Πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια μετά την πρεμιέρα «Αθήνα 2004». Ήταν στα μέσα του Αυγούστου, αντίστοιχη περίοδος με την τρέχουσα: «Παρίσι 2024». Πως νιώθετε αγαπητοί αναγνώστες; Σαν να ήταν χθες ή σαν να πέρασαν αιώνες;
Προηγήθηκε η ιστορική ημερομηνία του 1997, κατά την οποία οι «αθάνατοι» μας ανέθεσαν τη διεξαγωγή τους. Το γεγονός έφερε τρέλα μεγάλη, εθνικό ντελίριο κι ένα ξέφρενο πανηγύρι σε πλατείες, δρόμους και τηλεοράσεις. Η πρόεδρος κ. Γιάννα μπροστά και πίσω χιλιάδες γηγενείς και άλλοι χειροκροτητές. Η Φιλοθέη πήρε φωτιά από τις γιορτές επιτυχίας και ο Ελληνικός λαός, καθώς φάνηκε, συντάχθηκε με τη Μεγάλη Ιδέα. Υπνωτισμένος, στρατευμένος, υπομένων και ως τα μπούνια χρεωμένος για τον μεγάλο σκοπό!
Ωστόσο, υπήρξαμε και οι άλλοι Έλληνες που δεχθήκαμε τα πράγματα με επιφύλαξη και μουδιασμένα. Ανάμεσα στους λίγους κι εγώ. Λέγαμε: μα πώς είναι δυνατόν μια μικρή χώρα να μπορέσει να σηκώσει ένα τέτοιο μεγάλο φορτίο; Γίναμε εν μια νυκτί Βαρκελώνη, Σίδνεϋ, Σεούλ και δεν το πήραμε χαμπάρι; Προηγήθηκαν σχεδιασμοί και μελέτες σκοπιμότητας για την επόμενη μέρα; Οι πολιτικοί μας είχαν άγνοια κινδύνου ή κολυμπούσαν σε θάλασσες ματαιοδοξίας πάνω σε ισχυρό κύμα μεγαλοϊδεατισμού;
Με λίγους φίλους για κάμποσο καιρό συνεχίζαμε να τα λέμε, αλλά ως εκεί. Ήταν επιτακτική ανάγκη να μη βγάλουμε γκρίνια προς τα έξω και πάμε κόντρα στην εθνική προσπάθεια! Κατά συνέπεια οι μειοψηφικές μας φωνές περιθωριοποιήθηκαν. Και λίγα χρόνια μετά, ήτοι το 2000, όταν ο υπουργός Τάσος Γιαννίτσης χτύπησε το καμπανάκι ότι πάμε προς το γκρεμό και χρειαζόμαστε άμεσα οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σηκώθηκαν και οι πέτρες από τη γη. Τρομάρα μας! Θέλαμε να τους πάρουμε και μόνιμα στην Ελλάδα. Η πτώχευση τα επόμενα χρόνια ήλθε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους…
Τα νερό μπήκε στο αυλάκι, οι εργασίες ξεκίνησαν, το συλλογικό θυμικό ικανοποιήθηκε, το δανεικό χρήμα έτρεξε ποτάμι, Καλατράβα υψώθηκαν, παλάτια άρσης βαρών κτίσθηκαν, όπως και πολλές άλλες μεγαλεπήβολες αθλητικές υποδομές. Οι δικοί μας εργάτες και τεχνικοί δεν επαρκούσαν και γέμισε η Αθήνα από οικονομικούς μετανάστες για να τελειώσουν γρήγορα τα έργα.
Η «Εθνική υπόθεση» πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, τα «ευχαριστώ, Ελλάδα» ακούστηκαν ως τα πέρατα του κόσμου, ο «μεγάλος» Ιταλός Νεμπιόλο «το βούλωσε», αλλά οι εξέδρες του Ολυμπιακού σταδίου άδειες σε βαθμό τραγωδίας. Η τηλεοπτική εικόνα εις μάτην προσπαθούσε να κρύψει τα κενά και οι υπεύθυνοι του κράτους κουβαλούσαν άρον-άρον μαθητές και δημοσίους υπαλλήλους δίκην θεατών. Ως γνωστόν, κάθε Αύγουστο η Αθήνα αδειάζει από κόσμο και φυσικό ήταν το «γυαλί» να αντικαταστήσει το στάδιο.
Όλα έχουν ένα τέλος (όχι πάντα ευτυχισμένο) και η επόμενη μέρα μάς ξαναβρήκε χωρίς πρόγραμμα, σχεδιασμό και σύνεση. Τα λεφτά που ξοδεύτηκαν ήταν πάρα πολλά κι η παρτίδα έπρεπε να σωθεί. Τελικά τι απέγιναν όλα αυτά; Οι περισσότερες αθλητικές εγκαταστάσεις ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν, δεν συντηρήθηκαν και έπεσαν στην αχρηστία. Ευτυχώς που έμεινε για την πόλη το μετρό, η Αττική οδός, το Ελευθέριος Βενιζέλος, παράλληλα έργα της ίδιας χρονικής περιόδου.
Κι ο κάθε σώφρων Έλληνας εύλογα αναρωτιέται σήμερα: θα πρέπει να τα αποτιμούμε όλα σε χρήμα; Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν ένας από τους λόγους της χρεωκοπίας; Εκτιμώ ότι θα ήταν εθνική τύφλωση να το αρνηθούμε ως ένα μέρος της. Όλα συνδέονται μεταξύ τους. Οφείλαμε να γνωρίζουμε τι θέλαμε και μέχρι πού μπορούσαμε να φτάσουμε. Αναπόφευκτα, το θέμα ήταν καθαρά πολιτικών επιλογών.
Τις ευκαιρίες που μας δόθηκαν δεν τις εκμεταλλευτήκαμε και δεν έγιναν προστιθέμενη αξία. Μας έμειναν μόνο οι φιέστες. Φοβάμαι ότι ο Ελληνικός λαός σαν να μην κατάλαβε τι του συνέβη.
Ευλογία ή κατάρα η «Αθήνα 2004»; Αρκούν οι συγκρίσεις και οι διαρκείς επικλήσεις του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος και μόνο; Οι απαντήσεις δικές σας.