Διαμόρφωση κειμένου: πρωτοπρεσβύτερος
Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)
(Σημείωση: Για τη συγγραφή του παρακάτω κειμένου, που αναφέρεται σε υποθετικό (φανταστικό) γεγονός, χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα κατάλληλα διαμορφωμένα από τα εξής κείμενα: 1. Από το άρθρο «Ο Παντοκράτορας κρατά στο Χέρι Του την βραδυνή Θυσία» του δημοσιογράφου Γιώργου Δ. Δημακόπουλου). 2. Από τον ύμνο στην Παρηγορήτισσα του Γ. Λαμπάκη. 3. Από το άρθρο «Η Παρηγορίτσα» του Α. Τραυλαντώνη. 4. Από τον μοναδικό Παρακλητικό κανόνα στην Παρηγρήτισσα Άρτας του π. Α. Μάρκου.
O ήλιος βρισκόταν στο βασίλεμά του και έριχνε στην πόλη της Άρτας και στον κάμπο μια αχτίδα άσπρη και θαμπερή… Η νύχτα αρχίζει να αγκαλιάζει τις προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα. Απόψε είναι μια ξεχωριστή βραδιά. Βράδυ αγρυπνίας στο ναό της Παρηγορήτισσας.
Μπαίνω στη μεγαλόπρεπη Βυζαντινή εκκλησία, προσκυνώ τις άγιες εικόνες και παίρνω τη θέση μου στο στασίδι… Σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μου… ίσως κουραστείς, ίσως βαρεθείς, ίσως αποκοιμηθείς. Δεν είναι και λίγο να αντέξεις μια τέτοια αγρυπνία! 8 ή 9 ώρες…
Στο μεγάλο καθολικό οι γέροντες γονατισμένοι στο έδαφος, παραδομένοι στην εικόνα της Ανύμφευτης Νύμφης της Παρηγορήτισσας απο- καθηλώνουν ικετευτικά τους συγγνωστούς τους λογισμούς. Απόκοσμες εικόνες στη μεγάλη εκκλησιά αναπνέουν μέσα από τη θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων. M’ ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας ως τη γέννησή τους. Απόκοσμες εικόνες στη μεγάλη εκκλησιά αναπνέουν μέσα από τη θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων.
Θέαμα άρρητο. Θέαμα έξοχο. Ω Θεέ μου, ποια δύναμη πίστεως είχαν οι αοίδιμοι του Βυζαντίου Αυτοκράτορες και οι της Άρτης Δεσπότες. Νομίζεις φανερά, ότι βλέπεις τον Μιχαήλ, ότι βλέπεις τη Θεοδώρα, τον Νικηφόρο, την Άννα… Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις, πως χοροί Αγίων ήλθαν, για να συνεκκλησιαστούν με τους χοϊκούς, ταμένους αδελφούς τους… Αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας.
Τότε παύεις να σκέφτεσαι λογικά… Ο χρόνος αλλάζει προοπτική… Χάνεται. Συστέλλεται μπροστά στην απεγνωσμένη προσπάθεια της ψυχής σου να πιάσει επικοινωνία με τον άυλο κόσμο. Μέσα στην καρδιά σου Τον ζητάς. Του μιλάς. Αισθάνεσαι. Ζεις. Ζεις!…
Ο παπά Διονύσης με αφημένο βλέμμα στη γη που περιμένει, σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του. Τί κόσμος τούτος Θεέ μου! Βαστάζουμε στις χούφτες μας τη Μάνα Ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την ενδόμυχη υπόστασή της.
Ῥῦσαι με* ἀπό παθῶν τῶν τοῦ βίου* τῶν ἀκαθάρτων, ἅ μολύνουσι, Μῆτερ,* την ἐν ἐμοί τοῦ Κυρίου εἰκόνα·* παρηγορίας πηγή παρηγόρησον,* τον δάκρυσι και στεναγμοῖς* κατατρυχόμενον, Παρηγορήτισσα.
Ο χρόνος περνάει. Εσύ εκεί. Προσεύχεσαι για τους δικούς σου ανθρώπους. Για τους κεκοιμημένους. Για τον εαυτό σου. Ευχαριστείς. Κουράζεσαι. Παίρνεις μια ανάσα, ακούς τις αγγελικές φωνές των μοναχών. Βλέπεις τις θαυματουργές εικόνες. Πόσο όμορφα. Ξανά το κομποσκοίνι. Ρέει η ευχή. Κυλάει σε όλο τον κόσμο. Βλέπεις και τους γύρω σου να κάνουν προσευχή… Όλα για όλα.
Σκέπε τούς προστρέχοντας τῷ σεπτῷ* ναῷ Σου, Παρθένε,* ἐκπληροῦσα αὐτῶν εὐχάς·* Σοί γάρ ὡς μητέρα* προσφεύγουσι ἐκ πόθου* καί Σέ ὁμολογοῦσι* Παρηγορήτισσα.
Κατάπαυσον τον τάραχον τῆς ψυχῆς* τῶν δούλων Σου, Κόρη,* Παρηγορήτισσα Μαριάμ,* και δώρησαι εἰρήνην και θείαν εὐλογίαν,* πᾶσι τοῖς μεγαλύνουσι* Σοῦ το ὄνομα.
Βάρος, Παρθένε, ἐν τῇ ψυχῇ* και ἄλγος καί πόνος* ἐπιπολάζει νῦν ἐπ’ ἐμέ·* Σύ ἄρον ἀπ’ ἐμοῦ ζυγόν τῆς ἁμαρτίας,* Παρηγορήτισσα,* Ἄρτης ἀγλάϊσμα.
Εκείνο το σκοτάδι, μάλιστα στις γωνιές τις βαθουλές και τις κώχες που σχημάτιζαν οι τοίχοι έχει ένα μυστήριο μεγάλο και αληθινά θρησκευτικό, εκείνο το ύψος του μεσιανού θόλου και προ πάντων εκείνος ο Παντοκράτορας με τα τεράστια χέρια του, που σε κοιτάζει από ψηλά με κάτι μάτια τόσο μεγάλα και φοβερά και θεία και ουράνια, σου κάνει ένα φόβο, σου δείχνει τόσο φανερά, πόσο είσαι μικρός και τιποτένιος εμπρός σ’ εκείνη τη μεγάλη δύναμη που θέλησε ο τεχνίτης να παραστήσει με αυτά τα χοντρά χέρια και τα μεγάλα και φοβερά μά- τια, που σού έρχεται να πέσεις μπρούμυτα και να προσκυνήσεις, σού έρχεται να φύγεις και πάλι μένεις, σού έρχεται να μην ξανακοιτάξεις και τα μάτια σου μένουν κολλημένα σ’ εκείνα τα ιμάτια που τόση δείχνουν ζωή και τόσο μεγαλείο υπερφυσικό…
Στο μυαλό τριγυρίζουν τα λόγια του λογοτέχνη. «Κάθε φορά που βρίσκομαι ή περνώ από την Άρτα συνομιλώ με τον τρομερό, απίστευτο «Παντοκράτορα». Περιδιαβαίνω τον ιερό χώρο των θαυμάσιων ψηφιδωτών, νομίζω ότι βλέπω υπερκόσμια οράματα (έκστασιάζομαι): Θαμπώνομαι! Είναι κάτι το ασύλληπτο, η «Παρηγορηθείσα» υπέρλαμπρη εκκλησιά… Πολλοί οι εχθροί της… Ακατάσβεστη η λαιμαργία τους. Όμως, αντέχει στο χρόνο. Θαυμασμός και δέος…
Ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ’ τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία, αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας.
Εκεί που μοιάζει ο χρόνος να σταματάει και να κατεβαίνουν στρατιές αγγέλων, ψάλλοντας μελωδικές ωδές προς τον Θεό… Εκεί που σε συνεπαίρνει η κατάνυξη και η ατμόσφαιρα του χώρου και προσπαθείς να μην χάσεις ούτε δευτερόλεπτο, σε μία συνεχόμενη πάλη με τον εαυτό σου…
Όλα για το Θεό… Μέχρι που – χωρίς να το καταλάβεις – τελειώνει. Η αγρυπνία τελειώνει… Οι αχτίνες του ήλιου λούζουν το καθολικό. Τα αηδόνια και τ’ άλλα πουλιά αρχίζουν τις δικές τους μελωδίες. Και εσύ; Εσύ πλέον έχεις ζήσει. Έχει η καρδιά σου εμπειρίες.
Εμπειρίες χαραγμένες βαθιά. Μια απέραντη, απέραντη γλύκα. Μια ελπίδα που άλλη της καμιά. Δεν σε νοιάζει τίποτα άλλο. Τίποτε άλλο.
Δύο σταθμοί κυριαρχούν στη ζωή του χριστιανού: κινούμαστε από το «Χαίρε Κεχαριτωμένη» στο «σπεύσον, απολλύμεθα». Πότε χαιρετούμε τη μάνα μας Παναγιά και πότε ζητούμε το χέρι της να μας σηκώσει από το βάσανο, τον πόνο, τη δοκιμασία. Καλομαθημένοι στην άπειρη αγάπη της και απορούντες πώς γίνεται να έχουμε τόσο εύσπλαχνη μάνα. Είμαστε πνευματικά νήπια κι εκείνη είναι πάντα εκεί, για να μας κατευθύνει τα πρώτα βήματα. Πέφτουμε και ξανασηκωνόμαστε. Μας πιάνει το γινάτι των παθών. Συχνά μας πιάνει και γαϊδουριά. Αναισθησία. Αδιαφορία. Κι εκείνη στέκει πάντα αγρυπνώντας πότε θα γυρίσει ο Άσωτος υιός και η Άσωτη κόρη. Παρακαλεί και κάμπτει την οργή του Δεσπότη Χριστού.
Σε μια ζωή ξεθωριασμένη και γκρίζα, η Παναγία είναι η μόνη που συγκρατεί ακέραια την πρότερη αίσθηση της πλάσης. Την αληθινή ευλογημένη ζωή, όπως την προίκισε ο Θεός πριν την καταστρέψουμε.
Η Παναγία μας, όπου προχωρά μπροστά, πίσω της αφήνει αύρα αιωνιότητας και αναλλοίωτου κάλλους. Ομορφαίνει την κτίση. Μετατρέπει την ασχήμια της εποχής μας, σε περίλαμπρα κοσμήματα στιγμών που ξεπροβάλλουν στην καθημερινότητα. Ζωντανεύει μέσα μας το δώ- ρο της παιδικότητας, που στην πραγματικότητα δεν το καταστρέφει ο χρόνος, αλλά η φθοροποιός δράση των παθών.
Η Παναγία ομορφαίνει τη ζωή μας. Η Παναγία είναι πηγή της χαράς στη ζωή μας. Αν είναι να γίνουμε παιδιά, να γίνουμε μόνο δικά της.
Βράδυ αγρυπνίας στην Παρηγορήτισσα σε καιρούς σκοτεινούς. Οπότε τι μας απομένει πλέον άραγε ως παρηγοριά; Η μεγαλύτερη πηγή παρηγοριάς και δύναμης. Ο γλυκασμός των αγγέλων, η χαρά των θλιβομένων, η απαλλαγή των ασθενούντων. Το άρρηκτον τείχος μας, ο ηλιοστάλακτος θρόνος, η ακαταίσχυντος προστασία, η αμετάθετος μεσιτεία μας προς τον Ποιητήν. Μαζί της, μας απομένει και η γη μας, μια γη γεμάτη κόκαλα Αγίων, ποτισμένη με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, σμιλεμένη απ’ τον πόνο και το δάκρυ, μπολιασμένη απ’ τα ατέλειωτα βάσανα και τους καημούς της Ρωμηοσύνης. Και μας απομένουν βέβαια κι οι λίγες φωνές όσων τάχθηκαν να φυλάγουν τις σύγχρονες Θερμοπύλες και θα συνεχίσουν φυσικά να το πράττουν, παγερά αδιάφοροι για το αν «οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε». Ψυχές που αγωνίζονται στην αφάνεια, «ελεύθεροι κι ωραίοι που ζουν σε κάποιες φυλακές» (στα μοναστήρια και στον κόσμο) και μας κρατάνε ακόμη όρθιους.
Κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ’ ένα Κύριε ελέησον τα αναβαίνοντα βήματά τους. Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας. Ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακριά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ’ απόκοσμα όνειρά τους. Ποθούμε Χριστό, Αυτόν Εσταυρωμένο, εξαντλούμε τους ονειρεμένους πόθους μας στο κοινό ποτήριο, ακροβατούμε τη θωριά μας ανάμεσα στην πτώση και την έγερση… Ο Χριστός δεν είναι αφηρημένη έννοια, είναι η Οδός και η Αλήθεια, η Αγάπη κι η Ζωή, το προσδοκώμενο όνειρο της αναστάσιμης ελπίδας. Έχουμε Εκκλησία να κλάψουμε τους δρόμους που δεν διαβήκαμε, κατέχουμε Αγίους να κρεμάσουμε την απόμακρη ματιά μας, μια Παναγιά να μας παρηγορήσει… κι αγγέλους τόσους, όσα είναι αυτά που χάσαμε, όσα είναι αυτά που ελπίζουμε, όσα είναι αυτά, που ίσως έρθουνε μια μέρα!
«Και µια ευχή να κάνουµε πριν αποσώσει ο λόγος. Να µείνουν όλα αυτά ορθά, πέτρα να µην ραγίσει, γιατί είναι η Άρτα όµορφη και κράτησε τις µνήµες. Τα σπιτικά, η αγορά, το κάστρο, οι εκκλησιές της, µιλούνε από µόνα τους για τις αναθυµιές της». (Μ. Κορομηλά)
Πάντας τούς προσφεύγοντας πιστῶς,* τῷ Σῷ πανυπερτίμῳ τεμένει,* Παρηγορήτισσα,* ῥύου πάσης θλίψεως καί περιστάσεως·* τῶν παθῶν δε διάλυσον* τον σάλον, Παρθένε,* ἅπασι παρέχουσα χάριν σωτήριον·* Σύ γάρ τῶν Ἀρταίων ὑπάρχεις* και πιστῶν ἁπάντων προσ- τάτις,* οἵα Μήτηρ θεία τοῦ Παντάνακτος.