Της Άντας Α. Αθανασάκη*
Στις γιορτές, που πάντα είχαν θρησκευτικό πρόσημο, φοράγαμε τα καλά μας στην Άρτα. Στ’ αλήθεια κανένα παιδί δεν ήξερε τότε τα γενέθλια του άλλου. Γιορτές ήταν μονάχα οι θρησκευτικές και οι εθνικές. Φόρεσα κι εγώ λοιπόν τα καλά μου μια βροχερή, μάλλον χειμωνιάτικη μέρα γιορτής και γυρνώντας από την εκκλησία, έπαθα το αναπάντεχο που ακόμα το θυμάμαι, κοντά πενήντα χρόνια αργότερα.
Κατηφορίζοντας απ’ την Παρηγορήτισσα τον πλατύ δρόμο προς το σπίτι μου, που ακόμα δεν είχε ασφαλτοστρωθεί, με πήρε η βιάση να τρέξω, κρατώντας όμως κλειστή στο χέρι μου την ομπρέλα. Θάταν απόβρεχο στη βροχερή μου πατρίδα κι η ομπρέλα έγινε για λίγο περιττή. Θυμάμαι φορούσα λευκό δαντελένιο καλσόν στα λιγνά ποδαράκια και πάνω από τα καλά μου ρούχα, καμάρωνε το εκάιν παλτό μου, που ’χε ζηλέψει και η Θοδώρα από δίπλα και πήρε το ίδιο. Κι έτρεξα… Κι η ομπρέλα με τρικλοπόδιασε και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στα λασπόνερα. Πιο πολύ ντροπιασμένη και λιγότερο πληγωμένη στο γόνατο που έτσουζε. Και περισσότερο απ’ όλα καταλερωμένη στο λευκό μου καλσόν και στα καλά μου φορέματα. Και τόσο λαχταρισμένη… Τι θάλεγα στη μαμά;
Θάμουνα τρίτη Δημοτικού κι αυτό μου επέτρεπε να γυρίζω και μόνη στο σπίτι από το διάφορα μέρη της πόλης μου. Αυτή μου όμως η ελευθερία, τη μαύ- ρη μέρα του κουτρουβαλιάσματος στα λασπόνερα, μου κόστισε ακριβά. Για να σωθώ απ’ την κατσάδα της μαμάς που στο παιδιάστικο μυαλό μου φάνταζε όσο δεν παίρνει απειλητική, προτίμησα τον πάνω δρόμο του έβγαζε στο σπίτι – καταφύγιο της θείτσας Αρετής. Με περιμάζεψε, με περιέθαλψε και παρηγόρησε τα δάκρυά μου. Όχι για τη ζημιά και την κουτρουβάλα. Για τη μαμά!
Η θειά μου μ’ έγδυσε, μου ξέπλυνε τα ρούχα και βάλθηκε για λίγη ώρα να τα ζεσταίνει στη σόμπα για να ’ναι μισοστεγνά όταν φύγω. Στο μεταξύ εγώ κούρνιασα, προσωρινά παρηγορημένη στην κουβερτούλα της θείας που τύλιξε για λίγο το φόβο μου καθησυχαστικά.
Γύρισα σπίτι βρεγμένη γάτα – στην κυριολεξία. Έβαλα παστρικά τις πυτζάμες μου και με ασυνήθιστη νοικοκυροσύνη κρέμασα βιαστικά τα μισομουσκίδια, ενοχική, στη ντουλάπα.
Αχ, μαμά – γάτα πόσο καλά ήξερες το παιδί σου… Σε πόσα λεπτά, δευτερόλεπτα πες, με πήρες χαμπάρι πώς κάτι σου έκρυβα; «Τι έγινε;» με ρώτησε. Πώς και ήρθες μαρμακωμένη; Τι σ’ έπιασε και φόρεσες γρήγορα γρήγορα τις πυτζάμες σου, πριν ακόμα μεσημεριάσει;
Αυτό ήταν μαμά… Σε παρακολουθούσα με τη σιωπή μου να οδηγείσαι με σίγουρες κινήσεις στην εξιχνίαση του εγκλήματος.
Με την απόγνωση στο βλέμμα, έζησα την εικόνα που είχε συνθέσει από πριν η παιδική μου συνείδηση για να παγιδευτώ μες το φόβο. Το φόβο της αντίδρασής σου, μαμά. Άνοιξες την ντουλάπα, έψαυσες τα βρεγμένα ρούχα, κατάλαβες προφανώς την κουτρουβάλα – δεν είπα κουβέντα απολογητική – και ίσως με κατακεραύνωσες για την αγαρμποσύνη και την απροσεξία μου. Δωρική η σχέση Αρτινής μάνας και κόρης. Ούτε απολογίες συνηθίζονταν, ούτε συγνώμες κι εκμυστηρεύσεις μελοδραματικές. Και να σου πω την αλήθεια; Δεν τα καλοθυμάμαι τα παρακάτω. Και να με μάλωσες, θα ήταν σίγουρα αμελητέο μπροστά στο φόβο μου πως θα με μάλωνες.
Δεκαετίες μετά αναρωτιέμαι πού ήταν την ώρα του φοβερού ανοίγματος της ντουλάπας η πυροσβεστική φιγούρα του μπαμπά μου που μ’ έσωζε κι από το πιεστικό σου τάισμα, όταν από το έρκος των οδόντων μου σού αρνιόμουν να σπρώξεις άλλη μπουκιά: «Της είπα γω» χαριτολογούσε ο μπαμπάς, αναχαιτίζοντας το επίμονο χέρι της μαμάς μου που κατέληγε σε κουτάλα μεσημέρι και βράδυ, μπροστά από το σφραγισμένο μου στόμα.
Μαμά, με μάλωσες τότε. Πού νάξερες πως τα ρούχα θα γίνονταν φετίχ μου σ’ ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου… Ας μ’ άφηνες με τα μισοσχισμένα μουσκίδια, μήπως κι απέφευγες να ευαισθητοποιηθώ με τα λούσα τόσο πολύ. Με μάλωσες τότε, με ζόρισες μετά στα μαθηματικά και στο φαΐ και με μεγάλωσες.
Και πάνω που συνήθισα να μη φοβάμαι τα γλυκά σου – έτσι τα νιώθω τώρα – μαλώματα, απλά σταμάτησες μια φορά ν’ ανασαίνεις. Και πέφτω από τότε, χτυπάω και σηκώνομαι μόνη μου. Και δεν είναι κανένας στη θέση σου να με μαλώσει για τα ρούχα που κρύβω ατέρμονα στη ντουλάπα.
*Η Άντα Αθανασάκη είναι φιλόλογος εξ Άρτης στην Αθήνα (Καλοκαίρι 2020)