Γράφει η Βίκυ Καινούργιου

Μάχες στη ζωή του έδωσε πολλές ο φίλος δημοσιογράφος και ποιητής Λάμπρος Μάλλιος, όμως η τελευταία υπήρξε άνιση.

Νικήθηκε από τον καρκίνο στα 65 του χρόνια και οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία, στο Κλειδί Άρτας, την περασμένη Πέμπτη, σκορπώντας θλίψη σε συγγενείς και φίλους. Εκείνος «κοιτάζει το βουνό… Με το πράσινο παντελόνι και το γκρίζο πουκάμισο.

Σταθερό, γοητευτικό, γήινο, αγέρωχο. Με τον ουρανό και τους αέρηδες να του κάνουν συντροφιά», όπως ακριβώς το περιέγραφε στο ποίημά του «Το βουνό κοιτάζω».

Εμείς, κοιτάζουμε τα σοκάκια της πόλης, τα μικρά καφέ και τις πλατείες της, έχοντας διαρκώς την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί, παρατηρώντας τον κόσμο με το γερακίσιο βλέμμα του και το σαν μόνιμο χαμόγελο στα χείλη… Έτσι συμβαίνει με όσους ανοίγουν τη ζωή τους στην κοινωνία. Καταγράφουν τα βήματά της, την ανάσα της, τον παλμό της. Συμμετέχουν στα κοινά από οποιοδήποτε μετερίζι και μάχονται για τις ιδέες τους.

Άνθρωπος δραστήριος, τολμηρός και ανήσυχος ο Λάμπρος. Διακρίνονταν για το αστείρευτο χιούμορ, καθώς επίσης για την αξιο- πρέπεια και το ήθος του. Έως και την ασθένειά του με χιούμορ την αντιμετώπιζε και με αυτό του το όπλο την ξόρκιζε…

Διακόνησε την δημοσιογραφία στην Άρτα για αρκετά χρόνια στον έντυπο Τύπο και το Ραδιόφωνο («Ράδιο Αμβρακία», «Ράδιο Άρτα» «Κανάλι 5»), φτάνοντας έως και την έκδοση της δικής του εφημερίδας «ΑΚΑΝΘΟΧΟΙΡΟΣ». Όμως τη μεγάλη τομή στη ζωή του έπραξε τα τελευταία χρόνια όταν άφησε ελεύθερο το πνεύμα του σε «ταξίδια με τα σύννεφα», χαρίζοντάς μας δύο εξαιρετικές ποιη- τικές συλλογές «Οκρίβας» και «κίχλη στην αμφιλύκη».

«Μη χαθούμε σε δρόμους γνωστούς. Σε δρόμους περπατημένους. Γιατί όταν συναντηθούμε ξανά, δε θα κοιταχτούμε στα μάτια», έγραψες στην τελευταία εξαιρετική σου ποιητική συλλογή. Σου είπα ό,τι μου άρεσε πολύ. Τώρα σου λέω ότι δεν θα χαθούμε, γιατί κανείς δεν χάνεται. Κανείς από εκείνους που περπατούν, χαράζοντας αυλάκια με τ’ αχνάρια τους. Κι εσύ μέχρι την τελευταία στιγμή…έσκαβες το σκοτάδι. Άλλωστε εσύ το είπες καλύτερα: «Μικρό το σύμπαν» (Οκρίβας). Και να ξέρεις το χώμα θα είναι ελαφρύ… Είναι για εκείνους που «Τον άρτο της ψυχής τους κάνουν κομμάτια και τον προσφέρουν αντίδωρο στους ανέμους. Αυτούς που αγριεύουν τις θάλασσες, ψηλώνουν τις βουνοκορφές, χαϊδεύουν τους κάμπους…».

Καλό σου ταξίδι Λάμπρο.

ΥΓ: Τώρα που…ταξιδεύει ψηλά σε άλλους κόσμους, του αφιερώνουμε ένα δικό του ποίημα που θεωρούμε ότι τον χαρακτηρίζει απόλυτα: «Γεννήθηκα κοντά στο ποτάμι/ Κάτω απ’ τον ίσκιο του πλατάνου/ της μουριάς και της κερασιάς.

Τα πρώτα βήματα πάνω στο χώμα/ είχαν για στήριγμα το χέρι της μάνας/ και το πόδι του πατέρα.

Οι πρώτες εικόνες/τα παραμύθια της γιαγιάς δίπλα στο τζάκι/κάτω απ’ το υπομονετικό φως της λάμπας/ Τα πρώτα γράμματα απ΄ το χέρι του παππού./ Τα πρώτα τραγούδια απ’ το γραμμόφωνο./ Τα πρώτα παιχνίδια με μπάλα από κουρέλια.

Οι πρώτες μου ιστορίες είχαν ακροατές τα στάχια του σιταριού και του καλαμποκιού./ Και μεγαλώναμε./ Και μεγαλώσαμε./ Και κατάλαβα/ πως το σύμπαν χωράει στη γλώσσα,/ στην αγάπη και στον έρωτα».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ