Μια μάν’ ανθό μεγάλωνε
στον ήλιο, στον αγέρα,
λαμπρό αστέρι να γενεί
των ημερών μια μέρα.
Μα του Θεού το θέλημα
κανείς δεν το γνωρίζει,
ούτε ακόμα τον καιρό,
τι κλώθει και γυρίζει.
Ώσπου μεγάλο σύννεφο
συνάντησε μπροστά της
κι έγινε τ’ όραμα φωτιά,
κεραυνός στην καρδιά της.
Κόπηκε τ’ άνθος πρόωρα
πριν τη ζωή γνωρίσει,
ψηλά τον κήπο τ’ ουρανού
πήγε για να στολίσει.
Θυμάται, πάντα του ’λεγε
μην βιάζεσαι, μην τρέχει,
ο θάνατος απ’ τη ζωή
μι’ αναπνοή απέχει.