Πού να γνωρίζαμε, μαθητές εμείς τη δεκαετία τού εξήντα στο πέτρινο γυμνάσιο της πόλης μας, όταν κατηφορίζαμε στο «διάλειμμα» προς του Μπαϊκούση, για μια φέτα ζεστό ψωμί από το φούρνο του Γουνόπουλου και λίγο τυρί από το μικροσκοπικό μπακάλικο του Νίκου Καραβασίλη, ποιον σπουδαίο λογοτέχνη και υπηρέτη των γραμμάτων είχαμε απέναντί μας!
Ντυμένος με το καλύτερο χαμόγελο, οικείος, γλυκομίλητος, αγαθός γίγαντας ο κ. Νίκος, δεν μας χαλούσε ποτέ χατίρι. Με γρήγορες κινήσεις τύλιγε στο ειδικό χαρτί το προσφάι, έπαιρνε το κέρμα και άντε στο καλό μας… Πολλές φορές συνήθιζε να μας δίνει και συμβουλές: να διαβάζουμε τα μαθήματά μας, να ακούμε τους γονείς μας, να τους σεβόμαστε και να γίνουμε καλοί άνθρωποι!
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν είχε βγει στη σύνταξη, τον συναντούσα στο μικρό καφενεδάκι του Αντώνη Δήμου, μπροστά από τον Άγιο Δημήτριο. Εκεί τα απομεσήμερα συνήθιζε να συναντιέται με τους καλούς του φίλους. Μαζί του ο Γιάννης Τσούτσινος, ο Κώστας Τσιλιγιάννης και πολλοί άλλοι εκλεκτοί συμπολίτες μας. Στο βάθος, η αφεντιά μου με τους αείμνηστους Κώστα Σίτα και Τάσο Μπακαγιάννη. Ήταν μέρες που μας καλούσε προσωπικά ο κ. Νίκος να πλησιάσουμε κι εμείς κοντά τους.
«Ζυγώστε, μωρέ παιδιά, κατά δω να σας ακούσουμε, να μας πείτε και τα δικά σας. Μη φοβάστε, δεν θα σας δουν τα αφεντικά σας…».
Οι ζωντανές μνήμες που κρατώ κοντά του είναι πάμπολλες. Τον θυμάμαι σεμνό, ντροπαλό, αλλά και μεγαλοπρεπή από σκηνής στην αίθουσα του «Σκουφά», πότε ως ομιλητή και πότε ως μουσικό με το αγαπημένο του όργανο, το βιολί. Τον θυμάμαι στη βεραντού- λα τού εξοχικού του στο Μενίδι, παρέα με τον καλό του φίλο και γείτονα κ. Σπύρο Τρομπούκη. Η σύντροφός του και επιμελήτρια των βιβλίων του, εκπαιδευτικός κ. Αναστασία, πάν- τα δίπλα του. Μεγάλη του έγνοια η Μαρίνα, ο Χρήστος, ο Σωτήρης. Σμήνη από λέξεις ξεχασμένες έβγαιναν από τα χείλη του σαν από χάλκινη μήτρα. Σε αιφνιδίαζε ευχάριστα, ανακαλώντας εικόνες με γλώσσα, σχεδόν, αρχαιοελληνική.
Ο Νίκος Καραβασίλης. Άνθρωπος από φύση ευγενής, γεμάτος ζωή, πληθωρικός, με δυναμισμό και με νεανική καρδιά. Άνθρωπος που δικαίωσε τον ρόλο του και την ύπαρξή του στη ζωή. Έδινε ολόκληρο τον εαυτό του σε ό,τι έλεγε κι έκανε. Παράλληλα με τον γραπτό λόγο είχε και μια δεινή προφορικότητα. Και το πιο ασήμαντο, με τον τρόπο και τον λόγο του, το έκανε σημαντικό και καίριο.
Έστηνε παράσταση στις μικρές ή τις μεγάλες του παρέες. Μιλούσε και νόμιζες ότι έκα- νε απαγγελία. Ο ιδιωματισμός του κυλούσε σαν αεράκι δροσερό γεμάτο οξυγόνο. Αράδιαζε ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα με ολοζώντανο τρόπο και το βλέμμα του στρεφόταν γύρους. Ένας αθεράπευτος υμνητής του πολιτισμού, του απλού, του σεμνού, του καθημερινού, της ομορφιάς, των ιδανικών της ζωής, της ανθρώπινης ύπαρξης, των προσωπικών του αναμνήσεων που διαμόρφωσαν και την προσωπικότητά του.
Το συγγραφικό του έργο στους συμπολίτες μας είναι, λίγο πολύ, γνωστό. Είχα την τιμή πριν από λίγο καιρό να μου χαρίσουν τα παιδιά του, σε τρίτη έκδοση, ένα από τα αγαπημένα του έργα: «…Χάθηκαν αμνημόνευτοι». Εξαιρετικά καλαίσθητο βιβλίο, μικρό διαμαντάκι και μια κεντητή χειροποίητη δαντέλα. Το προλογίζει ο πατριώτης μας και καταξιωμένος συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος. Μέσα σε λίγες γραμμές τα λέει όλα. Όποια άλλη λογοτεχνική προσέγγιση, ενδεχομένως, θα το αδικούσε.
Παραθέτω αυτούσιο ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: «…Σε μια απειρόκαλη ερημιά που αιώνες πλανιέται χωρίς άκρη μια σιωπή. Σε μια ερημιά χωρίς μονοπατιών σημάδια. Σ’ έναν τόπο που οι σκάρφες και το πικροχόρτι, η τούφα και ο αμάραντος πλουμπίζουν τους γκρεμούς και το κακοπέτρι. Σ’ ένα απόμερο που τα κέδρα και οι μεράντζες ριζοσκελώνουν στις κλειδώσεις από τις θεόρατες πεζούλες και τα ροζιάρικα αναιμικά τους κλω- νάργια ανεμίζουν απελπισμένα στον βοργιά, σαν απλωμένα δουλευτάρι καχέργια σε παρακάλιας δέηση».
Χρωστάμε πολλά σε αυτούς τους ανθρώπους, γιατί διέσωσαν τις ρίζες και τη γλώσσα της φυλής μας.