Μια φορά κι έναν καιρό ο κόσμος ταξίδευε μαζικά και αποκλειστικά με το ΚΤΕΛ (Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων). Αμέτρητες αφίξεις κι αναχωρήσεις, που ο αριθμός τους ζαλίζει το νου. Μια αρχή ή ένα τέλος το κάθε ταξίδι. Όλα τα υπάρχοντα χωρούσαν μέσα σε μια βαλίτσα. Όλα. Παρελθόν, παρόν, μέλλον. Οι άνθρωποι πάντοτε ίδιοι, με τις ίδιες ανάγκες και με τα ίδια κίνητρα μέσα στο χρόνο.
Ο Κηφισός είναι η ηλικία τού καθενός από εμάς. Μια αφετηρία και ένα τέρμα. Είναι τα πρώτα μας «μεγάλα» ταξίδια. Όλοι μας κάποτε περάσαμε από εκεί και διατηρούμε ισχυρές μνήμες. Μνήμες που άλλοτε λάμπουν κι άλλοτε συγκινούν. Πότε χαμόγελα και πότε βουρκωμένα μάτια. Τον ζήσαμε τον σταθμό, μας γέμισε συναισθήματα, δεν τον είδαμε στο σινεμά κι ούτε διαβάσαμε γι’ αυτόν μόνο στα βιβλία. Φτάσαμε και φύγαμε ερωτευμένοι, μεθυσμένοι, απογοητευμένοι, γοητευμένοι, πλούσιοι, πάμφτωχοι. Γίναμε οι μικροί ήρωες στης αγαπησιάρας Αθήνας το χάος.

Η είσοδος του σταθμού σαν ουράνιο τόξο. Ήταν το πρώτο πάτημα και, για τους πολλούς, η λαχτάρα στο δρόμο για το όνειρο. Φωνές δυνατές κι αόριστες ακούγονταν από παντού κι εικόνες τυπώνονταν σαν παραισθήσεις μέσα μας. Μια καταχνιά γέμιζε τα μάτια μας. Πολλά εκατομμύρια άνθρωποι πέρασαν από εκεί που δεν γνωρίσαμε, σαν να μην έζησαν ποτέ σε τούτο τον κόσμο. Μια ορατή και μια αόρατη κοινωνία κινούνταν κι ανέπνεε τον αέρα του. Ταξιτζήδες, αχθοφόροι, λαχειοπώλες, υπάλληλοι, έμποροι. Αλλά και ζητιάνοι, παράνομοι μικροπωλητές, πορτοφολάδες, που συνιστούσαν τις σκιές ενός άλλου μικρόκοσμου.

Γύρω από τις ρεμίζες μιλιούνια ο κόσμος κι αφόρητο το στριμωξίδι. Ολόκληροι στρατοί από την επαρχία συνέρρεαν για απασχόληση, για μόρφωση, για λόγους υγείας ή για μια απλή επίσκεψη. Όλοι πλάσματα του ίδιου Θεού, με τις αγωνίες και τις χαρές τους. Άθελά σου έμπαινες αμέσως στο πνεύμα της επιτάχυνσης που απαιτεί η μεγαλούπολη. Γινόσουνα κι εσύ ένα από τα εξαρτήματα μιας ανθρώπινης μηχανής. Δεν έπρεπε να μείνεις πίσω, γιατί θα σε προσπερνούσαν οι άλλοι. Έμπαινες σε μια πομπή που όλο έτρεχε κι έτρεχες κι εσύ μαζί.
Μετά από πολλές δεκαετίες λειτουργίας, πώς είναι σήμερα ο σταθμός του Κηφισού; Μάλλον προσβάλλει την αξιοπρέπεια του επιβάτη και του ίδιου του φορέα. Υπερκορεσμένος και σε συνθήκες τριτοκοσμικές που σε απογοητεύει. Η άσφαλτος που πατούν τα οχήματα έχει λιώσει, ο αέρας μυρίζει πίσσα, πετρέλαιο και καυσαέριο.

Όλα έχουν μια παστωμένη παλαιότητα, που σε παραπέμπει στη μαυρίλα της μίζερης παλιάς Ελλάδας. Αγενείς και φορτικοί άνθρωποι, κλέφτες, γυρολόγοι, απατεώνες, πρεζάκηδες, δήθεν μικροπωλητές, ανάμεσα στα λεωφορεία με σπασμένα ελληνικά και απροσδιόριστης φυλής και ράτσας. Κι ας μην αναφερθούμε καθόλου στις… δημόσιες τουαλέτες, τα αδέσποτα και τα ψεύτικα ταξί! Τα υπερσύγχρονα λεωφορεία δεν έχουν καμία σχέση με την εικόνα του σταθμού. Το θέαμα και η λειτουργία του αδικεί τα οχήματα μεταφοράς, τους οδηγούς τους και συνολικά τα ΚΤΕΛ.

Το θέμα της μεταφοράς του σταθμού στην περιοχή του Ελαιώνα πάνε κάμποσα χρόνια που «σέρνεται» και καρκινοβατεί. Κάθε τόσο ακούμε από υπουργούς και άλλους πολιτικούς φορείς προβλέψεις και υποσχέσεις για άμεση μεταφορά. Λόγια, λόγια, λόγια και ακάλυπτες επιταγές… Μακέτες βλέπουμε, για φαραωνικό κατασκεύασμα ακούμε, αλλά η υλοποίηση μεταφέρεται από χρόνο σε χρόνο. Σαν να κατάντησε νέο «γεφύρι της Άρτας».

Κι επειδή εδώ το λέμε «Άρτα», μήπως κι εμείς θα έπρεπε να δρομολογήσουμε άμεσα και στην πόλη μας την κατασκευή ενός σύγχρονου σταθμού; Κατά τη γνώμη μου, αυτό θα αποτελούσε αναγκαία συνθήκη και ισχυρό κίνητρο για προσέλκυση κι ενός άλλου επιβατικού κοινού, που κατά κανόνα χρησιμοποιεί ίδια μέσα για τις μετακινήσεις του. Σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει, πώς μπορούμε να μην έχουμε απαντήσεις σε κάθε είδους πρόκληση;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ