Γράφει ο Δημήτρης Ντάλας

Και ποια γενιά Ελλήνων τους δυο τελευταίους αιώνες δεν γνώρισε και δεν εξακολουθεί να μαθαίνει με υπερηφάνεια για τον πρώτο Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμο που ανέδειξε η χώρα μας;
Ήταν το 1896, χρονιά που αναβίωσαν οι Ολυμπιακοί αγώνες και το Ολυμπιακό πνεύμα στο Καλλιμάρμαρο των Αθηνών. Σε ένα ασφυ- κτικά γεμάτο Παναθηναϊκό στάδιο έγινε ο τερματισμός της κλασσικής διαδρομής των 42 χιλιομέτρων με αφετηρία τον τύμβο του Μαρα- θώνα. Σαν σε σεισμό οι κερκίδες ταρακουνήθηκαν από τον ενθουσιασμό του κόσμου μόλις ο Σπύρος Λούης έκανε την εμφάνισή του. Η ιαχή Έλλην, Έλλην, έφτανε μέχρι τον ουρανό…
Ο Σπύρος Λούης δεν ήταν αθλητής κι ούτε επεδίωξε ποτέ να γίνει. Απλά, είχε μεγάλες αντοχές στο περπάτημα και το τρέξιμο. Κουβαλούσε κάθε μέρα νερό από το Μαρούσι στην Αθήνα δίπλα στο κάρο του πατέρα του. Εξασκούσε το επάγγελμα του γεωργού στο Μαρούσι και τον ανακάλυψε ο διοικητής του στον στρατό. Το ισχυρό κίνητρο – όπως αναφέρεται – για να πεισθεί και να λάβει μέρος στους αγώνες ήταν ο σφοδρός έρωτας για μια «Ελένη».
Να όμως που η μητέρα της δεν συμφωνούσε να τον κάνει γαμπρό της! Προόριζε για την κόρη κάποιον άλλον, πλούσιο και γραμματιζούμενο. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισε μαζί με κάποια διάκριση να κερδίσει και την εύνοια της «πεθεράς»!
Με αυτά και με αυτά, ο αγαπητός μας Σπύρος κέρδισε την πρώτη θέση μεταξύ 17 συνολικά αγωνισθέντων (13 Έλληνες και 4 ξένοι) με χρόνο 2.58.50. Με αυτή τη νίκη έγινε ένας από τους ιστορικότερους χρυσούς Ολυμπιονίκες μας. Ο ωραίος, αγαθός και συνάμα σκληροτράχηλος «νερουλάς» έγινε θρύλος και συνώνυμο της Ελληνικής λαϊκής ψυχής. Συνέδεσε με τον καλύτερο τρόπο την αρχαία διοργάνωση με την σύγχρονη δίνοντας εθνολογικά χαρακτηριστικά. Ο άθλος του Φειδιππίδη, που έτρεξε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να αναγγείλει την περιφανή νίκη των Αθηναίων το 490 πΧ έγινε η έμπνευση για την αναβίωση της διαδρομής ως παγκόσμιο άθλημα.
Ο Ολυμπιονίκης μας πέρασε στην αιωνιότητα κι έγινε πρότυπο θέλησης, αντοχής και δύναμης. Αυτοί που πριν τον αγώνα δεν καταδέχονταν να τον κοιτάξουν, έτρεχαν σαν τρελοί μετά να του σφίξουν το χέρι. Δεχόταν υποκλίσεις από Βασιλείς και κοινούς θνητούς. Ο κλέψας του κλέψαντος από την δημόσιοτητά του. Τα δώρα που ακολούθησαν ήταν πολλά και σπουδαία! Όπως, ρολόγια, κοστούμια, ραπτομηχανή, δωρεάν γεύματα για ένα χρόνο σε εστιατόριο, ξύρισμα δια βίου, χωράφι τριών στρεμμάτων στο Μαρούσι κι άλλα χρήσιμα για την εποχή.
Σε ό,τι αφορά την εύνοια της πεθεράς κι αν παντρεύτηκε τελικά την «Ελένη του», οι ιστορικές πηγές πουθενά δεν το αναφέρουν… Γεγονός είναι, ότι επέστρεψε στην ταπεινή καθημερινότητά του και τις καλλιέργειες στα κτήματα των γονιών του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ