξιλαριού του. Τον θυμάμαι να αναζητεί μέσα στο θαμπό φως της λάμπας πετρελαίου απεγνωσμένα τα γυαλιά του. Κι όταν έμε- νε στο σκοτάδι, πόσες και πόσες σκέψεις ανάκατες να τριγυρνούσαν στο μυαλό του! Όλα: οι τόποι, οι άνθρωποι, τα πράγματα, οι πόθοι, τα χρόνια. Σε τι παράξενους δρόμους να καρφώνονταν οι συλλογισμοί του μέχρι να τον πάρει ο ύπνος… Σε κάθε σκέψη δρασκέλιζε ολόκληρους αιώνες της δικής του ζωής. Μέχρι που σώθηκε το κερί του δεν αντίκρισε τον ηλεκτρισμό στο χωριό μας. Εμένα με φώναζε, Μητράκη.
Είχε ζωντανές σχέσεις με τους γείτονες και έδειχνε θρησκευόμενος άνθρωπος. Με «επίσημο» και καλοσιδερωμένο ρούχο πήγαινε τις Κυριακές και τις γιορτές τακτικά στην εκκλησία ποδαράτος και επεδίωκε να κάθεται στο ίδιο στασίδι. Μάλλον, υπάκουε περισσότερο στο θρησκευτικό του συναίσθημα και στην ανθρώπινη ανάγκη τής κοινωνικότητας, παρά στη δογματική πίστη. Μετά το αντίδωρο, χαιρετούσε με συστολή όλους τους εκκλησιαζόμενους. Του άρεσαν τα πανηγύρια του χωριού και δεν απουσίαζε ποτέ από αυτά. Πήγαινε για να χορέψει η ψυχή του, γιατί το σώμα δεν μπορούσε.
Πέθανε μόλις στα εβδομήντα ένα του χρόνια. Ωστόσο, έδειχνε σαν να ήταν σε βαθύ γήρας. Τα γόνατά του, οι ώμοι του, η μέση του τον είχαν προδώσει και δεν υπάκουαν σε εντολές. Στη σεμνή κηδεία του δεν παραβρέθηκα, γιατί λίγους μήνες πριν είχα κατέβει στην Αθήνα για εισαγωγικές εξετάσεις, και οι μετακινήσεις εί- χαν υψηλό κόστος την εποχή εκείνη για τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Αυτή την τιμή στον αγαπημένο μου Παππού θα τη χρωστώ όσο ζω.
-Γαμώ την ψυχή σου, Μητράκη. Ήξερα πόσο πολύ αγαπούσες εμένα και τη γιαγιά σου!

*Πιστιανά παλιάς και Νέας Ελλάδος.

**Το 1971, χρονιά που πέθανε ο Παππούς μου, ήμουν 18 ετών. Αυτό με βοήθησε πολύ ώστε να κρατώ αρκετές μνήμες μαζί του, μολονότι για λίγο τον έβλεπα. Προσπάθησα να συνδέσω κομ- μάτια αναμνήσεων μέσα σε ισορροπία χωρίς να αρνηθώ να αναφέρω κάτι σημαντικό που τον αφορούσε. Όλες οι διάσπαρτες στιγμές μαζί του είχαν τη χάρη τους και δεν ήθελα να χαθούν. Με την καταγραφή θέλω ο ίδιος να τις ξαναβρίσκω όπως ακριβώς τις θυμόμουν. Ακόμη, να μείνουν στα παιδιά μου και στα παιδιά των παιδιών μας. Η ανάμνηση, η εικόνα δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένες στιγμές που ζού- με με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Μπορεί για τους κοινούς θνητούς η ιστορία ποτέ δεν έχει να γράψει κάτι. Όμως, ο κάθε άνθρωπος είναι δημιουργός της κοινής μας ιστορίας. Αυτής της αδιάκοπης πορείας όπου τα βήματα του σήμερα συνεχίζουν το βηματισμό του χθες και πάνε προς το μέλλον.
Είναι στο χέρι μας να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των δικών μας ανθρώπων για ό,τι μας κληρονόμησαν στο πλαίσιο της οικογένειας, πριν χαθεί οριστικά κι αυτή στην απέραντη θάλασσα της λήθης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ