Του Βασίλη Τάτση, φιλολόγου
Η ζωή είναι μέρες και βδομάδες και χρόνια και αιώνες ιστορίας. Είναι όμως και κάποιες στιγμές, κάποια συναισθήματα, κάποιες εικόνες σαν τις προχθεσινές (Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου) στο Πνευματικό μας Κέντρο της Γραμμενίτσας που θέλω να τις κλείσω για πάντα μέσα μου τώρα που έρχονται όλο και πιο συχνά τα φθινόπωρα της ζωής μου, τις φιλικές εικόνες όσων μας τίμησαν με την παρουσία τους και μας άκουσαν με σεβασμό, να τις κρατήσω σαν φυλαχτό αυτές τις εικόνες μαζί με τις άλλες τις προσωπικές, όπως του πατέρα μου Ανανία, μια ζωή μ’ ένα τσαπί, από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός να προσκυνάει ένα τσαπί για να αναθρέψει μια πολυμελή οικογένεια, πικραινόμενος εν εαυτώ ο ηλιοκαμένος κι αδικημένος μου πατέρας, κι όπως η εικόνα της μάνας μου της Ροζίνας που έφευγε χειμώνα καιρό τη νύχτα για τη λαϊκή, όπου την περόνιαζε το τριανέμι και η ζερμή του Αράχθου.
Η «ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» είναι η πρώτη προσπάθεια να καταγραφεί η ιστορία της Γραμμενίτσας Άρτας. Μια προσπάθεια να αναρωτη- θούμε τι θέση έχουν η μνήμη, η ταυτότητα και η ύπαρξη σήμερα που οι κοινωνίες μαστίζονται από τα καπιταλιστικά, καταναλωτικά, αδηφάγα αισθήματα. Και στο δεύτερο βιβλίο μου, «Το Φως στα Μάτια των Άλλων», έκανα μια προσπάθεια να ξαναπλάσω με φως τον μικρόκοσμό μου, τους ανθρώπους, τον έρωτα, την ειρήνη, το τραγούδι, τη συγγραφή, τον Αμβρακικό, τα δάκρυα, τη μοναξιά, τη φιλοσοφία, να ξαναπλάσω ένα ήπιο σύμπαν μέσα σ’ ένα σκληρό περιβάλλον.
Σήμερα που η οθόνη έγινε το καινούριο παράθυρο της ανέγγιχτης κι αδιάφορης ζωής μας, κάθε μας προσπάθεια στο Πνευματικό μας Κέντρο είναι συλλογική και λαμβάνει χώ- ρα για να τονωθεί η πνευματική ζωή στη μικρή μας κώμη. Προχθές, την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, τα καταφέραμε και με τη βοήθεια του π. Χαραλάμπους, της Βίκυς, του Δημήτρη, της Αφροδίτης, της Δανάης, της Αργυ- ρώς, της Στεφανίας, του Γιώργου, του Μιχά- λη, του Φώτη, της Λίτσας, της Γλυκερίας, της Ειρήνης, του Γιάννη, του Απόστολου, της Σοφίας, της Χριστίνας, της Χρυσάνθης, του Γιώργου, του Γρηγόρη, συναντηθήκαμε όλοι μαζί στην πλατεία, σκορπίσαμε μια ανθοδέσμη δειλινά στην αυλόπορτα των παιδικών μας χρόνων, και σταθήκαμε στο πέτρινο παλιό Δημοτι- κό μας σχολείο με τα πληγωμένα του μάτια, που μας ξαναθύμισαν με παράπονο τις πρώτες μας λέξεις, τις ξεχασμένες πρώτες αξίες.
Ένα θερμό ευχαριστώ σε όλους γι’ αυτό το ταξίδι.
Ένα θερμό ευχαριστώ που ανασηκώσαμε το βλέμμα μας για να συναντηθούν τα συναισθήματά μας με τα όνειρα των ξενιτεμένων συγχωριανών μας στους οποίους αφιερώσαμε με νοσταλγία αυτή μας την εκδήλωση. Στους ξενιτεμένους μας αδελφούς, τους Μάηδες τους ήλιους μας, που βλέπουν από μακριά πιο καθαρά το χωριό μας και το πονούν περισσότερο. Το καλύτερο που άκουσα για το βιβλίο μου είναι από μια συγχωριανή μας κυρία που αναγκάστηκε πριν λίγα χρόνια να φύγει για την Αθήνα. «Τη μέρα είμαι στη δουλειά», μου είπε στο τηλέφωνο, «και κάθε νύχτα είμαι στο χωριό μας με το βιβλίο σου στο κομοδίνο».