Πολύ απασχόλησε, τελευταία, το ζήτημα της πρότασης μομφής κατά του προέδρου του Συ.Ριζ.Α., κου Κασελάκη, η οποία κατέληξε τελικά στην αποπομπή του και στην πορεία ανάδειξης νέου προέδρου στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την ίδια ώρα που και στο τρίτο κόμμα της βουλής, το Πα. Σο.Κ.-Κινημ.Αλ. «τρέχουν» ανάλογες διαδικασίες. Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, το γεγονός ότι στα δύο κόμματα της κεντροαριστεράς τίθεται ζήτημα ηγεσίας.
Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν ένας χώρος ηττάται σε διαδοχικές εκλογές, αναζητείται ο υπεύθυνος της ήττας. Το πρόβλημα είναι ότι τα λεγόμενα αριστερά κόμματα, αντί να προβληματιστούν για τους λόγους που η πολιτική τους πρόταση δεν πείθει ούτε τους ψηφοφόρους ούτε κι αυτούς που δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν και να αναζητήσουν πολιτική διέξοδο στην κρίση τους, ψάχνουν τον «σωτήρα» στο πρόσωπο του λαοπρόβλητου ηγέτη που θα γοητεύσει το λαό και θα οδηγήσει το κόμμα στη γη της επαγγελίας, μ’ άλλα λόγια στην εξουσία.
Αυτού του είδους η προσωπολαγνεία, απότοκο των ηγεμονικών προσωπικοτήτων τόσο του Κωνσταντίνου Καραμανλή (θείου), όσο (ίσως πολύ περισσότερο) και του Ανδρέα Παπανδρέου, οδηγεί, σε συνδυασμό και με την ολέθ- ρια (κατά τη γνώμη μου) επιλογή της εκλογής αρχηγού απευθείας από τη βάση, στη συγκρότηση αμιγώς προσωποπαγών σχηματισμών που θα είναι κατ’ επίφασιν κόμματα, ενώ στην πραγματικότητα θα αποτελούν τον προσωπικό μηχανισμό του αρχηγού. Μήπως θυμίζει κάτι ανα- τριχιαστικό όλο αυτό;
Θα ισχυριστεί ίσως κάποιος ότι η εκλογή αρχηγού από τη βάση είναι η ουσία της δημοκρατίας. Θα απαντήσω ότι αυτό θα ίσχυε μόνο αν το σώμα εκλογής (δηλαδή το σύνολο των με- λών του κόμματος) μπορούσε να συγκαλείται τακτικά για να λαμβάνει αποφάσεις για τα ζητήματα πολιτικής του κόμματος, κάτι τέτοιο, όμως, δε συμβαίνει. Τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται από το Συνέδριο και την Κεντρική Επιτροπή, όχι μόνο Στο Συ.Ριζ.Α. και στο Πα.Σο.Κ.-Κινημ.Αλ., αλλά και στη Ν.Δ.. Φτάνουμε λοιπόν στο σημείο να έχουμε αντιπροσωπευτική δημοκρατία μέσω εκλεγμένων οργάνων για τα θέματα της πολιτικής του κόμματος, αλλά άμεση δημοκρατία για την εκλογή του αρχηγού, ο οποίος, επομένως, δεν λογοδοτεί σε κανένα από τα όργανα που αποφασίζουν για το κόμμα.
Αλλά, αν ο αρχηγός δε λογοδοτεί στα όργανα, τότε ποια ανάγκη έχει οργάνων; Μπορεί να διοικήσει το κόμμα τελείως μόνος του! Για να το κάνω σαφέστερο, η μομφή που απηύθυνε η Κεντρική Επιτροπή του Συ.Ρια.Α. στον μέχρι πρότινος πρόεδρο του κόμματος, δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά μόνο ότι θα πρέπει να εκλεγεί νέος πρόεδρος από τη βάση.
Αν, όμως, η βάση εκλέξει εκ νέου τον κο Κασελάκη, τότε ποια θα είναι η θέση των μελών της Κ.Ε. που τον εμέμφθησαν, όταν θα υπάρχει νωπή επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης του «λαού» το πρόσωπο του αρχηγού; Ήδη ο κος Κασελάκης δήλωσε ότι οι αποφάσεις του θα ανακοινωθούν εκεί όπου λογοδοτεί πάντα «δηλαδή στον κόσμο του Συ.Ριζ.Α.». Αλλά υπάρχει πραγματική λογοδοσία στην σχέση του αρχηγού με τη «βάση»;
Παλαιότερα υπήρχε λειτουργία των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών μέσα στα κόμματα. Οι διαδικασίες αυτές επέτρεπαν στα διάφορα στε- λέχη να μιλούν, να απευθύνονται άμεσα στα μέλη, να εξηγούν την πολιτική του κόμματος και να αναλαμβάνουν δεσμεύσεις προώθησης των αιτημάτων τους προς τα «πάνω», στα λεγόμενα «κεντρικά». Στη συνέχεια, στο συνέδριο του κόμματος, με περιορισμένο αριθμό μελών, καθώς οι βασικές διεργασίες γίνονταν στη βάση, υπήρχε η δυνατότητα να εκφραστούν ακόμα και τα μεσαία ή κατώτερα στελέχη και όχι μόνο οι προβεβλημένοι υπουργοί ή βουλευτές ή άλλα στελέχη (κυρίως αυτοδιοικητικά ή συνδικαλιστικά) του κόμματος. Ακουγόταν έτσι η φωνή της «βάσης» και υπήρχε η εικόνα ότι το απλό μέλος, με τη συμμετοχή του, μπορούσε να διαμορφώνει συνθήκες που του επέτρεπαν να συνδιαλέγεται με την κορυφή, δίνοντας έτσι μια ψευδαίσθηση συμμετοχής στην άσκηση εξουσίας. Η όλη διαδικασία συμμορφωνόταν με το κλίμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που υπάρχει στη χώρα μας (και σε κάθε δημοκρατική χώρα του κόσμου), ενώ παράλληλα το πλέγμα των διαδικασιών διαμόρφωνε και ένα πλέγμα ελέγχου και προστασίας από τυχόν προσωπικές πολιτικές και αυταρχικές διαθέσεις του αρχηγού.
Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν η συμμετοχή στην εξουσία ταυτίστηκε με το βόλεμα, το ρουσφέτι, τις διάφορες εξυπηρετήσεις. Η ικανοποίηση ανάλογων αιτημάτων, που ετίθεντο από τη «βά- ση», διαμόρφωσε την εντύπωση πως η συμμετοχή στις διαδικασίες διαλόγου και ελέγχου δεν ήταν και τόσο αναγκαία, πολύ περισσότερο που για μια εικοσαετία σχεδόν (από το 1974 ως το 1994), τα κόμματα είχαν ως ηγέτες χαρισματικές προσωπικότητες, οι οποίες σπάνια αμφισβητούνταν. Από τη στιγμή, όμως, που οι χαρι- σματικές αυτές προσωπικότητες έφυγαν από το προσκήνιο, το πράγμα έγινε πολύ πιο δύσκολο, καθώς οι επίγονοί τους έπρεπε να ανταποκριθούν σε αμφισβήτηση που ξεκινούσε από μια ιδιόμορφη εσωκομματική αντιπολίτευση με τους βουλευτές, τους υπουργούς και τους αυτοδιοικητικούς, να ανάγονται σε ρυθμιστές της κατάστασης. Έτσι προέκυψε το δέλεαρ της άμεσης δημοκρατίας. Αρχικά καταρ- γήθηκαν οι αντιπροσωπευτικές διαδικασίες και τα νομαρχιακά όργανα εκλέγονται από το σύνολο των μελών. Έτσι χάθηκε η δυνατότητα άμεσης επαφής με τα μέλη στις κομματικές συγκεντρώσεις και κυριάρχησαν οι μηχανισμοί. Παράλληλα με αυτό έπαψε πια να υπάρχει το όργανο στο οποίο θα λογοδοτούσε η κομματική «καθοδήγηση». Όταν πια η διαδικασία αυ- τή εδραιώθηκε, περάσαμε στην απευθείας εκλογή του αρχηγού από τη βάση.
Αυτή η εκλογή όμως, στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από μια νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων σε κεντρικό επίπεδο, η οποία καμία δυνατότητα δεν δίνει στα μέλη να εκφραστούν ή να δεσμεύσουν τον πρόεδρο σε οποιαδήποτε πολιτική. Ούτε τα συνέδρια μπορούν, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί, να αποτελέσουν πυρήνες διαμόρφωσης πολιτικής. Μένει έτσι η εκάστοτε ηγεσία ελεύθερη να αποφασίζει κατά το δοκούν. Μέχρι σήμερα η Αριστερά κρατούσε «αντίσταση» στις διαδικασίες αυτές, χωρίς, όμως, τελικά ο Συ.Ριζ.Α. να ξεφεύγει από την παγίδα.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, διαμορφώνεται ένα κλίμα απογοήτευσης, καθώς καλλιεργείται η ιδέα ότι τίποτε δεν μπορεί να καταφέρει κανείς με τη συμμετοχή του στην πολιτική. Απαξιώνεται έτσι η πολιτική διαδικασία και οδηγούμαστε σε μια ιδιότυπη αριστοκρατία που με τη σειρά της οδηγεί σε περαιτέρω απαξίωση, ή, ακόμα χειρότερα, σε μια πολιτική απάθεια, ένα είδος πολιτικής αποχαύνωσης, όπου ο ψηφοφόρος δεν θα ενεργεί ως πολίτης, αλλά ως μέλος μιας μάζας ψήφων που τα περιμένει όλα από τον «μεσσία» ηγέτη. Και καλά, αν την πληρώσει η απήχηση του κόμματος μόνο. Με την αδυναμία μας όμως να συζητάμε και να συνεργαζόμαστε μήπως όλο αυτό οδηγεί και σε απαξίωση της δημοκρατίας;