Γράφει η Άντα Αθανασάκη*
Οι πιο σημαντικές ανατροπές στη ζωή μου έχουν γίνει φθινόπωρο. Συγκεκριμένα Σεπτέμβρη. Ό,τι έρχεται κι ό,τι φεύγει, συμβαίνει στο τέλος του καλοκαιριού: η σχέση με τον Δημήτρη, οι νέοι μου μαθητές κάθε χρόνο, ο ερχομός της Φοιβούλας μου στη ζωή, η τελική συνθηκολόγηση του πατέρα μου με το θάνατο, και βέβαια – δεν ξεχνιέται αυτό, όσο κι αν είναι τόσο πια μακρινό – το φορτηγό που μας κουβάλησε κάποτε από την Άρτα στην Αθήνα.
1972. Πριν ξεψυχήσει καλά καλά ο Αύγουστος, η μετάθεση των δασκάλων γονιών μου στοιβάχτηκε σ’ ένα φορτηγό και μεταφέρθηκε στην Κυψέλη. Σε σχολεία της Κυψέλης τοποθετήθηκαν και γι’ αυτό σπίτι νοίκιασαν στην Κυψέλη. Προφητική οδός η Πυθίας: εκεί θα γνώριζα την Πέννυ δυο χρόνια μετά, την Κική Δημουλά – τη γειτόνισσά μου – δεκαετίες αργότερα, εκεί θα μ’ εύρισκε της εφηβείας το ξύπνημα, το αριστερό όραμα, ο γάμος της αδελφής μου, οι δύο Μαρίες, κι όλης μου της ζωής το ξετύλιγμα. Εκεί, στο υπερυψωμένο ισόγειο της οδού Πυθίας, οκτώ χρόνια αργότερα θα ξαναετοίμαζα τη βαλίτσα μου για τη Φιλολογία στα Γιάννενα, προσωπική μου δικαίωση, γαρνιρισμένη με εσάνς διάψευσης, αφού ξανάφηνα προσωρινά τη δεύτερη πλέον πατρίδα μου, την Αθήνα.
Ήμουνα 10 χρονών όταν το φορτηγό σταμάτησε στη στενή ανηφορίτσα της Πυθίας, απόβραδο τελειωμένου καλοκαιριού. Ψηλά φαιά κτίρια απείλησαν την όρασή μου και πάγωσε η ψυχή μου καθώς ψυχανεμίστηκα πως ήταν πλαναίσθηση η διαβεβαίωσή μου στον παιδικό μου έρωτα πριν αποχωριστώ την ασφάλειά μου της Άρτας πως σ’ ένα χρόνο θα γυ- ρίσουμε πίσω – ο ορισμός της αφελούς παιδικότητας.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή ήταν η αλλιώτικη μυρωδιά της αριστοκράτισσας πόλης που με υποδέχτηκε – μυρωδιά «κοσμική», ανάλαφρη και ξερή, θελκτική, μα κι ανοίκεια, δίχως το δειλινό νότισμα του ηπειρώτικου αέρα που διαπερνούσε το δέρμα μου. Τις βραδιές απέναντι από το σπίτι μας στην Άρτα την άνοιξη σεριάνιζαν κωλοφωτιές και στ’ αντικρινά περιβόλια μυροβολούσαν οι νεραντζιές με αξεθύμαστο το άρωμά τους στην ψυχή μου ακόμα.
Το σπίτι που αφήσαμε πίσω μας – έρμαιο και λεία καταστροφέων – ενοικιαστών – ήτανε προϊόν οικονομίας των γονιών μου κι αρχιτεκτονικής έμπνευσης του νονού μου. Πρωτότυπα σομόν τουβλάκια στην πρόσοψη, φερ- μένα απ’ αλλού, φιλντισένια μωσαϊκά, ξανθωπά πατώματα, ψηλοτάβανη απλοχωριά, μπαλκονάκι κι αυλή φιλόξενη κάθε που ανάρρωνα από τις παιδικές αρρώστιες που με γονάτιζαν. Στο μπαλκονάκι τις Κυριακές με τη θεία Ελπίδα και τις ξαδέλφες μου βλέπαμε την αρσενική Άρτα να συρρέει προς το γήπεδο και στήναμε κουτσομπολιό για μικρούς και μεγάλους. Φεύγοντας, αφήσαμε ανενεργή την αερόθερμη σόμπα, την Cresky, στην αποθήκη κι από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας, το καθένα μας πήρε μαζί του τα πιο αναγκαία, ως παρακαταθήκη. Δεν το παρηγορώ που παράτησα στην αυλή το λευκό πλαστικό καγκουρώ μου, το λαγουδάκι μου κι άλλα δυο από τα λιγοστά μου παιγνίδια που τάστηνα ένα γύρο, όταν έπαιζα, σα νάτανε μια μικρή οικογένεια. «Μην είσαι χαζό», είπε η Χρυσού- λα. «Σε περιμένουν καινούργια παιγνίδια στην Αθήνα»· και τ’ άφησα.
Το φορτηγό άδειασε τη νέα ζωή μας εκείνη τη βραδιά στην Πυθίας. Τι σκέφτονταν άραγε οι γονείς μου όταν αφήσανε το σπίτι που έκτισαν – έργο ζωής – και στοιβάχτηκαν προσωρινά κι – εντέλει – οριστικά στην Αθήνα; «Ξεριζωθήκαμε για τις σπουδές των παιδιών μας» επαναλάμβανε πάντως, σ’ όλη του τη ζωή ο πατέρας μου. Θυμάμαι πως την ήσυχη βραδιά που ξεκουβαληθήκαμε στην Πυθίας, εξαίρεση στην ερημιά του αστικού τοπίου αποτέλεσε η Νάσια – αλλιώτικα ονόματα πλέον στην ακοή μου – μια αφράτη, μικρότερή μου παιδούλα της γειτονιάς. «Από πού ήρθατε;» ρώτησε. «Από την Άρτα» απάντησα εγώ. «Από την άρπα;» Απόρησε. Πρώτο χαστούκι: ερχόμουν από κάπου που δε θύμιζε τίποτα στους καινούργιους μου γείτονες. Και τροχοφόρα στους δρόμους που με περιόρισαν στο σπίτι κι εμπόδισαν οριστικά τα χτυπήματα στα γόνατά μου να ανανεώνονται. H Μικράς Ασίας, στην Άρτα που αντιλαλούσε απ’ την τραχιά προφορά των παιδιών που παίζαν με τα πατίνια και τρέχανε, έγινε πια ο μακρινός μου παράδεισος. Εδώ η πρώτη μου εφηβεία στέφ- θηκε με περίσσεια πλήξη κι ανούσια θεάματα σε ΕΙΡ και ΥΕΝΕΔ – η Telefunken αγοράστηκε από τους γονείς μου μετά από σκέψη μήπως ξεμυαλιστούμε και συνοδεύτηκε με σεμέν στο σαλόνι μας.
Αλλά δεν γκρίνιαξα για την καινούργια ζωή μου. Κι απειλήθηκα από καλύτερους μαθητές στο νέο σχολείο μου. Κι έστελνα γράμματα στη Χαρίτα και στη Μαρία κι όλο ψιλορωτούσα για τ’ άλλα παιδιά. Κάθε πρωί ένα λιγνό κοριτσάκι κρατημένο ασφαλιστικά από το χέρι του μπαμπά του πορευόταν προς τα Πατήσια, στον Άγιο Λουκά, εκεί που τον τοποθέτησαν δάσκαλο. Πόση ασφάλεια στην άξενη μεγαλούπολη έδινε αυτό το χέρι, το μεγαλύτερο, που θέρμαινε το μικρό… Έλα να μάθου- με τους κανόνες του μέτρου, διασκέδαζε την πορεία μας ο μπαμπάς: «παιδί-μου κα-λομα-θημέ-νο -και ζα-χαρο-ταϊσμέ-νο…» επαναλάμβανα τον ίαμβο εγώ…
Και κύλησαν οι καιροί. Κι ορφάνεψε κάποτε δίχως τη μάνα μου και κείνος και γω. Κι όταν ανήμπορος και γεράκος πια, με αδύναμη όραση έστριβε δεξιά, αντί αριστερά προς το ενοίκιο σπίτι του στην Αθήνα, κρατώντας πλέον το χέρι του εγώ, «από δω μπαμπά, από δω…» ψιθύριζα για να μην τον προσβάλω. Και ήταν πια μικρότερο το χέρι του από το δικό μου χέρι.
* Η Άντα Αθανασάκη είναι φιλόλογος εξ Άρτης στην Αθήνα