Δεν νομίζω ότι είναι ευρέως γνωστή μια ημέρα μνήμης που έχει καθιερωθεί στη χώρα μας από το 2022 και αφορά έναν ξεχωριστό άνθρωπο, έναν νέο δημοσιογράφο που έδωσε τη ζωή του στον αγώνα για την ανεξαρτησία του Πόντου το 1921, και που αγωνίστηκε μέχρις εσχάτων για το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και την αποκάλυψη της αλήθειας.
Θα ήταν άδικο, όμως, αν αφήσουμε τη λήθη να σκεπάσει τη μνήμη του Νικόλα Καπετανίδη. Στις 2 Μαρτίου 2022, με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας των Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ), αποφασίστηκε η 21η Σεπτεμβρίου να ανακηρυχτεί Ημέρα Μνήμης του Νικόλαου Καπετανίδη.
Ο Νικόλαος Καπετανίδης υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος και εκδότης της ελληνικής εφημερίδας του Πόντου «Εποχή». Γεννήθηκε το 1889 στη Ριζούντα του Πόντου. Φοίτησε στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά του ποντιακού ελληνισμού και μετά τη αποφοίτησή του, εργάστηκε για λίγο ως δάσκαλος και κατόπιν ως δημοσιογράφος στο περιοδικό «Επιθεώρηση», που εξέδιδε ο Φίλων Κτενίδης (σπουδαία επίσης προσωπικότητα του ποντιακού ελληνισμού, ο άνθρωπος που επί της ουσίας έχτισε το ναό της Παναγίας Σουμελά στη Καστανιά Ημαθίας, ενώ είχε εκλεγεί και βουλευτής Αθηνών το 1935). Το 1918 ξεκίνησε τη δική του εκδοτική προσπάθεια με την εφημερίδα «Εποχή». Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας του αποκάλυπτε τις τουρκικές διώξεις και τα εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων. Υπήρξε υπέρμαχος της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση, και μαζί με άλλους επιφανείς Πόντιους της εποχής, αποτέλεσε την πνευματική ηγεσία του Πόντου, η οποία αγωνίστηκε για την προστασία του ελληνικού στοιχείου.
Το τελευταίο φύλλο της «Εποχής» κυκλοφόρησε στις 5 Μαρτίου 1921. Πέντε ημέρες αργότερα συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του «Δικαστηρίου της Ανεξαρτησίας» σε μια δίκη παρωδία στην Αμάσεια του Πόντου, με την κατηγορία ότι βρέθηκε στο σπίτι του ένα γράμμα του εμπόρου Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη (1856-1930) που αναφερόταν στη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου της Αμάσειας τού απήγγειλε την κατηγορία, ο Καπετανίδης σηκώθηκε και είπε περήφανα: “Όχι, κύριε πρόεδρε! Εγώ ήθελα την απευθείας ένωσιν του Πότου με την Ελλάδα!». Ο Νικόλαος Καπετανίδης καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε δια απαγχονισμού μαζί με άλλους 68 ελληνοπόντιους στις 21 Σεπτεμβρίου 1921 στην Αμάσεια. Τα τελευταία του λόγια στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς!»
Μέσα από τα δημοσιεύματά του, ο Καπετανίδης στηλίτευε τις κτηνωδίες των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων του Πόντου. Πάλεψε για να αποκαλύψει την αλήθεια και δεν έκανε πίσω ούτε στιγμή. Όπως έλεγε, «η δημοσιογραφία του καιρού μας είναι, πρέπει να είναι, αγών και πάλη και ακατάσχετος ορμή προς τα πρόσω». Θα πρέπει, λοιπόν, να αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για τους ασκούντες το δημοσιογραφικό λειτούργημα στις μέρες μας, οι οποίοι έχουν ξεχάσει τι σημαίνει πραγματική δημοσιογραφία, όπως την αντιπροσώπευε το παλληκάρι αυτό του Πόντου.
Γιατί οι σημερινοί «δημοσιογράφοι», στην πλειονότητά τους, δεν αναζητούν την αλήθεια ούτε αποκαλύπτουν τα κακώς κείμενα, αλλά υπακούουν στις επιταγές των εργοδοτών τους ή ακόμα χειρότερα των διαφόρων κέντρων διαπλοκής είτε από φόβο είτε με την προσδοκία του κέρδους.
Εδώ εντοπίζεται ένα μεγάλο ηθικό ζήτημα που ανακύπτει στις μέρες μας. Το ζήτημα αυτό έχει, μάλιστα, διττή υπόσταση. Από τη μια σχετίζεται με την επιθυμία και τη δυνατότητα όσων έχουν την οικονομική δύναμη, να επιβάλλουν στους εργαζόμενους στον τομέα της ενημέρωσης τη θέλησή τους σε ό,τι αφορά το τι θα γράφουν ή θα δημοσιεύουν με την υπογραφή τους. Αν η πρακτική αυτή επικρατήσει, ποιος θα μπορεί, στη συνέχεια, να εγγυηθεί για την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και διατύπωση γνώμης; Με ποιον τρόπο θα μπορούσε, υπό τέτοιες προϋποθέσεις να διασφαλιστεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που έχει κατοχυρωθεί συνταγματικά στη χώρα μας ήδη από το 1844; Δεν θα μπορεί ο κάθε εργοδότης (εκδότης, καναλάρχης, παραγωγός), με την απειλή της απόλυσης ή της λογοκρισίας, να ακυρώνει ή και να «φιμώνει» τη γνώμη του κάθε δημοσιογράφου όταν αυτή είναι αντίθετη με τη δική του;
Η άλλη πλευρά του νομίσματος έγκειται στο πώς θα είναι βέβαιος ο αναγνώστης (τηλεθεατής, ακροατής, φόλοουερ κλπ) ότι έχει ορθή πληροφόρηση, αν ξέρει εκ των προτέρων πως όσα διαβάζει, ακούει, βλέπει κλπ μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην αλήθεια, αλλά να είναι αποτέλεσμα της βούλησης και των πολιτικών κατευθύνσεων των ιδιοκτητών των εκάστοτε μέσων, σε συνδυασμό με τις επαφές τους, γνωριμίες τους, διασυνδέσεις τους με την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Για να μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει ομαλά μια δημοκρατική κοινωνία, θα πρέπει να μπορεί να βασιστεί στην ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης (εκλογές, δημοψηφίσματα κλπ) αλλά και της κοινής γνώμης (Τύπος, τηλεόραση, διαδίκτυο κλπ). Αν ο Τύπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή του τη λειτουργία, τότε υπάρχει μείζον θέμα τόσο για τον ίδιο, όσο και για τη δημοκρατία.
Όπως έχει γράψει ο Ι. Κ. Πρετεντέρης (Τα Νέα 2/12/2010), «καλώς ή κακώς, η διαφάνεια και η αποκάλυψη είναι τα δυο πόδια του Τύπου, τα οποία του επιτρέπουν να τρέχει ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές αλλά µε δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι και η διαφάνεια και η αποκάλυψη έχουν κανόνες. Ότι δεν ασκούνται εις βάρος του δικαίου ή της αξιοπρέπειας κι ότι ο χώρος του Τύπου δεν είναι ξέφραγο αμπέλι. Δεύτερον, ότι η διαφάνεια και η αποκάλυψη δεν κρύβουν ούτε υπηρετούν σκοπιμότητες (πολιτικές ή επιχειρηματικές, κομματικές ή προσωπικές). Διότι η σκοπιμότητα υπομονεύει την αξιοπιστία του Τύπου, άρα οδηγεί στον βέβαιο θάνατό του. Δυστυχώς, ο ελληνικός Τύπος δεν έχει κατορθώσει να ανταποκριθεί συνολικά σε καμία από τις δύο προϋποθέσεις».

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ