Απ’ το μηδέν ξεκίνησα να φτιάσω τη ζωή μου,/τι τράβηξα ο δυστυχής το ξέρει η ψυχή μου./ Κανένας δεν μου έδωσε ούτε ένα βελόνι,/να ράψω εκείνο το παλιό το τρύπιο παντελόνι./ Με το Θεό προστάτη μου και τη σκληρή δουλειά μου,/περιουσία απόκτησα να ζήσουν τα παιδιά μου.
Τραγούδι που τραγουδιέται σε όλη την Ήπειρο. Αν και νεότερο (τραγούδι που έγραψε ο Αλέκος Κιτσάκης), το ύφος του ταιριάζει απόλυτα με τη βιοπάλη εκείνων των ανθρώπων, που στα χρόνια της εσωτερικής μετανάστευσης, έφευγαν απ’ τα χωριά, πηγαίνοντας στα μεγάλα αστικά κέντρα για να ζήσουν καλύτερα.
Αναφέρεται στον άνθρωπο που δεν βρήκε τίποτα από κανέναν, ξεκινώντας μόνος του, από το μηδέν. Αυτός που ό,τι έκανε το δημιούργησε με τη βοήθεια του Θεού, όπως λέει, και με τις δικές του πλάτες. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Με τη σκληρή δουλειά, απέκτησε την όποια περιουσία, για να ζήσει η οικογένειά του και τα παιδιά του να έχουν μια καλύτερη ζωή.
Όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται τίμια μπορεί να κάνει τα πάντα, προχωρώντας στη ζωή με αξιοπρέπεια, με το κεφάλι ψηλά και προπάντων με καθαρή συνείδηση.
Γιατί ο τίμιος αγώνας είναι ευλογημένος και αποφέρει καρπούς, που ο άνθρωπος απολαμβάνει πλήρως. Κυρίως αισθάνεται ηθική ικανοποίηση και προσωπική δικαίωση για ό,τι δημιούργησε.
Όπως λέει και ο ποιητής: «Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα/ σε ξέν’ αναστηλώματα δεμένο./ Ας είμ’ ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο/ μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ