Μια ματιά στον υπολογιστή με ενημέρωσε ότι η 13η Νοεμβρίου έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης, από το 2000 με πρωτοβουλία του Παγκοσμίου Κινήματος Καλοσύνης (World Kindness Movement), που συσπειρώνει εθνικές μη κυβερνητικές οργανώσεις – μέλη του Κινήματος.
Η καλοσύνη είναι ένα θεμελιώδες μέγεθος της ανθρώπινης κατάστασης, που γεφυρώνει τις διαφορές φυλής, φύλου, θρησκείας και πολιτικής. Καλοσύνη, σύμφωνα με το γουικιλεξικό και το λεξικό της «πύλης για την ελληνική γλώσσα», είναι η ιδιότητα του καλού, εκείνου δηλαδή που επιθυμεί την ειρήνη και την ευτυχία των συνανθρώπων του, μ’ άλλα λόγια η ιδιότητα του καλού ανθρώπου, που θέλει το καλό και την ευτυχία του συνανθρώπου του. Όλοι έχουμε συναντήσει ανθρώπους που χαμογελούν, ευδιάθετους, πρόθυμους να βοηθήσουν και να κάνουν το καλό. Εκείνοι είναι οι άνθρωποι με καλοσύνη, ευγένεια και αγάπη για τον συνάνθρωπο, δηλαδή καλοσύνη, μια αρετή που θα έπρεπε να κατέχουν οι περισσότεροι.
Η καλοσύνη δεν θέλει σκέψη: ή την έχεις ή όχι. Σε καθορίζει σαν άνθρωπο, ορίζει τις αξίες και την καθημερινότητα σου. Μια καλή πράξη θα σε κάνει χαρούμενο και σημαντικό. Να αγοράσεις τα φάρμακα ενός ηλικιωμένου της γειτονιάς σου, να φτιάξεις ένα κέικ και να το μοιράσεις, να βοηθήσεις άτομα με ειδικές ανάγκες, να πεις μια καλή κουβέντα σε κάποιον, να φροντίζεις και να αγαπάς την οικογένεια σου. Η καλοσύνη κρύβεται παντού, πίσω από ένα βλέμμα, μια κουβέντα, μια κίνηση. Σε ένα ζεστό σπίτι, σε μια φιλόξενη οικογένεια, στον τρόπο που μιλάς.
Οι άνθρωποι, από την αρχαιότητα, θεωρούσαν την καλοσύνη αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασης. Με τη φράση «ουδείς εκών κακός», που αποδίδεται στον Σωκράτη από τον Πλάτωνα, εκδηλώνεται η πεποίθηση ότι κανένας άνθρωπος δεν πράττει το κακό με τη θέλησή του, υπό την έννοια ότι κανείς, ενώ γνωρίζει ότι κάτι είναι κακό, δεν το πράττει. Αν, κατά τον Σωκράτη, πράττουμε το κακό, είναι διότι εκείνη τη στιγμή πιστεύουμε πως κάνουμε κάτι το αγαθό.
Ο Σωκράτης φαίνεται να πιστεύει ότι τόσο ο ήρωας ή ο άγιος όσο και ο κακοποιός αναζητούν σε κάθε πράξη τους ένα τελικό σκοπό που εκλαμβάνουν ως αγαθό και για τον οποίο πιστεύουν πως, αν τον πραγματοποιήσουν, θα τους κάνει ευδαίμονες. Η διαφορά ανάμεσά τους συνίσταται στο γεγονός ότι ο άγιος αναζητεί το πραγματικό αγαθό, ενώ ο κακοποιός αναζητεί το φαινομενικό αγαθό. (…) Το πραγματικό αγαθό είναι η κανονική κατάσταση ή η «ὑγιεία» της ψυχής και απορρέει από τη φύση του ανθρώπου. Πώς λοιπόν κάποιος μπορεί να σταματήσει να πράττει το κακό; Τι είναι αυτό που θα τον οδηγήσει στην επιλογή του καλού; Ο Σωκράτης υποστήριζε ότι μόνο με τη γνώση του πραγματικά καλού και του πραγματικά κακού (άποψη που συνδέεται με την ιδέα της ύπαρξης μιας αντικειμενικής αλήθειας) μπορεί να αποφεύγει κανείς το κακό, αναγνωρίζοντας τη γνώση αυτή ως αρετή. Βέβαια στον ισχυρισμό αυτό του Σωκράτη μπορούμε να αντιπαραθέσουμε παραδείγματα ανθρώπων που ενώ γνώριζαν πως αυτό που έπρατταν ήταν κακό, το έπρατταν. Κατά τον Καντ, το αν θα πράξει ο άνθρωπος το καλό ή το κακό δεν εξαρτάται από τη γνώση του καλού και του κακού αλλά από τη βούλησή του να πράξει το καλό για να αποφύγει το κακό.
Αλλά και ο Αριστοτέλης θα θέσει το ζήτημα σε μια άλλη βάση αναρωτώμενος γιατί ο νομοθέτης δεν επιτρέπει να κάνουμε το κακό, ενώ μας προτρέπει να κάνουμε το καλό και το σωστό, κάτι που, αν ίσχυε η ρήση του Σωκράτη, δεν θα έπρεπε να γίνεται. Και ποιος είναι ο λόγος που ορίζεται ποινή τόσο για τους κακούς που πράττουν το κακό, όσο και για τους καλούς που δεν πράττουν το καλό; Κατά τον Αριστοτέλη, από εμάς εξαρτάται το να είμαστε καλοί οι κακοί. Αυτό το επιβεβαιώνουν, επίσης, οι έπαινοι και οι ψόγοι που αποδίδονται στους ανθρώπους· διότι η αρετή επαινείται, ενώ η κακία ψέγεται· και τόσο ο έπαινος όσο και ο ψόγος αποδίδονται σε κάτι το εκούσιο. Συμπέρασμα φανερό: από εμάς εξαρτάται να πράττουμε τόσο το καλό όσο και το κακό.
Απ’ ό,τι, λοιπόν, δείχνει η ανθρώπινη ιστορία, η πλειονότητα των ανθρώπων ταλαντεύεται μεταξύ καλού και κακού, ακόμη και μετά την εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας και ηθικής που, βασισμένη στην εντολή του Ιησού Χριστού «Αγαπάτε αλλήλους», προτρέπει όλους όσοι την ακολουθούν να ενεργούν με γνώμονα την καλοσύνη.
Και μπορεί η επικράτηση του χριστιανισμού και της ηθικής του να βελτίωσε σημαντικά (με την πάροδο των χρόνων) τις ανθρώπινες σχέσεις, την αξιακή πραγματικότητα, το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, την ελευθερία και το συνάνθρωπο, ωστόσο η ανάγκη να καθιερωθεί μια Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης, καταδεικνύει πως οι άνθρωποι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν επιλέγουν να δράσουν σύμφωνα με μια άλλη ρήση του Σωκράτη, το «ει δ’ αναγκαίον είη αδικείν ή αδικείσθαι, ελοίμην αν μάλλον αδικείσθαι ή αδικείν (Αν υπήρχε ανάγκη ν’ αδικώ ή ν’ αδικούμαι, τότε θα προτιμούσα μάλλον ν’ αδικούμαι παρά ν’ αδικώ). Κι αυτό διότι έχει πλέον υποβαθμιστεί η αρετή και η καλοσύνη στην αξιακή κλίμακα των ανθρώπων, με την κυριαρχία της βίας και του χρήματος, όπως προβάλλονται διαρκώς μέσα από τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Υπάρχει, μ’ άλλα λόγια μια εμφανής κρίση ανθρωπισμού που συνδέεται με την ανισοκατανομή του πλούτου και γενικότερα των υλικών αγαθών.
Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί το χρήμα, ο πλούτος και η λάμψη τους να κινητοποιεί τα χαμηλότερα ένστικτα των ανθρώπων, πώς γίνεται η φτώχεια, η δυστυχία, η απελπισία και η απόγνωση να οδηγήσουν οποιονδήποτε σε πράξεις που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα διανοούνταν να διαπράξει. Είναι προφανές πως χρειάζεται ακόμα πολύς αγώνας στο επίπεδο της νοοτροπίας, αλλά, κυρίως, της καταπολέμησης των γενεσιουργών αιτίων για να πάψουν να τίθενται ερωτήματα όπως αυτά.
Το μεγαλύτερο βήμα θα πρέπει να γίνει στον τομέα της καταπολέμησης της φτώχειας, η οποία, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, επί της ουσίας αποτελεί τη βασική αιτία όλων των προηγούμενων δεινών της ανθρωπότητας. Σήμερα η φτώχεια ακυρώνει οποιαδήποτε καλή σχέση μπορεί να βασιστεί στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, την αλληλοκατανόηση και τη συλλογική προσπάθεια. Η επιστροφή σε τέτοιες αξίες και η οργανωμένη συλλογική δραστηριότητα μπορούν να ξαναδώσουν νέο και οπωσδήποτε πολύ πιο ανθρωπιστικό περιεχόμενο στη ζωή όλων μας.
Απαιτείται, επομένως, να υπάρξει εκείνη η πολιτική βούληση και δράση που θα εξαναγκάσει όλους όσοι έχουν περίσσεια πλούτου και υλικών μέσων να δεχτούν να υπομείνουν λίγη «χασούρα» (που σημαίνει μείωση κερδών, όχι απώλεια χρημάτων) προς όφελος της ανθρωπότητας. Μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι τέτοιο στις μέρες μας; Η απάντηση μάλλον θα μας αποθαρρύνει…